Όταν η σιωπή ενηλικιώνεται, γίνεται ιαχή. Πολεμική ιαχή. Γίνεται ηχώ. Πάνω στην ειλικρινή γύμνια που έχουν τα όρη. Πριν πέσει το πρώτο χιόνι. Όντε σε άλλους τόπους είναι κατακαλόκαιρο. Προηγήται πάντα η αλμύρα. Η ειλικρινής. Απο τη κάθαρση. Και την άρση της χασμωδίας του παράταιρου. Μερικές φορές είναι σχεδόν γοητευτικό το παράταιρο. Όταν απομακρύνεται απο την εξουσία. Και αφήνεται στο αυθόρμητο. Και ‘συ λες, δείξε μου το Πρόσωπο. Αυτό που βρήσκεται μπροστά στην οπή της αβύσσου. Εκεί που τελειώνει τ’ όνειρο, αρχίζει το εντός. Διψασμένο μέλαν για το απόλυτο και τελειωτικό λευκό του φευγιού. Ένα άναρχο ”φεύγα”, πίσω απο τις κουρτίνες της βροχής. Σκαρφαλωμένο στο αινιγματικό μειδίαμα της, μοναχικά περαστικής, εποποιίας του λυκόφωτος. Και ‘συ διαβάτης του νου. Και ‘συ, διαβάτης τραγουδιού που παρέμεινε άγραφο. Κι όμως, το απαγγέλεις νοητά, στο κάθε ”φεύγα” σου. Κι είναι οι Έρωντες, τροβαδούροι, που ξέχασαν τα λόγια του. Μυρωδιά απο καπνό και απο καμένο λυκόφως. Στο γύρισμα του χρόνου μιά βόλτα, εσύ πήγες αντίθετα. Προς της καρδιάς το μέρος. Για να συναντήσεις τ’ αγρίμια σου. Που είχες χρόνια να τα δεις. Και που σε θυμήθηκαν ξαφνικά. Στην αλήθεια του πάγου. Που λιώνει νωχελικά για να’ χεις λίγη δροσιά. Μέσα στο καμίνι των σκέψεων. Που ακροβατούν στα ξεχασμένα λόγια, μύθου παλιού. Που μέσα του κρύβονται οι αλήθειες σου. Αυτές, που τις ξέρουν μόνο τ’ αγρίμια σου. Και ίσως και κάτι διαβατάρικα πουλιά, μέσα στις διαβατάρικες ώρες σου. Αναχωρητής ο νους, σ’ αναζητά. Κάφτρα κρυφή, μέσα σ’ απροσδόκητη στάχτη. Ποιές θάλασσες σε καρτερούν. Και ξέρουν τ’ όνομά σου. Αυτό που ποτέ, αλήθεια, κανείς δεν έμαθε. Ο μύθος είναι τόσο παλιός, όσο ο αειθαλής πόνος. Είναι επικίνδυνο το φιλί των ανέμων. Μπορεί να σου δώσει όσα πάντα ήθελες. Και να σου πάρει όσα πληγή γινήκαν. Και περιττεύουν πιά. Και τι θα κάνεις τώρα χωρίς τα περιττά σου..