Μπορεί τα φύλλα να πέφτουν. Μα τα πουλιά πλησιάζουν στο πρώτο νεύμα των γυμνών κλαδιών. Και φτιάχνουν φωλιές στη σκέψη. Και ύστερα η θύμηση φεύγει. Καθώς το λιόγερμα έχει στα δόντια του το αίμα του λύκου. Και το δάκρυ τ’ ουρανού καταποντίζει τα κάστρα του Μίνωα. Αιρετικό βλέμμα που έχει την αλμύρα της αναχώρησης. Από το οικείο που έπαψε πια να ’ναι οικείο και έγινε άγνωστο και σιωπηλό. Δεν μένει πολύς χρόνος ακόμα στα ειωθότα. Πλεύρισαν οι σκιές και ξαποσταίνουν στις αβύσσους. Και αυτές λαλούν το τραγούδι. Μα τα λόγια τους είναι στην αρχαία λαλιά. Αυτή που δεν έχει διαβαστεί ακόμη από το συναίσθημα. Που χτυπάει την πόρτα μου, μα δεν του ανοίγω. Η καρδιά του χρόνου μετράει τις σιωπές. Κι ο ήχος της μοιάζει παράφωνος. Πλίνθοι ερριμμένοι ατάκτως οι Ωκεανίδες. Που τις πήρε μαζί του το αίμα των σταφυλιών. Που στραγγίστηκε από τον χορό της απουσίας. Μιας απουσίας σαν φεγγάρι δαφνοστεφανομένο από τα παρεπιπτόντως συμβαίνοντα. Που θα ήθελαν να είναι η μούσα των έκπτωτων παραφράσεων. Ως τα λόγια του συνθέτη στην παράβαση του χορικού. Λίγο πριν την έξοδο. Κάθαρση δεν προβλέπεται στις αριστοφανικές κωμωδίες. Μόνο έξοδος σαρκαζόμενη.