Από όλες μου τις ενθυμήσεις, από τα άπειρα βιώματα της ζωής μου, η πλέον οδυνηρή ανάμνηση ήταν εκείνη του μοναδικού φόνου που είχα διαπράξει. Από τη στιγμή που συνέβη, δεν θυμάμαι μέρα που να μην ένιωσα λύπη γι’ αυτό. Καμιά τιμωρία δεν με απείλησε ποτέ, καθώς είχε συμβεί κάτω από πολύ ιδιάζουσες συνθήκες και ήταν ολοφάνερο ότι δεν μπορούσα να πράξω διαφορετικά. Επιπλέον, κανείς άλλος εκτός από μένα δεν το ήξερε.
Ο Γκαϊτό Γκαζντάνοφ (1903-1971), Ρώσος συγγραφέας, που το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στο εξωτερικό, ενώ αναγνωρίστηκε και εκτιμήθηκε από ένα κοινό πιο ευρύ την τελευταία μόλις πενταετία, όταν και εκδόθηκαν νέες μεταφράσεις των έργων του, φροντίζει να συστηθεί στον αναγνώστη με έναν τρόπο ευφυή, από την πρώτη κιόλας πρόταση, όπου αποκαλύπτει τόσο το ύφος όσο και τους δύο θεματικούς άξονες στους οποίους θα κινηθεί η νουβέλα Το φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ, η οποία κυκλοφόρησε σχετικά πρόσφατα για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Αντίποδες, με τη δεδομένη εγγύηση που προσφέρει το όνομα της Ελένης Μπακοπούλου στη μετάφραση.
Πιο έντονη, και αρχικώς εκείνη που μονοπωλεί το ενδιαφέρον, είναι η αναφορά στον φόνο, τον μοναδικό φόνο που ο αφηγητής ισχυρίζεται πως έχει διαπράξει, γεγονός που στοίχειωσε τη μετέπειτα ζωή του.
Όμως, ο ήρωας/αφηγητής φροντίζει να διευκρινίσει, πρώτα και κύρια στον ίδιο του τον εαυτό, πως ο φόνος, αν και γεγονός εξαιρετικά βαρύνουσας σημασίας, δεν παύει να αποτελεί ένα από τα άπειρα βιώματα της ζωής του, την οποία, σε μια διάθεση απολογιστική, επιχειρεί να εξιστορήσει. Αφορμή για την εξιστόρηση αυτή αποτέλεσε η ανακάλυψη από τον αφηγητή ενός διηγήματος στα αγγλικά, με τίτλο “Περιπέτεια στη στέπα”, κάποιου Αλεξάντρ Βολφ, στο οποίο γίνεται ακριβής περιγραφή του ίδιου φόνου από την πλευρά του θύματος. Όπως είναι φυσικό η ανακάλυψη αυτή θα αναστατώσει τον αφηγητή και θα τον οδηγήσει στο κυνήγι της αναζήτησης του συγγραφέα του διηγήματος, τον οποίο είχε δει να πέφτει νεκρός απ’ το δικό του όπλο.
Ο Γκαζντάνοφ, στυλίστας του λόγου και οξυδερκής παρατηρητής της ανθρώπινης ύπαρξης, καταφέρνει να δημιουργήσει ένα κλίμα ασφυκτικό, ένα λαμπερό παρισινό αδιέξοδο για τον ήρωά του, ο οποίος σιγά σιγά βυθίζεται όλο και βαθύτερα στην κόλαση, παρ’ ότι, και εκεί φαίνεται ο ρόλος και η σημασία των παρεκβάσεων, οι οποίες αρχικώς ίσως ξενίσουν, προσπαθεί να δώσει χώρο και χρόνο και σε άλλες εμπειρίες από τη ζωή του, κυρίως στο Παρίσι, κάνοντας αναφορά στη ζωή του εμιγκρέ και στις ερωτικές του επιτυχίες, ένα δυτικοευρωπαϊκό αντίβαρο στο ρωσικό παρελθόν του, στην Οκτωβριανή επανάσταση και τη νίκη των Κόκκινων που τον ανάγκασε να περάσει τα σύνορα, αλλά και την παρούσα ζωή του, στην οποία κερδίζει χρήματα ως δημοσιογράφος σε γαλλική εφημερίδα, έχοντας δηλαδή προσαρμοστεί στη νέα πατρίδα.
Και είναι αυτή η θαυμάσια ισορροπία που επιτυγχάνει ο Γκαζντάνοφ, οι εναλλαγές ανάμεσα σε μια τυπική ρωσική νουβέλα, βαθιά υπαρξιακή, με τη στέπα να απλώνεται αχανής, και σε μία γαλλική, με τα βουλεβάρτα, τα καφέ και τα καμπαρέ, που κάνει ιδιαίτερο το Φάντασμα του Αλεξάντρ Βολφ, δικαιολογώντας τον ντόρο των τελευταίων χρόνων· άλλωστε οι προσλαμβάνουσες του ίδιου του Γκαζντάνοφ μοιάζουν να καθορίζουν και να διαμορφώνουν αυτόν τον διχασμό, το τρέκλισα σε δύο πραγματικότητες, που με τόση ακρίβεια και ψυχραιμία αποτυπώνονται στη νουβέλα· εκείνες οι πρώτες προσλαμβάνουσες, από τη μικρή του ηλικία, η μητρική του γλώσσα αλλά και οι ύστερες, η νέα γλώσσα και η βεβιασμένη προσαρμογή του ξένου μακριά από τις σταθερές του.
Και ίσως, αν προσπαθήσει να φέρει κανείς τη νουβέλα εγγύτερα στην πραγματικότητα του ίδιου του Γκαζντάνοφ, ο φόνος να μην είναι τίποτα άλλο από την απόφασή του να εγκαταλείψει τη Ρωσία, γεγονός που, όπως είναι αναμενόμενο, τον στοιχειώνει, όσο και αν το αρνείται, όσο και αν προσπαθεί να μετατοπίσει το βάρος της καθημερινότητάς του. Και είναι αυτή η διαρκής αναζήτηση, η αλήθεια από την άλλη πλευρά για το τι πραγματικά έγινε, εκείνη που τον αναγκάζει να αναμετρηθεί ξανά με το παρελθόν, με τις αναμνήσεις, να επαναξιολογήσει τη στάση του και τις αποφάσεις του.
Και ίσως όλες οι παρεκβάσεις να μην είναι παρά ασκήσεις φόνων, επαναλαμβανόμενες απόπειρες να αφήσει οριστικά πίσω την πρώτη πατρίδα, την οποία μοιάζει να μην έχει εγκαταλείψει ποτέ, και ας είναι τόσα χιλιόμετρα μακριά, να δει κατάματα αυτό το φάντασμα που πότε τον τρομάζει και πότε τον καλοπιάνει να πλησιάσει. Το επίμετρο του Χρήστου Αστερίου, κατατοπιστικό και πλήρες, αποτέλεσμα θαυμασμού και έρευνας, αποτελεί ένα χρήσιμο συμπλήρωμα της αναγνωστικής εμπειρίας.