Τις παλιές αγάπες μη τις νοσταλγείς. Δεν τους αξίζει κάτι τόσο λίγο. Είναι ασέβεια στο πρώτο φως, να σκέφτεσαι περασμένα σκοτάδια. Αφεθήκαμε.
Στης νύχτας τις θυμωμένες ηδονές. Κι είναι το φιλί της πηγής, ξάστερος φρέσκος νους. Στου κόσμου τούτου τη σιωπή, η κραυγή σου τύμπανα καθαρτήριας καταιγίδας. Μέσα στο εντός σου, όλο το πέλαγο. Στου χαϊνη το χάραμα, πεθαίνουν όλα τα σκοτάδια. Τα δικά σου και τα δικά μου. Και γίναμε ένα μέσα στο βλέμμα των οριζόντων.
Εκεί που υπάρχει μόνο η απλωσιά της επανάστασης των στιγμών. Κι έγινε το απέραντο, το σπίτι μας. Κι έσπασες το σκοτάδι σε χίλια κομμάτια με το κρύσταλο του γέλιου σου.
Και μύρισε ο κόσμος μου, ζεστό κονιάκ με κανέλα και μοσχοκάρφι. Και δρύινο, σκαλισμένο από τους αέρηδες, λιόγερμα. Και φίλιωσα πιά με όσα έγιναν, ερήμην του εντός μου. Και σβήστηκε κάθε απουσία. Και μείναμε εγώ κι ο δρόμος στο θολό αχνοφέγγισμα. Όπως πάντα. Σιωπηλά βαδίζουμε. Να μη μας ακούσουν τα σκοτάδια.
Κι είναι το φιλί της πηγής ντροπαλό. Φοβάται μη και το αρνηθώ. Μα πως θα μπορούσα. Που είναι το μόνο που έχω στο δισάκι μου.
Που έχει όλη τη ζεστασιά του παιδικού μου θέρους. Που έχει όλη τη ζεστασιά της ξεχασμένης εστίας, που ακόμα αχνοφέγγει στο είναι μου. Φιλί της πηγής θελω τόσα να σου πώ. Μα φαίνεται πως τα ξέρεις ήδη όλα. Δε θα σε αποδιώξω ποτέ πιά.