Δευτέρα, 18 Νοεμβρίου, 2024

Το φως της Ιεριχούς

I. Και περπατώντας φιλόλογος σ’ όλα τα σοκάκια της πόλης, μιλούσε, ασταμάτητα, στους κατοίκους της Ιεριχούς, που σπεύσανε σαν τα μυρμήγκια, άλλοι από περιέργεια και άλλοι από φιλομάθεια, μα και κάποιοι για να ιδούν μήπως Αυτός, ο Ιησούς από τη Ναζαρέτ, ο νέος προφήτης, κανένα γιατροσόφι, κανένα φάρμακο νέο τους κομίζει, να λυτρωθούν από τις αμαρτίες. Των δικών τους και των προγόνων. Τους έλεγε και εκείνοι από τα χείλια Του κρεμόντουσαν πώς λεύτερες πρέπει να χτυπάν οι καρδιές των ανθρώπων και χωρίς τα Γράμματα να τους βραχυκυκλώνουν ή τα χρήματα· και καθώς Αυτός και οι μαθητές Του και πλήθος αρκετό, που, γαντζωμένο στα μελένια λόγια Του, τον ακολουθούσε όπως το κοπάδι των προβάτων τον κριό, έβγαιναν, μεσημεριανός, ολόλαμπρος και καυτερός, ήλιος γιόμιζε πια τον πεντακάθαρο ουρανό, έξω από την πόλη, ο γιος του Τίμαιου, ο Βαρτίμαιος, τυφλός καθόταν στην άκρη του δρόμου και γινόταν φορτικός για τους περαστικούς επαιτώντας.

II.Είκοσι δύο χρόνων ο Βαρτίμαιος, τυφλός από τη γέννησή του, το ‘χε συνήθειο, μην μπορώντας να βοηθήσει τον πατέρα του στις δουλειές των χωραφιών, που είχαν τρεις γενιές τώρα έξω στους αγρούς της φημισμένης Ιεριχούς. Σε μιαν άκρη του δρόμου καθόταν· και με την επαιτεία, εξοικονομεί όσα του χρειάζονται, για να δώσει στους γονείς του και, κατόπιν, να πάει στην ταβέρνα του Σωσιγένη και με ένα πιάτο φαΐ να ξεγελάσει την πείνα του… Και κάθε βράδυ, την ίδια ώρα που βιαστικά τα κουταλοπίρουνα τον χόρταιναν, απ’ τα διπλανά τραπέζια, οι γείτονες, χαχανίζοντας και με αισχρόλογα, πείραζαν το γιο του Τίμαιου και τον κορόιδευαν για το κατάμαυρο σκοτάδι, που, απ’ την ώρα που ήλθε στη ζωή, τον προίκισε άσπλαχνα η Μοίρα.

III.Σκουπίζει το δάκρυ του τότε και φεύγει βιαστικά. Στο δρόμο τον ανταμώνουν τα νυχτερινά περίπολα των Ρωμαίων. Οι φαντάροι του καταχτητή, για να ξεχάσουν προς στιγμή τη νοσταλγία προς την πατρίδα τους, τον περιγελούν και, κλωτσώντας τον, δεν τον αφήνουν να σταθεί στα πόδια του όρθιος. Μόλις με το ζόρι σηκώνεται, ξαναπαίρνει το δρόμο για το σπίτι. Παντού, σκοτάδια. Εκεί, τον περιμένουν ο γέροντας πατέρας του και η μάνα του, ο Τίμαιος και η Δεινομάχη· να τον παρηγορήσουν και, με λόγια σοφά από τις Γραφές, να τον ενθαρρύνουν στον καθημερινό του αγώνα για επιβίωση. Όλο τους το βιος δεν είναι άλλο, παρά μονάχα τούτα τα λόγια· ανήμποροι πια από τα γερατειά να δουλέψουν…

IV.Εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι, ακούγοντας, λοιπόν, πολύ κόσμο να διέρχεται από εκεί φωνάζοντας, ρωτούσε να πληροφορηθεί τι τρέχει. Γυναικείες και αντρικές φωνές ξεκούφαιναν τον κόσμο. Οι Ρωμαίοι τάχα ετοιμάζουν κάτι νέο για το λαό του Θεού ή οι Ιουδαίοι, τη βαριά φορολογία και την αβάσταχτη φτώχια μην σηκώνοντας πια, τα όπλα πήραν και ξεσηκώθηκαν εναντίον του Καίσαρα; Δυο γυναίκες τού απάντησαν ότι ο Ιησούς ο Ναζωραίος περνούσε από εκεί κοντά.

V.Ποιος, όμως, ήταν ο Ιησούς; «Γιος μαραγκού από τη Ναζαρέτ, μα με γενιά που βαστά από το Δαβίδ, το μεγάλο βασιλέα», ήταν η φήμη που τα πόδια της ήλθαν πιο γρήγορα από Εκείνον μέχρι και την Ιεριχώ. Εκείνον, που, καθώς λέγανε, γυρνούσε χωριά και πολιτείες σαν Δάσκαλος και με παραβολές να σωφρονίσει όσους σε κρίματα πέφτανε ήθελε και θεράπευε, μ’ ένα του λόγο, μ’ ένα του άγγιγμα, κουτσούς, τυφλούς, κουφούς, άλαλους, παράλυτους, λεπρούς· Εκείνον, που την οργή των Φαρισαίων και των αρχόντων, που αφήνανε την πλέμπα στο περιθώριο και εξαρτημένη από τη θέληση των αφεντικών, έτσι σαν φλόγα φούντωνε, μα την αγάπη των γιατρεμένων κέρδιζε ως ανταμοιβή, την ώρα που λογής – λογής απατεώνες και ψευτογιατροί γυρεύανε για πλερωμή ένα σωρό λεφτά χωρίς γιατρειά να δίνουνε για τις αρρώστιες της εποχής αυτής που, αδηφάγες, μαστίζανε την ανθρωπότητα, μήτε της ψυχής, μήτε του σώματος, μήτε του νου· Εκείνον που δίδασκε πως όποιος θέλει να είναι πρώτος, όλων οφείλει να ‘ναι ο τελευταίος και υπηρέτης· Εκείνον που τη συντροφιά των πορνών και των τελώνων γύρευε λες και ήταν και ο ίδιος κατακάθι σαν κι αυτούς της κοινωνίας.

VI.Εκείνο το ηλιόλουστο μεσημέρι, Και ο Βαρτίμαιος, όταν το άκουσε, άρχισε, γιομάτος πόνο και απόγνωση, να κραυγάζει και να φωνάζει: «Γιε του Δαβίδ, Ιησού, δες με και δώσε μου το έλεός σου!» Με την ίδια ευκολία βγήκαν τα λόγια ετούτα από τα χείλη του όμοια μ’ εκείνα με την οποία καθημερινά έβγαιναν και αυτά εδώ προς τους περαστικούς: «Άνθρωπέ μου, δώσε μου έναν οβολό! Λυπήσου με!» Μα όσοι βρίσκονταν μπροστά απ’ αυτόν, τον μάλωσαν για να σιωπήσει. Νόμιζαν ότι τον Ιησού οι κραυγές του ενοχλούσαν, ότι μονάχα αυτοί και όχι ο γιος του Τίμαιου είχαν δικαίωμα να στέκονται δίπλα στο Δάσκαλο· ο τυφλός, όμως, πείσμωσε και ακόμα πιο δυνατά συνέχισε να κραυγάζει : «Γιε του Δαβίδ, σπλαχνίσου με!». Ο πόνος δυνάμωνε την φωνή του, φτερά της έδινε να πετά και να ξεχωρίζει από τους αλαλαγμούς του πλήθους που ‘χε συρρεύσει να γνωρίσει τον Ιησού.

VII.Κοντοστάθηκε, τότε, ο Ιησούς· έστρεψε, χωρίς θυμό καθόλου να νιώσει και δίχως να χάσει άλλο χρόνο, το βλέμμα Του προς τον επαίτη και πρόσταξε δύο απ’ τους μαθητές Του: «Φωνάξτε μου τον!» Οι φλέβες του γήινου λαιμού Του τέντωσαν στα βροντερόφωνα λόγια τούτα, όταν τα ξανάπε για δεύτερη φορά, για ν’ ακουστούν σ’ όλη την ανθρωποσύναξη: «Φωνάξτε μου αμέσως εκείνον που ζητά το έλεός μου! Αμέσως!» Και τον τυφλό εκείνοι, πειθαρχώντας με τη θέλησή τους στην προσταγή του Δασκάλου, σπεύδουν να πιάσουν στα χέρια τους και έτσι τον ορμήνεψαν: «Έχε θάρρος! Σήκω επάνω· σε φωνάζει ο Δάσκαλος και θέλει σιμά Του να πας. Έλα!»

VIII.Και ο Βαρτίμαιος, προσπαθώντας να αναμαζέψει τα τριμμένα από τη ζητιανιά ρούχα του και να προφυλαχτεί από τον καυτό ήλιο, αφού ανασηκώθηκε, ζυγώνει προς το μέρος που ακούστηκε η φωνή των μαθητών· και ήλθε κοντά στον Ιησού. Κι όταν ο τυφλός τον πλησίασε, ο Ιησούς τον ρώτησε: «Μίλα μου! Άνοιξέ μου την καρδιά σου! Τι θέλεις να κάνω για το χατίρι σου;»

IX.Μεμιάς, ο γιος του Τίμαιου, λοιπόν, του αποκρίνεται: «Την καρδιά μου; Δάσκαλε, κάτι που καίει μέσα μου σαν φωτιά από χρόνια ζητώ, κάτι κάμε για ν’ ανοίξουν τα μάτια μου και να μπορώ να βλέπω τους γονείς που με γέννησαν και, γιομάτοι στοργή, μ’ ανάστησαν, που μ’ αγαπούν και με νοιάζονται· να δω τα πρόβατα, που βελάζουν άδολα και μας χαρίζουν απλόχερα το γάλα τους, τα λουλούδια, που ανθίζουν και μοσχοβολούν την άνοιξη. Τα χιονισμένα βουνά του χειμώνα, την πότε γαλήνια και πότε φουσκοκυματούσα θάλασσα· τα δέντρα, που μας δωρίζουν τον ήσκιο τους. Να ρουφώ τον ήλιο και να ευγνωμονώ τη βροχή, που ποτίζει τις ελιές και τ’ αμπέλια μας. Κάτι … ».

X.Και ο Ιησούς, πρώτ’ απ’ όλα και ατάραχος, τον ρώτησε: «Πιστεύεις ότι έχω τη δύναμη να κάμω ό,τι μου ζητάς;»· κι όταν ο Βαρτίμαιος Τού έγνεψε καταφατικά με το κεφάλι και γονάτισε εμπρός Του, τον σπλαχνίστηκε. Όλοι στυλώσανε τα μάτια τους, βουβοί και με αγωνία ζωγραφισμένη στα πρόσωπά τους για το τι θα συνέβαινε, στη μέση του μεσημεριού, σε τούτο το αλλόκοτο ζευγάρι. Μια ματιά τους στρεφόταν προς το Βαρτίμαιο, συμπόνιας, η άλλη προς τον Ιησού, διερευνητική. Τότε, ο Δάσκαλος, ζητώντας από τους μαθητές και τον κόσμο να Του κάνουνε χώρο, έσκυψε, έφτυσε στη γη και φτιάχνοντας πηλό από το χώμα και το σάλιο, τον άγγιξε τρυφερά με τα δάχτυλά του στα μάτια και του λέει στοργικά: «Μπορείς, πλέον, να βλέπεις, Βαρτίμαιε· σήκω και περπάτα, η πίστη σου σε έσωσε· η μεγάλη σου πίστη σού έδωσε το φως σου, παιδί μου».

XI.Δεν ακούστηκε τσιμουδιά από πουθενά, ούτε οι μαθητάδες του Ιησού, ούτε οι άνθρωποι μπόρεσαν ν’ αρθρώσουν λέξη. Κι, αμέσως, ο τυφλός άρχισε να βλέπει· και, αφού σηκώθηκε όρθιος στα δύο του πόδια και φάνηκε το λεβέντικό του σώμα, που κρυβόταν τόσα χρόνια στα κουρέλια της επαιτείας, προσφέρθηκε, δοξολογώντας το θεό, να ακολουθήσει τον Ιησού και τους μαθητές του στο χωμάτινο δρόμο μέχρι την έξοδο από την πόλη· ένας μεγάλος θαυμασμός μόνον τότε ακούστηκε από όλα τα χείλη!

XII. Κι όλος ο λαός, αφού είχε θαυμάσει με άλαλα χείλη ό,τι έγινε πρωτύτερα, μόλις χάθηκε και η τελευταία σκόνη από τη διέλευση του Ιησού από τα σοκάκια της Ιεριχούς, υμνολόγησε τωραδά με ευγνωμοσύνης λόγια και αυτός το θεό.

XIII.Λίγο αργότερα, όμως, καθώς έπαιρνε το δρόμο του γυρισμού στο σπίτι του, οι γείτονες και όσοι τον ήξεραν αντάμωναν το γιο του Τίμαιου και απορούσαν που ο τυφλός ζητιάνος είχε πλέον βρει το φως του. Κάποιοι ισχυρίζονταν πως επρόκειτο για σωσία του Βαρτίμαιου και άλλοι έλεγαν ότι ήταν ο ίδιος, ο αλλοτινός ρακένδυτος επαίτης. Σ’ όλους, με ολόλαμπρο από χαρά πρόσωπο, απαστράπτοντας σαν ήλιος, ο Βαρτίμαιος απαντούσε: «Ναι, εγώ είμαι ο τυφλός που μέχρι σήμερα ζητιάνευα! Δείτε με! Τώρα, όμως, ξαναβρήκα το φως μου!»

XIV.Μα αυτοί επέμεναν: «Πώς βρήκες το φως σου; Πώς τα μάτια σου άνοιξαν;» «Ιησούς λέγεται εκείνος. Τον ξέρετε. Κι αν δεν Τον θυμάστε, ρωτήστε και το Ζακχαίο. Ο Ιησούς. Με πηλό και μ’ αγάπη, στα μάτια με χάιδεψε και μου ‘πε πως μπορώ πλέον να βλέπω τριγύρω μου όλους και καθετί, γιατί η πίστη μου ήταν ό,τι μ’ έσωσε από το μαρτύριο του σκοταδιού, που ίσαμε σήμερα βαθύ και άραχλο σκέπαζε τα μάτια μου! Για μένα σήμερα ξημέρωσε η ροδόπεπλη Αυγή και χάθηκε το μαύρο Σκότος· με παντοδύναμες πλέον φτερούγες, έτοιμος είμαι να πετάξω λεύτερος τις αλυσίδες που με δυνάστευαν τόσα χρόνια παρά τη θέλησή μου, να ζήσω όπως όλα τα πλάσματα και τα παιδιά του Θεού, δείτε με!», τους αποκρίθηκε ο Βαρτίμαιος και τους ζητούσε να μοιραστούν την απίστευτη χαρά του…

XV.Τα λόγια του Βαρτίμαιου, όμως, δεν τους έπεισαν. Τον κοίταζαν πατόκορφα, άφωνοι, με έκπληξη. Ο γεροντότερος της ομήγυρης έριξε, τότε, την ιδέα: «Οι Φαρισαίοι όλα τα ξέρουν· για όλα έχουν μιαν πειστική απάντηση. Αυτοί θα κρίνουν!». Και οι αποδέλοιποι τη βρήκαν σωστή. Πιάνουν, χωρίς χρονοτριβή, τον πρώην τυφλό ζητιάνο από τα χέρια, δεν τον αφήνουνε να μεταφέρει στους γονείς του τα ευχάριστα νέα, μα τον πάνε, με βήμα γοργό, στο τοπικό συμβούλιο των Φαρισαίων.

XVI.Μόλις έφτασαν στη συναγωγή, γύρεψαν τον αρχισυνάγωγο και τους προύχοντες των Φαρισαίων. Όταν εκείνοι τους πλησιάσανε και γύρεψαν να μάθουν το λόγο που πήγαν, τους είπανε με λόγια αγχωμένα και κάπως φουσκωμένα ό,τι συνέβη. Μίλησε και ο Βαρτίμαιος. Κανείς τους, όμως, δεν τον πίστευε! «Εγώ ένα ξέρω, τυφλός ήμουν και βρήκα, χάρη σε Αυτόν, το φως μου!», ήσαν τα λόγια του Βαρτίμαιου, μα όταν ψεύτη τον έλεγαν της πόλης οι πρώτοι, όταν, με ιδρωμένα πρόσωπα από το θυμό και ματωμένα από την κακία χείλια, ρωτώντας τον όλο και πιο πολλά για το θαύμα ετούτο, αυτοί τον κατηγορούσαν πως τόσα χρόνια η φιλαργυρία και η οκνηρία του τον είχαν σπρώξει να υποδύεται τον επαίτη, αλλά και αγύρτη και κομπογιαννίτη ανεβοκατέβαζαν τον Ιησού, ο πρώην τυφλός τέτοια αποστομωτική απάντηση τούς χάρισε, «Τι με ρωτάτε τόσα για Εκείνον; Μαθητάδες του μήπως θέλετε και εσείς τάχα να γίνετε;»

XVII.Αμ το άλλο πού το πας; Τύχαινε, λοιπόν, τη μέρα που ο Ιησούς έδωσε το φως στο Βαρτίμαιο να ‘ναι Σάββατο! Μέρα αργίας. Τίποτα δεν έπρεπε κανείς να κάνει, καμιά δουλειά ούτε στο σπιτικό του, ούτε δημόσια. Όλοι το ξέρανε, μικροί και μεγάλοι, άντρες και γυναίκες, παντρεμένοι, λεύτεροι, ορφανά και χήρες. Οι πατροπαράδοτοι νόμοι ξεκάθαρα το γράφανε και σεβασμό απαιτούσε τούτο το έθιμο απ’ όλους, χωρίς εξαίρεση. Κι οι Φαρισαίοι, που τους νόμους και τις συνήθειες του λαού είχαν οριστεί να διαφυλάσσουν, έφριξαν μόλις άκουσαν για τη σημερινή γιατρειά του Βαρτίμαιου· «Σάββατο; Ακούς εκεί Σάββατο ο αμαρτωλός!», έλεγαν και ξαναέλεγαν και αφρισμένα από το θυμό τα σάλια από τα στόματά τους τρέχανε και μουσκεύανε τις γενειάδες τους, μα από μέσα τους άλλο τους έκαιγε: «Άλλος ένας τυφλός λιγότερος, ένας άνθρωπος που γιατρεμένος δε θα μας έχει πλέον ξανά ανάγκη, δε θα γυρεύει με ανταλλάγματα τον καλό μας λόγο , την παρηγοριά μας για την ανίατή του νόσο, μα θα γίνει κι αυτός μαθητής και κήρυκας του Ιησού!», ψιθύριζαν …

XVIII.Και ο θυμός άναβε και κοκκίνιζε το μέτωπό τους και τα νεύρα τους τέντωναν σαν χορδές λύρας, καθώς ο Ιησούς, ο γιος του μαραγκού από τη Ναζαρέτ, με τους μαθητάδες του μπήκανε πάλι στο δρόμο τους ως εμπόδια. Ο Ιησούς, που με τα λόγια Του γαληνεύει τα κύματα της θαλάσσης, γιατρεύει όλων των ειδών τις αρρώστιες και ανασταίνει νεκρούς, εμπόδια τους βάζει, φράχτες στους ψεύτες και στην υποκρισία ορθώνει και δεν αφήνει το λαό να πιστέψει ότι η σωτηρία του έθνους θα έρθει μόνον όταν, διώχνοντας τους Ρωμαίους, πάρουν τα ηνία της Γης των Προπατόρων οι Γραμματείς και οι Φαρισαίοι. Και άκου τι κηρύττει ο γιος του μαραγκού και όσοι αγράμματοι ψαράδες Τον ακολουθούν στο λαό: «Η λύτρωση της ψυχής και η θεραπεία κάθε σωματικής νόσου έρχεται μονάχα με τη βαθιά πίστη, με την αληθινή μετάνοια, με την αποποίηση κάθε εφήμερου γήινου πλούτου και με την άδολη αγάπη μεταξύ των ανθρώπων!»

XIX. Θυμήθηκαν οι Φαρισαίοι της πασίγνωστης Ιεριχούς οργισμένοι πως – δεν έχουν περάσει δα και πολλοί μήνες – στην ίδια τους την πόλη ο Ιησούς ξανάδειξε την αγάπη Του προς όσους ανθρώπους μετανιωμένοι γυρεύουν απάνεμο λιμάνι στην αγκαλιά του, όσα πρόβατα αναζητούν φροντίδα στη στάνη του. Όλοι ήξεραν και περιγέλαγαν τον Ζακχαίο, τον βραχύσωμο τελώνη, που, μόλις είχε μάθει τον επικείμενο τότε, πρώτο ερχομό του Ιησού στην Ιεριχώ, σκαρφάλωσε σαν τον αγριόγατο σε μιαν ψηλή συκομουριά, για να μπορέσει να ιδεί με τα μάτια του το Δάσκαλο που θα περνούσε. Ο Ιησούς τότε θαύμασε την πίστη του, τον κάλεσε να κατεβεί από το δέντρο και του πρότεινε να πάνε μαζύ στο σπίτι του, συγχωρώντας τον για όλα όσα είχε κάνει έως τότε. Ο Ζακχαίος κατέβηκε αμέσως, ορθάνοιξε το σπιτικό του και Τον φιλοξένησε με πρωτοφανή αγαλλίαση, αλλά όσοι είδαν τον Ιησού να προσέρχεται στην οικία του τελώνη άρχισαν να γκρινιάζουν ότι, ενώ λέει ότι κηρύττει το λόγο του Θεού, το σωστό και το δίκιο, πήγε στο σπίτι ενός αμαρτωλού. Γκρίνιαζαν οι Φαρισαίοι, λες και αυτοί ήσαν αμόλυντοι, λες δεν είχαν καμιά αμαρτία να τους αμαυρώνει την ψυχή και όλες τις αμαρτίες του κόσμου, ιδίως τις πιο βαριές, τις είχαν κάνει ο Ζακχαίος, τα χαμίνια και οι αλήτες του δρόμου και οι πόρνες. Δεν είχε, όμως, ανάγκη τότε ο γιος του μαραγκού λαλίστατους από τους μαθητές του να βάλουν τους Φαρισαίους στη θέση τους! Τους είχε πονέσει κατάκαρδα τους άρχοντες ο μελίρρυτος, ο βαθιά αληθινός λόγος του Ιησού, με τον οποίο κατάπαψε, όπως τα κύματα στην φουρτουνιασμένη θάλασσα, κάθε γκρίνια τους: «Το γιατρό έχουν ανάγκη οι άρρωστοι, όχι αυτοί που ισχυρίζονται ότι είναι υγιείς! Τα χαμένα πρόβατα χρειάζονται το βοσκό, όχι όσα λένε πως είναι πιστά σ’ αυτόν! Ο άσωτος υιός έχει χρεία της αγάπης του Θεού και όχι εκείνος που προσκολλάται στον πατέρα και υποκρίνεται τον φρόνιμο!»

XX..Σαν λυσσασμένα σκυλιά οι Φαρισαίοι αφρίζουν και ξαναθυμούνται και ότι άλλοτε οι ίδιοι, ούτε Σάββατα είχανε σεβαστεί, ούτε στις άλλες τις μεγάλες του λαού γιορτές, δεν είχανε στιγμή πάψει να κοροϊδεύουνε το Βαρτίμαιο και να περιπαίζουν την τύφλα του, δεν είχανε στιγμή πάψει να γελάνε με το νάνο Ζακχαίο. Οι ίδιοι και όσοι δεν είχανε άλλο τρόπο να περάσουν την ώρα τους, πέρα από το να κλέβουν τον ιδρώτα του φτωχού, να συναγωνίζονται για το φιλί της χήρας, να κλοτσούν το ορφανό χαμίνι και να γελούν με κάθε ανήμπορο, αφού ο θεός που πίστευαν δεν έστεργε της ζωής τους κατατρεγμένους, μα τους άφηνε και όσο ζούνε και σαν πεθάνουνε στο περιθώριο, θύματα της αχόρταγης μανίας κάποιων αυτοαποκαλούμενων συνανθρώπων τους… Ένας θεός που έμοιαζε τόσο διαφορετικός από το θεό που παραστάθηκε στον Ιησού, όταν, αγγίζοντας τα μάτια του τυφλού, έδωσε το φως και αγάπη στο Βαρτίμαιο, φως και αγάπη που τόσο είχε ανάγκη και τόσο όλοι του ‘χαν αρνηθεί μέχρι εκείνο το Σάββατο, όταν, τείνοντας το γήινό Του χέρι, έδωσε φως και συχώρεση στο Ζακχαίο, φως και συχώρεση που τόσο είχε ανάγκη και τόσο όλοι δεν είχαν το σθένος να του δώσουν· ένας θεός που, οσάκις ακούει τις υπέρ των ανθρώπων μεσιτείες του Ιησού, το μόνο – για να διατηρείται άσβεστο το φως της γνώσης με την οποία μας φεγγοβολά κάθε στιγμή – που, ως στοργικός πατέρας, γυρεύει από τους θνητούς είναι να αφήνουμε χώρο πάντοτε στις καρδιές μας για την αλήθεια, το σεβασμό, τη σύνεση και την αγάπη …


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα