Και είναι ότι δεν ορίζουμε. Αυτό που μας ορίζει. Κι η γεύση είναι σ’ αυτό που στύβουμε. Μα το άρωμα είναι σε ‘κεινο που πετάμε. Εκπλήσομαι με ευγνωμοσύνη, κάθε φορά, για το χάδι που μου δίδεται. Και είναι θαρρείς η ζεστασιά ν’ αναβλύζει σαν αρτεσιανό φρέαρ. Και μοσχοβολά αγαλίαση και μοσχοκάρφι. Και είναι δάκρυ ζεστό. Η ευγνωμοσύνη. Για την αγκαλιά όλων των μικρών πατρίδων. Που τις νόμιζες χαμένες. Aπλωσα δειλά. Τα κρύα χέρια μου, να ζεσταθούν στη θαλπωρή τους. Μιά στιγμή αρκεί. Για όλους. Για όλα. Για χίλιες παγωνιές. Τότε που ο Βοριάς, είναι θυμωμένος. Και έρχεται να ξεθυμάνει στα φυλλοκάρδια σου. Μικρή φλόγα. Μεγάλη ευγνωμοσύνη. Για το νοιάξιμο. Όταν έχεις περάσει χίλιες βροχές, ξέρεις τι σημαίνει, ένα φτωχικό και στεγνό ρούχο. Να σου σκεπάζει τη παγωμένη αλμύρα. Και συνήθως η ζεστασιά, έρχεται απο ‘κει που δε το περιμένεις. Και συνήθως, όταν δε την περιμένεις καν. Από πουθενά. Γιατί η στιγμή είναι φευγαλέα πεθυμιά. Που πραγματώθηκε. Στα ύστερα του κάθε χειμώνα, πάντα παραμονεύει μιά Aνοιξη. Κι αν όλοι το ξέρουμε αυτό, πάντα το ξεχνάμε. Όταν υπάρχει καταμεσίς του χειμώνα μιά καρδιά που δακρύζει. Κι είναι πιο παγωμένη κι απο όλους τους αέρηδες μαζί. Και ξέρεις, περισσότερο από την ίδια τη ζεστασιά, πιο πολύ ζεσταίνει, εκείνος που θα σου τη θυμήσει. Το να θυμάσαι την Aνοιξη, καταμεσίς του χειμώνα, είναι πράξη επαναστατική. Και ξέρεις ακόμα κάτι; Αυτό δεν είναι ελπίδα. Δεν είναι αυτό που ξέρεις η ελπίδα. Αλλά αυτό που δε ξέρεις. Αυτό που ξέρεις και το ξεχνάς, αυτό είναι ο χειμώνας. Του νου. Της καρδιάς. Αν το καλοσκεφτείς, είμαστε μετανάστες της στιγμής. Πάμε από στιγμή σε στιγμή. Προσπαθόντας ματαίως να σταματήσουμε κάπου. Μα πως; Αφου οι στιγμές μιά στιγμή κρατούν και εναλλάσονται, όσο διαρκεί ένα ανοιγόκλειμα της απεραντοσύνης. Και ‘μεις , με ένα σάκκο στον ώμο, φτιάχνομε το προσωρινό. Που είναι τόσο μόνιμο, όσο η θνητότητα. Μα εγώ, στο τέλος της παγωνιάς, λέγω σου, πως εκεί βρίσκω το δρόμο. Άγνωστη είναι η ζεστασιά. Κι όσο πιο άγνωστη και απροσδόκητη τόσο πιο ζεστή. Να πεθυμάς. Και θα βρεθείς εκεί που πόθησες. Οι ευχές είναι ιερές. Και πάντα τις ακούει το οντως Ον. Και πάντα θα σου δίνει. Ως αντίδωρο. Τη πραγματωσή τους. Και ‘συ θα ευγνωμονείς. Ως αιώνιος μετανάστης της ζεστασιάς.
Από τον τίτλο του άρθρου – εργασίας, μάντεψα τη δημιουργό κ. Όρσα Δρετάκη. Κι από απλή και φυσική εσωτερική μου αντίληψη -είπαμε πως είμαι άσχετος της Ποιητικής Τέχνης- διαπίστωσα πως, πίσω ή πέρα από τον λυρισμό του παραπάνω ποιητικού της λόγου, αποκρύβεται [δύσκολα αποκαλύπτεται] η απεραντοσύνη των ευαισθησιών, της καλοσύνης και του αληθινού ανθρώπινου προσώπου της εκλεκτής δημιουργού.
-Ποιός λοιπόν λέει, πως ο ποιητικός λόγος δεν είναι ηθικοπλαστικός;
-Πάντα; Δεν μπορώ ν’ απαντήσω: τον λόγο έχουν οι ειδικοί.
Με φιλική εκτίμηση Γιώργος Καραγεωργίου, συντ/χος νομικός, κοινωνιολόγος, οικονομολόγος ΧΑΝΙΑ