Μια αναγκαία συμπλήρωση σε ένα σωστό αίτημα
Τα τελευταία χρόνια γίνεται πολλή συζήτηση για το εγκαταλειμμένο στην τύχη του Οθωμανικό φρούριο Ιτζεδδίν στο Χωριό Καλάμι, του οποίου ζητείται η ανάδειξη και φαίνεται να υπάρχει ευνοϊκή αντιμετώπιση από τα αρμόδια Υπουργεία. Οι αναφορές περιορίζονται συνήθως-όχι άδικα-στην ιστορική και συναισθηματική σημασία του εξαιτίας της χρήσης του ως χώρος φυλάκισης των αντιφρονούντων στα «πέτρινα χρόνια». Δεν παύει ωστόσο να είναι ένα μνημείο-κλειδί στο ιδιαίτερα σημαντικό αμυντικό σύστημα του Κόλπου της Σούδας, ένα μεγάλης σημασίας στρατηγικό σημείο της Μεσογείου του οποίου η τύχη δέθηκε με την Ιστορία της Κρήτης από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα.
Το μεγάλο ενδιαφέρον της Βενετίας για το στρατηγικό αυτό σημείο, το αντίστοιχο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που θα κτίσει εδώ το «Ναύσταθμο της Μεσογείου» στα τέλη του 19ου αιώνα, το ιδιαίτερο ενδιαφέρον των Μεγάλων Δυνάμεων της εποχής για την εξασφάλιση του ελέγχου του, αλλά και η σύγχρονη χρήση του επιβεβαιώνουν την αξία του. Για τη σημασία της περιοχής και τις αναπτυξιακές της δυνατότητες έχω μιλήσει πολλές φορές στο παρελθόν. Περισσότερα στοιχεία μπορεί να βρει κάποιος σε ένα φυλλάδιο που είχαμε εκδώσει με το Δήμο Σούδας, σε ανάλογο που έγραψε ο Μιχάλης Ποταμιτάκης και σε άρθρο μου στο περιοδικό «Έρεισμα» που κυκλοφόρησε.
Η θέση της Απτέρας σε ένα δυσπρόσιτο πλάτωμα πάνω σε ύψωμα, με οπτικό πεδίο την είσοδο του κόλπου, τον εύφορο κάμπο του Αποκορώνου και τον κύριο δρόμο από την ανατολική στη δυτική Κρήτη, είχε καθοριστική σημασία διαχρονικά στο ρόλο του λιμανιού. Η Απτέρα εξασφάλιζε τον έλεγχό του με τα δυο της επίνεια, τη Μινώα στο Μαράθι, στη βόρεια πλευρά και την Κίσαμο στη νότια, που θα πρέπει να αναζητηθεί στην περιοχή μεταξύ Καλαμιού και των Καλυβών. Στα Βυζαντινά χρόνια οι πληροφορίες μας για τον Κόλπο της Σούδας είναι περιορισμένες. Η Απτέρα έχει χάσει πλέον το ρόλο και τη σημασία της και παραχωρήθηκε το 1196 από τον αυτοκράτορα Αλέξιο Γ΄ Άγγελο στη Μονή της Πάτμου. Η Σούδα αναφέρεται μόνο κατά την επανάσταση «των δύο Συβρίτων» (1230-36) ως τόπος αποχώρησης των Βυζαντινών πλοίων. Δεν υπάρχει ωστόσο καμιά αμφιβολία ότι όλα αυτά τα χρόνια το λιμάνι της Σούδας συνέχισε να παίζει το ρόλο του.
Στα πρώτα χρόνια της Βενετοκρατίας πάνω στο νησί της Σούδας υπήρχε η Μονή του Αγίου Νικολάου των Αυγουστινιανών, που του έδωσε το όνομα Φραρονήσι. Στα σχετικά ήρεμα χρόνια για την Κρήτη, πριν δηλαδή το 16ο αιώνα, δεν υπάρχει ιδιαίτερη ενασχόληση με τον κόλπο της Σούδας. Χρησιμοποιείται περιστασιακά, χωρίς ιδιαίτερες φροντίδες για την ασφαλή διαχείμαση του Βενετσιάνικου στόλου, για ψάρεμα και για παραγωγή αλατιού.
Αρκετά καθυστερημένα μέσα στο 16ο αιώνα, η Βενετία υποχρεώνεται να ασχοληθεί ενεργά με την οχύρωση των παραλίων της Κρήτης ενόψει της επικείμενης Τουρκικής απειλής. Στόχος των Βενετών στη φάση αυτή είναι να αξιοποιήσουν τις αμυντικές τοποθεσίες γύρω από τις πόλεις με έργα σε επίκαιρα σημεία, μειώνοντας έτσι στον επίδοξο κατακτητή τις δυνατότητες απόβασης και προέλασης. Κεντρικής σημασίας σημεία για την άμυνα των Χανιών και της ευρύτερης περιοχής είναι το Ακρωτήρι με τον Κόλπο της Σούδας ανατολικά και ο ανοιχτός Κόλπος των Χανίων δυτικά με τη νησίδα Θοδωρού. Διάσημοι μηχανικοί σχεδιάζουν το φρούριο πάνω στη νησίδα του Αγίου Νικολάου στις αρχές του προμαχωνικού συστήματος, που ακριβώς αυτή την εποχή είναι σε εξέλιξη στην Ευρώπη. Με την έννοια αυτή το αμυντικό σύστημα της Κρήτης έχει ιδιαίτερη σημασία σε διεθνές επίπεδο.
Τον έλεγχο του λιμανιού συμπληρώνουν άλλα έργα, όπως ο υποθαλάσσιος μόλος στη θέση Ποδομούρι (μπροστά από το Καλάμι), η φρουρά στη θέση «της Γρας ο Πήδος» (πρώην λατομείο στο Πλατάνι) η ενίσχυση του οχυρωμένου οικισμού Castel Apicorno ανατολικά των Καλυβών. Ξεκινά παράλληλα η απόπειρα κατασκευής φρουρίων στη θέση Καλόγερος κάτω από τις Στέρνες, στο Καλάμι (ολοκληρώνονται αργότερα από τους Τούρκους), καθώς και στη νησίδα Μαράθι, , ή Παλιά Σούδα απέναντι από το Μαράθι. Για την ασφαλή διαχείμαση του στόλου, αναλαμβάνουν οι έμπειροι πετροκόποι από τις Στέρνες να μετατρέψουν την κλειστή λίμνη απέναντι από τη νησίδα, εκεί που είναι σήμερα η βάση, σε μικρό λιμάνι. Στόχος όλων των έργων αυτών ήταν ο έλεγχος της εισόδου στον κόλπο και η παρεμπόδιση απόβασης εχθρικού στόλου, ή προμήθειας νερού από τη μεγάλη παραλία των Καλυβών. Το νησί λόγω της σημασίας του ονομάστηκε «Οφθαλμός του Βασιλείου της Κρήτης». Η αρτιότητα της οχύρωσής του και ο ηρωϊσμός των υπερασπιστών του, συνέβαλε ώστε να παραμείνει στα χέρια των Βενετών μετά την κατάληψη της υπόλοιπης Κρήτης, μέχρι το 1715. Αφού πολιορκήθηκε στενά επί 72 μέρες, παραδόθηκε στους Τούρκους, οι οποίοι δεν τόλμησαν να κάνουν το 1645 την εισβολή τους από τη Σούδα, αλλά από την «εύκολη» πλευρά του Κόλπου των Χανίων. `Ετσι μια από τις πιο ηρωικές αλλά και μαρτυρικές ελεύθερες εστίες χάνεται μετά από εβδομήντα χρόνια αντοχής.
Οι Τούρκοι φροντίζουν για την επισκευή των οχυρώσεων και των σπιτιών και εγκαθίσταται εκεί φρουρά με τις οικογένειές τους. Ο ναός του Ευαγγελισμού μετατρέπεται σε τζαμί και η ζωή του οχυρού
μπαίνει στο ρυθμό της υπόλοιπης Κρήτης. Κατά το 19ο αιώνα, οπότε ξεσπούν πολλές επαναστάσεις, το ενδιαφέρον μετατοπίζεται κυρίως προς την πλευρά του Αποκορώνου και των Κεραμιών, από όπου οι ένοπλοι κατεβαίνουν συχνά και δημιουργούν προβλήματα στην επικοινωνία των Χανιών με την υπόλοιπη Κρήτη. Στα χρόνια της Επανάστασης του 1866 ο Χουσείν Αβνή πασάς, εφαρμόζοντας ένα σχέδιο ελέγχου της Κρήτης μέσω ενός πυκνού δικτύου μικρών φρουρίων σε επίκαιρα σημεία κτίζει τον Κούλε του Σούμπαση πάνω στο χώρο της Απτέρας σε μια προσπάθεια να ελέγξει και παρεμποδίσει τους επαναστάτες να κατεβαίνουν από τα υψώματα. Το 1870 ο Αυστριακός Ρεούφ Πασάς, γνωστός για πολλά και σημαντικά έργα στην περιοχή των Χανιών και για μια στάση αρκετά φιλελεύθερη, θα φροντίσει για την ουσιαστική προστασία της εισόδου του λιμανιού κατασκευάζοντας το εντυπωσιακό συγκρότημα και του οποίου τα Γερμανικά πυροβόλα Κρουπ, διασταύρωναν τα πυρά τους με εκείνα της απέναντι νησίδας, κάνοντας επιτέλους την είσοδο του Κόλπου απόρθητη. Το φρούριο από πάνω είχε πλέον σκοπό του να προστατέψει το συγκρότημα, που πήρε το όνομα Ιτζεδδίν, προς τιμήν του πρωτότοκου γιού του Σουλτάν Αζίζ. Η νησίδα γίνεται καθαρά στρατιωτικό οχυρό και εκκενώνεται από τους Οθωμανούς κατοίκους της. Για την εγκατάστασή τους αποξηραίνονται οι αλυκές στο μυχό του Κόλπου, όπου κτίζονται κατοικίες και άλλα δημόσια κτήρια. Η Τούζλα, όπως είναι γνωστή στην Τουρκοκρατία η περιοχή (σημαίνει και αυτό αλυκές)μετονομάζεται σε Αζιζιέ προς τιμήν του Σουλτάνου και γίνεται τιμής ένεκεν Δήμος.
Τα έργα που έγιναν συνδέονται με την πρόθεση του Σουλτάνου να μετατρέψει τον Κόλπο της Σούδας στο μεγαλύτερο Ναυτικό Κέντρο, το «Ναύσταθμο της Μεσογείου», όπως τον ονομάζει. Οι εγκαταστάσεις του στα ανατολικά του οικισμού της Σούδας παρουσιάζουν αρκετό ενδιαφέρον, αφού διασώζουν μέχρι σήμερα πολλά από τα αρχικά αρχιτεκτονικά του στοιχεία. Πάνω στη νησίδα μια σιδερένια σημαία με το Μισοφέγγαρο θα συμβολίζει την ψιλή Τουρκική επικυριαρχία στην Κρήτη στα χρόνια της Κρητικής Πολιτείας. Από τη Σούδα θα φύγει ο τελευταίος Τουρκικός στρατός και στη Σούδα θα γίνει η επίσημη υποδοχή του Αρμοστή Πρίγκηπα Γεωργίου. Τα πλοία του Στόλου των Ξένων Δυνάμεων θα γεμίζουν τον Κόλπο σε όλο το διάστημα αυτό, παρέχοντας την «προστασία» τους στους κατοίκους του νησιού. Τέλος στη νησίδα της Σούδας θα παιχτεί η προτελευταία τυπική πράξη της Eνωσης με την Ελλάδα, η κατάργηση και της Τουρκικής επικυριαρχίας το Φεβρουάριο του 1913.
Το λιμάνι της Σούδας έπαιξε μεγάλο ρόλο και για το Ελληνικό Κράτος μετά την Ένωση και ο «Ναύσταθμος της Μεσογείου» αποτελεί πάντα βασική μονάδα του Ναυτικού. Στα χρόνια της Γερμανικής κατοχής διαδραματίστηκαν στο λιμάνι σημαντικά γεγονότα και η άμυνά του ενισχύθηκε με νέα αμυντικά έργα, από τα οποία τα πιο ενδιαφέροντα είναι τα πυροβολεία και οι υπόσκαφες στοές αποθήκευσης πυρομαχικών έξω από το Κόκκινο Χωριό, στο λόφο Δραπανοκεφάλα, όπου μεταφέρθηκε ο έλεγχος της εισόδου στον κόλπο.
Τα διαχρονικά αυτά αμυντικά συστήματα και η σημασία του λιμανιού της Σούδας κάνουν επιτακτική την ανάγκη προστασίας και ανάδειξής τους σε ενδιαφέροντες επισκέψιμους χώρους, ακόμη και αν υπάρχουν κάποιοι περιορισμοί, λόγω του Ναυτικού Οχυρού και των ξένων βάσεων. Πιστεύω πως δεν είναι κάτι ακατόρθωτο. Κάποιες σχετικές ενέργειες είχαν γίνει στο παρελθόν με τη συνεργασία της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και του Δήμου Σούδας, όπως ήταν επεμβάσεις στο φρούριο της νησίδας, η αποκατάσταση του φρουρίου Κούλες του Σούμπαση στην Απτέρα (από τότε παραμένει κλειστό), καθώς και η ανάδειξη του αρχαιολογικού χώρου της Απτέρας που συνεχίζεται.
Δόθηκε η άδεια για περιορισμένη δυνατότητα επίσκεψης της νησίδας. Πολλές φορές στο παρελθόν έχω ασχοληθεί με το θέμα και οι παρεμβάσεις του τέως Δημάρχου κ. Γιάννη Περάκη έφεραν κάποια αποτελέσματα.
Πολλά όμως απομένουν να γίνουν-και θα πρέπει να γίνουν-ώστε τα μνημεία της Πολιτιστικής Διαδρομής που σώθηκαν, μεταξύ των οποίων και το Ιτζεδδίν (η αλήθεια είναι σε κακή κατάσταση) και συνδέονται με το λεγόμενο αμυντικό τουρισμό,να πάρουν το ρόλο τους σε επίπεδο σεβασμού της ιστορίας μας, αλλά και τουριστικής ανάπτυξης.
Το ανάλογο παράδειγμα στην περιοχή του Μπορντώ με το λεγόμενο «δίκτυο Vauban», που είναι στην UNESCO, θα πρέπει να προβληματίσει τους αρμόδιους φορείς της Κρήτης. Πριν από μερικά χρόνια εκδηλώθηκε εκ μέρους φορέων της Βενετίας, της περιοχής του Μπορντώ και του ειδικού οργανισμού για τον αμυντικό τουρισμό Eurofort έντονο ενδιαφέρον να περιληφθεί και το πρώιμο προμαχωνικό σύστημα τις Κρήτης σε ένα δίκτυο. Αν θυμούνται κάποιοι είχαν οργανωθεί και κάποιες ημερίδες και συζητήσεις πάνω στο θέμα αυτό εδώ στα Χανιά, χωρίς να υπάρξει συνέχεια από τη συνηθισμένη αδράνειά μας. Νομίζω πως είναι σκόπιμο να αρχίσει ένας νέος κύκλος συζήτησης με ευθύνη της Περιφέρειας Κρήτης και των Δήμων που εμπλέκονται. Ο ρόλος της Σούδας, με τη διαχρονική φόρτιση που έχει, είναι ξεχωριστός. Καλό θα ήταν να μην είναι μια περιοχή φορτωμένη μόνο με αρνητικές δεσμεύσεις, αλλά να αναδειχτεί και το «άλλο της πρόσωπο».
Παίρνω αφορμή να επανέλθω με την αναζωπύρωση του θέματος της διεκδίκησης της παραχώρησης και ανάδειξης του φρουρίου Ιτζεδδίν, που τέθηκε και πάλι από το ΚΚΕ εξαιτίας της μεταγενέστερης χρήσης του ως ενός χώρου ιστορικής μνήμης, μια ενέργεια πολύ σωστή.
Πιστεύω πως θα πρέπει να αντιμετωπιστεί και στη διάσταση που αναφέρω, ως ένα ακόμη βήμα στην ανάδειξη της ειδικής Πολιτιστικής Διαδρομής. Είναι απαραίτητη μια συζήτηση για τη χρήση, τη συντήρηση και λειτουργία του, δεδομένου ότι απαιτεί σοβαρές ενέργειες και δαπάνες, όχι μόνο η αποκατάσταση, αλλά και η οποιαδήποτε εξέλιξη υπάρξει.
Και εκεί η συνεργασία του Κράτους, των φορέων της Αυτοδιοίκησης και του Πολιτισμού είναι μια απαραίτητη προϋπόθεση. Και το Υπουργείο Εθνικής Άμυνας, που αναδεικνύει σε άλλες περιοχές της αμυντικά έργα του παρελθόντος, μπορεί να συμμετέχει στην προσπάθεια αυτή. Η όλη διαδικασία φυσικά δεν εξελίσσεται αυτομάτως, ένας μακροχρόνιος σχεδιασμός ωστόσο πάνω σε αυτή την κατεύθυνση, δεν βλάφτει. Κάποτε πρέπει να γίνεται και αυτό σε αυτό τον τόπο.