» Lize Spit (μτφρ. Κλαιρ Νεβέ, Εύη Σιούγγαρη, εκδόσεις Μεταίχμιο)
Η Εύα έχει φύγει από το χωριό που γεννήθηκε εδώ και χρόνια. Τη χρονιά που γεννήθηκε, το 1988, στο μικρό αυτό φλαμανδικό χωριό γεννήθηκαν μόλις τρία παιδιά: ο Λόρενς, ο Πιμ και η Εύα. Διάφορες εικασίες κυκλοφόρησαν τότε για να εξηγήσουν αυτό το παράδοξα χαμηλό αριθμό γεννήσεων. Οι τρεις τους, θέλοντας και μη, έγιναν φίλοι κολλητοί, οι τρεις σωματοφύλακες. Τα χρόνια κυλούσαν και η σχέση τους περνούσε από διάφορα στάδια, επηρεαζόμενη κυρίως από την ηλικία αλλά και τον έξω κόσμο, που τότε δεν έμοιαζε και τόσο μικρός παρότι ήταν μια μικρή κουκκίδα στον χάρτη. Κατά την εφηβεία τους όλα έγιναν πιο περίπλοκα, πιο άγρια, πιο οριακά. Το αίμα έβραζε, το σώμα ζητούσε, το μυαλό δούλευε σε υψηλές στροφές. Κάποια παιχνίδια δεν είναι αθώα, αφήνουν τραύματα, πληγές που δεν κλείνουν ποτέ. Η Εύα ζει στις Βρυξέλλες πια, επικοινωνεί αραιά και πού με τα αδέρφια της, ενημερώνεται για τα νέα του χωριού και της οικογένειας από ένα κοινό γκρουπ στο WhatsApp, στο οποίο μονολογεί ο πατέρας της, χωρίς κανείς ποτέ να του απαντάει, σαν να βγάζει κυβερνητικά ανακοινωθέντα αδιάφορα για τους περισσότερους πολίτες. Ένα πρωί ένα γράμμα θα φτάσει για εκείνη. Είναι από τον Πιμ.
Αγαπητέ/ Αγαπητή… Η διστακτική γραμμή άφηνε χώρο για το όνομά μου, γραμμένο με το χέρι. Όπως όλοι γνωρίζετε, ο Γιαν θα γιόρταζε αυτόν τον μήνα τα 30ά του γενέθλια, επιπλέον όμως εγκαινιάζουμε τις νέες μας εγκαταστάσεις παραγωγής γάλακτος, σχεδόν πλήρως αυτοματοποιημένες. Είναι η ευκαιρία να βρεθούμε για μια φιλική συγκέντρωση.
Όταν η Εύα έσκισε τον φάκελο και άνοιξε την πρόσκληση, ένα μείγμα συναισθημάτων την κατέκλυσε, ένα παράθυρο που ανοίγει από τον αέρα και αναταράζει το εσωτερικό του δωματίου. Ώστε ο Πιμ βρήκε τη διεύθυνσή μου, θα αναλογιστεί. Έβγαλε τα παπούτσια της να νιώσει την οικειότητα του ξύλινου πατώματος κάτω από τα πόδια της, να νιώσει την ασφάλεια του να είναι μόνη στο σπίτι της. Εκείνο που η πρόσκληση έλεγε στην πραγματικότητα ήταν πως το μνημόσυνο του Γιαν, του μεγάλου αδερφού του Πιμ, που χάθηκε τόσο νέος, όταν εκείνοι ήταν ακόμα παιδιά, είναι μια τέλεια αφορμή για τα εγκαίνια μιας νέας γαλακτοκομικής μονάδος, το μάρκετινγκ όρια δεν γνωρίζει. Κάνει μια χάρτινη μπάλα τον φάκελο και την πρόσκληση και τα στέλνει να βρουν τη θέση τους δίπλα στις πατατόφλουδες της χτεσινής ημέρας. Τελικά, όμως, θα αποφασίσει να πάει. Φορτώνει ένα τεράστιο κομμάτι πάγου στο πίσω κάθισμα του αυτοκινήτου και ξεκινά.
Η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Εύας εναλλάσσεται χρονικά ανάμεσα στο σήμερα του ταξιδιού της μέχρι τη φάρμα του Πιμ και στο παρελθόν, καθώς τα κεφάλαια διαδέχονται το ένα το άλλο, σε μια διακεκομμένη αφήγηση. Και δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, καθώς χωρίς όλες εκείνες τις αναλήψεις, όλα εκείνα τα κομμάτια του παζλ από το παρελθόν, η απόφαση της Εύας να φορτώσει ένα τεράστιο κομμάτι πάγου στο αμάξι και να κατευθυνθεί προς τα εγκαίνια της φάρμας του Πιμ δεν θα είχε ουσιαστικό βάρος, θα έμοιαζε κάπως υπερβολική, κάπως εξεζητημένη στα μάτια του αναγνώστη, ένα απλό συγγραφικό εύρημα χωρίς ιδιαίτερη αξία. Αν δεν ξέρει κανείς την ιστορία κάποιου, δύσκολα μπορεί να αντιληφθεί την ανάγκη του για εκδίκηση, εύκολα αναφωνεί: υπερβολές. Και είναι η ανάγκη της για εκδίκηση αυτή που οδηγεί την Εύα ως εκεί, που δίνει την απαιτούμενη ένταση στην αφήγησή της. Η Εύα πρέπει να διηγηθεί αυτή την ιστορία. Όμως, το οικοδόμημα αυτό προς την ενσυναίσθηση πρέπει να χτιστεί κομμάτι κομμάτι, με υπομονή και οργάνωση, κάτι το οποίο στην αρχή δημιουργεί αναπόφευκτα μια αίσθηση αποπροσανατολισμού στον αναγνώστη, καθώς τα στιγμιότυπα από το παρελθόν μοιάζουν άσχετα μεταξύ τους. Αρκεί να δείξει κανείς λίγη υπομονή όμως, να δώσει λίγο χρόνο στην Εύα να αφηγηθεί την ιστορία της, αφού μόλις τα κομμάτια αρχίσουν να μπαίνουν σε σειρά, όλα θα αποκτήσουν βαρύτητα και νόημα.
Η Σπίτ χειρίζεται πολύ καλά το υλικό της. Αξιοποιεί τη φαντασία και την ευρηματικότητά της. Δεν βιάζεται να αποκαλύψει όλα της τα χαρτιά, αλλά ταυτόχρονα δεν επιθυμεί να κοροϊδέψει τον αναγνώστη κρύβοντάς του στοιχεία και καταφεύγοντας σε υπερβολικές συμπτώσεις και λύσεις. Δεν καταφέρνει απλώς να διατηρήσει αναλλοίωτο το ενδιαφέρον, αλλά ολοένα και ανεβάζει τις στροφές, τρέφοντας την ανάγκη του αναγνώστη να διαβάσει λίγο ακόμα, ώσπου να διαβάσει απνευστί τις τελευταίες εκατό περίπου σελίδες. Δεν μπορώ να ξέρω κατά πόσο υπάρχει βιογραφική διάσταση ανάμεσα στα πρόσωπα και τα γεγονότα, μπορώ όμως να αποδώσω τα εύσημα για τη ρεαλιστικότητα της γραφής, και ιδιαίτερα για τον τρόπο με τον οποίο αποτυπώνει την ψυχοσύνθεση των παιδιών, τον τρόπο με τον οποίο περιγράφει τη σκληρότητα της παιδικής ηλικίας, την παρενόχληση μέσω του παιχνιδιού, την εύθραυστη εφηβεία. Υπάρχει ένας δευτερεύων χαρακτήρας στο βιβλίο αυτό που μένει βαθιά χαραγμένος στον αναγνώστη, και αυτό όχι γιατί οι υπόλοιποι χαρακτήρες δεν είναι δυνατοί και ολοκληρωμένοι, αλλά γιατί η Τέσι, η μικρή αδερφή της Εύας, ανήκει σε εκείνη την κατηγορία των ανθρώπων με ειδικές και ξεχωριστές ικανότητες, οι οποίοι δυσκολεύονται να διαχειριστούν την ήδη περίπλοκη πραγματικότητα που τους περιβάλλει.
Το φτυάρι αποτελεί την ιστορία μιας σειράς ενηλικιώσεων με κεντρική εκείνη της Εύας. Η Σπιτ καταφέρνει να μπολιάσει μεγαλύτερες και μικρότερες ιστορίες στο κυρίως σώμα της πλοκής, χωρίς να πλατειάσει άσκοπα, χωρίς να παρεκκλίνει από τον βηματισμό της, πετυχαίνοντας με τον τρόπο αυτό να αποτυπώσει μια ολόκληρη εποχή, να ανοίξει το εύρος της παρατήρησης, να συμπεριλάβει τεκμήρια αθωότητας και ενοχής, να αναφερθεί στη χωρίς πρόθεση βία. Φλερτάρει με τη συναισθηματική καθοδήγηση αλλά δεν πέφτει στην παγίδα του συναισθηματικού εκβιασμού. Η ιστορία της είναι αρκετά δυνατή, κάτι το οποίο ξέρει καλά. Έτσι, εκείνο που πρέπει να κάνει η Σπιτ είναι να την αφηγηθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, πρόκληση την οποία ξεπερνάει με άνεση σ’ ένα μυθιστόρημα το οποίο θα ήταν άδικο να περιοριστεί κάτω από την ταμπέλα του θρίλερ ή της ιστορίας μυστηρίου, καθώς είναι πολλά περισσότερα.
Μεγάλη έκπληξη αυτό το βιβλίο, το οποίο σχεδόν τυχαία έπεσε στα χέρια μου και ξεπέρασε την οποιαδήποτε προσδοκία είχα γι’ αυτό. Σκληρό όπως η κάθε παιδική ηλικία, το ντεμπούτο της γεννημένης στο Βέλγιο συγγραφέως αξίζει να μην περάσει απαρατήρητο.