Βρέθηκα στην Αθήνα για δουλειές μέσα Αυγούστου. Αύγουστος και οι Μεγαλουπόλεις στα σημεία που δεν διαθέτουν τουρισμό είναι άδειες από κόσμο και αυτοκίνητα.
Έφυγαν οι άνθρωποι, μπαΐλντισαν που λέμε (σε άπταιστα Ελληνικά) και πήραν τα βουνά και τις θάλασσες. Φεύγοντας πήραν μαζί τους τη φασαρία, την ηχορύπανση και τη ρύπανση της πόλης γενικά. Έφυγαν μπας και ξεκουραστούν μια στάλα και γυρίσουν να αντέξουν την παλιοζωή που ΄φτιάξαν γι’ αυτούς και τα παιδιά τους. Πήγαν στα χωριά και τις παραλίες, να τις γεμίσουν κι εκεί σκουπίδια και να γυρίσουν πάλι. Όχι μην το παρεξηγείτε, το πρώτο πράγμα που παράγει ο άνθρωπος όπου κι αν πάει είναι σκουπίδια. Σκεφτείτε το λιγάκι, μόλις φτάσεις, μια σοκολάτα να ανοίξεις, μόλις παρήγαγες σκουπίδια. Απλά το θέμα είναι πώς τα διαχειρίζεται ο καθένας τα σκουπίδια του.
Πήρα ένα ταξί να πάω στο σπίτι με κάτι ψώνια λοιπόν και ρώτησα κάτι τον ταξιτζή, έτσι για να έχουμε κάτι να λέμε. «Πώς και δεν έφυγες για διακοπές;» τον ρώτησα. Δεν έφυγα, μου είπε, γιατί δεν μου αρέσει ο κόσμος και βαρέθηκα να τον βλέπω! Και συνέχισε, όταν με το καλό γυρίσουν κατά τον Σεπτέμβρη, μόλις βεβαιωθώ ότι γύρισαν και οι τελευταίοι, τότε θα φύγω για καμιά εικοσαριά μέρες.
Τέλεια σκέφτηκα, ο αναχωρητισμός και ο μοναχισμός στις πόλεις! Γιατί; Δεν βλέπετε ομοιότητες της φιλοσοφίας του οδηγού με αυτή των αναχωρητών που φεύγουν από τον κόσμο και γίνονται μοναχοί; Φεύγουν από την ερημία των πόλεων και πάνε να ζήσουν στην κοινωνία της ερήμου. Ο καθένας βέβαια για τους λόγους του. Αυτό λοιπόν που μου είπε ο οδηγός του ταξί, είναι ένα είδος (αναχωρητισμού), που επινόησε φαίνεται ο άνθρωπος για να αντέξει τη ζωή που έφτιαξε.
Ε, αντί να απαρνηθεί τον κόσμο, να πάρει τα βουνά και να γίνει ασκητής, απλά αποφεύγει τον κόσμο. Όπου συνωστισμός, ο ταξιτζής απών!
Ο ΜΥΘΟΣ ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ
Χαίρε άνθρωπε, πολυμήχανε, πανέξυπνε Οδυσσέα, κατακτητή της Τροίας, ξεχωριστέ μεταξύ των Βασιλιάδων της Ελλάδας. Το αντάλλαγμά σου είναι η Οδύσσεια που σου επιφύλαξε ως αποτέλεσμα, η απόφαση να πας στην μάχη. Καλή η μάχη, δεν λέω, απαραίτητη στον παραγωγικό άνθρωπο, αλλά να γίνεται για σοβαρούς λόγους, όχι για μια όμορφη που τη ΄λέγαν Ελένη, να σκοτωθούν τόσες χιλιάδες κόσμου! Να παλέψουμε στη ζωή, να αγωνιστούμε για σοβαρούς λόγους, να υποστηρίξουμε με φόρους και εισφορές το Κράτος. Αλλά όταν γυρίσουμε μετά από χρόνια στην Ιθάκη, μετά την οδύσσεια του βίου, να βρούμε ένα αντίκρισμα, μια ανταπόδοση και να μας αναγνωρίσουν κάτι από τους αγώνες μας. Να μη μας αναγνωρίσει μόνο ο Άργος ο σκύλος μας και ο τυφλός υπηρέτης, που δηλώνει τη στραβομάρα του κράτους για κάθε Οδυσσέα που το ίδιο το κράτος τον έστειλε στην Τροία. Του λέει δηλαδή το κράτος σε γνωρίζω ΑΛΛΑ ΔΕΝ ΣΕ ΒΛΕΠΩ!!!
Αυτά φαίνεται σκεφτόταν ο ταξιτζής μου και δεν ήθελε να βλέπει άνθρωπο. Κι εμένα εδώ που τα λέμε, με το ζόρι με ανεχόταν. Καλέ μου φίλε ταξιτζή, δεν σου κρατάω μούτρα. Αυτήν την πόλη που τη λένε Αθήνα, ξέρεις ότι παλιά ήταν μια πανέμορφη κοπέλα που όμοια της δεν υπήρχε. Γράφτηκαν τραγούδια και ύμνοι γι’ αυτήν. Μετρά 3.000 χρόνια ιστορίας τουλάχιστον και κάθε χρόνο γινόταν όλο και πιο όμορφη. Σήμερα η αγάπη των (πτωχών) της Ελλάδος, που έδωσαν από το υστέρημά τους και έκαναν χώρο και για άλλους πιο φτωχούς συνανθρώπους μας, την έκανε έτσι άσχημη, άχρωμη και κακομούτσουνη. Από τους αρχαίους χρόνους η Ελλάδα δεχόταν επισκέπτες για σπουδές από όλες τις φυλές και όλα τα κράτη. Έρχονταν, σπούδαζαν και έφευγαν, έχοντας πάρει το χρώμα της Ελλάδας, το χρώμα του πολιτισμού. Δεν έφερναν να βάψουν με το δικό τους χρώμα τους δρόμους και τα μάρμαρά μας. Σήμερα που τέλειωσε ο πολιτισμός και η γνώση, δεν έχουμε χρώμα δικό μας.
Υπάρχουν ελπίδες βέβαια γι’ αυτήν. Λένε ότι κάποιοι πολύ πλούσιοι άνθρωποι μπήκαν μπροστά, όχι με τα στήθη τους, αλλά με τα λεφτά τους και αγόρασαν όλα τα ακίνητα στο κέντρο σε τιμές Κολοπετινίτσας. Θα αναβαθμίσουν λέει τις περιοχές και θα αποκτήσουν τιμές Κολωνακίου. Τους εύχομαι καλή επιτυχία στα σχέδιά τους. Α, και να μην ξεχάσω να τους πω ότι τον τελευταίο Αθάνατο, τον Αχιλλέα, τον χάσαμε στην Τροία και είμαστε θνητοί πια όλοι, και ουδείς γνωρίζει το τέλος του. Κουράγιο φίλε μου ταξιτζή, κουράγιο, πρέπει να ήσουν γύρω στα εξήντα, ίσως λίγο πιο μεγάλος από τον Οδυσσέα όταν γύρισε στην Ιθάκη. Εύχομαι όταν θα γυρίσεις κι εσύ στην Ιθάκη σου, να ξεστραβωθεί ο υπηρέτης που τον υπηρετούσες τόσα χρόνια. Κι όταν θα έλθει η σειρά του να σε υπηρετήσει κι αυτός, να μην το αρνηθεί. Ένα πλύσιμο των ποδιών δεν αρκεί, είναι πολλές οι πληγές που θέλουν επούλωση!