…κληροδότηµα της αποικιοκρατίας και ιστορική αφετηρία της σηµερινής τραγωδίας
Ασφαλώς υπήρχε κάποτε, στο βάθος των αιώνων, µια θρησκευτική και εθνική κοινότητα, που ονοµαζόταν Ισραήλ. Όµως, η ιστορία αυτής της κοινότητας είναι η ιστορία µιας αποσύνθεσης είκοσι πέντε αιώνων. Πρώτα έχασε την κυριαρχία της µε την αιχµαλωσία της στη Βαβυλώνα, ακολούθησε η περσική κυριαρχία και στη συνέχεια η ρωµαϊκή κατάκτηση. Το αποτέλεσµα εύλογα δηµιουργεί συνειρµούς για ενδεχόµενες γεωγραφικές κατάρες. Η γεωγραφική θέση της Παλαιστίνης, σηµείο συνάντησης όλων των αρχαίων εµπορικών οδών, πιεσµένη από πανίσχυρες αυτοκρατορίες, είναι χωρίς αµφιβολία η επαρκής εξήγηση γι΄ αυτήν τη σταδιακή παρακµή.
Ο θρησκευτικός δεσµός του ιουδαϊσµού και η κουλτούρα που απορρέει από αυτόν – µε τη δική της πνευµατική αξία και στον πολιτισµό – πήρε το νόηµα και την αξία ενός εθνικού δεσµού µεταξύ των εβραίων της διασποράς, που ακολούθησε και αυτών που παρέµειναν στη γη τους. Όµως, οι τόσοι αιώνες ∆ιασποράς συνεπέφεραν και την καθαγιασµένη από τον χρόνο αποδυνάµωση τόσο των κοινών παραδόσεων, όσο και των συλλογικών δεσµών.
Την κυρίαρχη ωστόσο διάβρωση των είκοσι αιώνων διασποράς, την υπέστη αυτός καθαυτός ο ιουδαϊσµός · αυτό που πραγµατικά συγκροτεί τον Εβραίο · αποµένοντας ό,τι συναποτελεί τη σχέση της εθιµοτυπίας και της ευπρέπειας.
Με τον τρόπο αυτόν, η εβραϊκή κοινότητα, η οποία αρχικά ήταν εθνική και θρησκευτική µε την απώλεια, εκ των πραγµάτων, των συγκεκριµένων χαρακτηριστικών, πήρε τη µορφή µιας αφηρηµένης ιστορικής κοινότητας, που συνδιαµόρφωσε τη λεπτή διάκριση ανάµεσα στον ισραηλίτη που δηλώνει θρησκεία και καταγωγή και παραπέµπει στον κοινώς γνωστό όρο “Εβραίος” – µε όποια και αν είναι η σχέση του µε την εβραϊκότητά του – και στον ισραηλινό, που σηµαίνει υπηκοότητα και µόνο. Αυτό που τελικά καθορίζει την ισραηλίτικη εβραϊκή συνείδηση είναι η αίσθηση του ανήκειν σε µία ευρύτερη θρησκευτικο-πολιτισµική κοινωνία µε έναν πνευµατικό δεσµό πολιτισµού και αλληλεγγύης.
Η διάκριση αυτή έχει µία αλλόκοτα σηµαντική σχέση µε όλα αυτά που συµβαίνουν στη Μέση Ανατολή. Με την έννοια αυτή υπάρχουν και σήµερα ακόµη πολλοί ισραηλινοί πολίτες που δεν είναι εβραίοι · είναι µουσουλµάνοι, χριστιανοί, αραβόφωνοι ή και άλλων θρησκειών και εθνοτήτων.
Η µοιραία αυτή σύγχυση των όρων και εννοιών της πολιτισµικής ταυτότητας, της καταγωγής και της υπηκοότητας, δηµιούργησε µία επικίνδυνη και τερατώδη θεωρία “περί καθαρόαιµων λαών”, η οποία χρησίµευσε στους Ναζί ως δικαιολογία του ολοκαυτώµατος και το οποίο στη συνέχεια αποτέλεσε την αφορµή, που καθιστούσε πλέον αδύνατη την άρνηση δηµιουργίας ενός εβραϊκού κράτους, εµµονικού στόχου των εβραίων, που εννοιοποιείται, κατά έναν τρόπο, στα νοήµατα από τη “∆ίκη” του ισραηλίτη Κάφκα.
Η συνόψιση των θεµελιωδών γεγονότων, που διαµόρφωσαν την εξέλιξη του Μεσανατολικού Ζητήµατος ή αραβοϊσραηλινής σύγκρουσης περικλείει τη διακήρυξη του Βρετανού υπουργού εξωτερικών Λόρδου Μπάλφουρ, το 1917, περί δηµιουργίας ενός εθνικού κράτους για τους εβραίους και η λήξη του Β’ παγκοσµίου πολέµου το 1945.
Είναι αυτά που σηµατοδοτούν τις απαρχές, αλλά και τη διόγκωση του Μεσανατολικού Ζητήµατος και αποτυπώνουν ταυτόχρονα τη νεωτερική διάχυση της εθνικής ιδεολογίας, που τροφοδοτεί ρεύµατα σκέψης, τόσο µεταξύ της εβραϊκής διασποράς, όσο και των εθνοτικών αραβικών κοινοτήτων εντός της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας για ανεξάρτητα κράτη.
Αυτό που εκπλήσσει ως γεγονός είναι ότι από τότε µέχρι σήµερα έχουν επέλθει ανεπαίσθητες µεταβολές στα βασικά δεδοµένα. ∆ύο λαοί οι Παλαιστίνιοι και οι Εβραίοι διεκδικούν την ίδια γη · της Παλαιστίνης: Οι πρώτοι διότι θεωρούν τον εαυτό τους, απογόνους των Χαναναίων και των Φιλισταίων και οι δεύτεροι διότι διεκδικούν τα βιβλικά τους εδάφη, τη Σιών, τη Γη της Επαγγελίας, τον τελικό τους προορισµό πριν την έλευση του Μεσσία.
Ο σιωνισµός και ο αραβικός εθνικισµός αρχικά αναπτύσσονται στο περιβάλλον κυριαρχίας των Ευρωπαϊκών Μεγάλων ∆υνάµεων και οι επιδιώξεις τους αντιβαίνουν στα βρετανικά και γαλλικά συµφέροντα στην περιοχή, µεταξύ των οποίων και η διαφύλαξη των εµπορικών οδών προς την Ινδία και την Άπω Ανατολή. Ο Α΄ Παγκόσµιος Πόλεµος, η βρετανική ανάµειξη στην αραβική εξέγερση κατά της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, η διακήρυξη Μπάλφουρ σκιαγραφούν το διπλωµατικό παιχνίδι των ισχυρών, αλλά και τη µελλοντική αντιπαράθεση των εθνικών πόλων, που διαφαινόταν.
Επιπλέον η περίοδος της Βρετανικής Εντολής στην Παλαιστίνη κατά τις δεκαετίες του 1930 και 1940, που διαµόρφωσε τις συνθήκες για τη µετέπειτα σύγκρουση, όπως και η κρίσιµη καµπή του 1948, που συνδέεται µε την ίδρυση του Ισραήλ εν µέσω του πρώτου αραβοϊσραηλινού πολέµου, αλλά και µε τη “Νάκµπα” την “Καταστροφή” για τους παλαιστινίους, θεωρούνται εξόχως σηµαντικές για να γίνει κατανοητή η τελευταία πεντηκονταετία. Η προσφυγιά των παλαιστινίων, που ακολούθησε τη Νάκµπα, παραπέµπει στις εµπειρίες του Ελληνισµού από τη Μικρασιατική Καταστροφή.
Αυτό που σήµερα είναι εξαιρετικά παράδοξο είναι το ότι ενώ το ισραηλινό κράτος διαβεβαιώνει ότι το πολίτευµά του είναι δηµοκρατικό και ότι όλοι οι εβραίοι και µη εβραίοι υπήκοοι πολίτες του, έχουν τα ίδια δικαιώµατα, παραταύτα το επίσηµο Ισραήλ επιµένει στην ταυτότητά του, ως “εβραΐκού κράτους” Αυτό θυµίζει παράξενα τον ρόλο της θεσµικής θρησκείας στην οικοδόµηση του ελληνικού κράτους και τη Συνθήκη της Λωζάνης έναν αιώνα αργότερα, κατά την οποία η θρησκεία παρέσχε θεσµοποίηση στην ανταλλαγή των πληθυσµών, µε µόνο κριτήριο τη θρησκευτική ταυτότητα.
Η δυσάρεστη αλήθεια, που προκύπτει ως συµπέρασµα, είναι ότι η βρετανική αποικιοκρατία διαµόρφωσε και για τις δύο πλευρές ένα γεωπολιτικό ναρκοπέδιο, που αποτέλεσε την ιστορική αφετηρία για τη σηµερινή τραγωδία · µία τραγωδία όπου η εµµονική αναζήτηση εκδίκησης σε κάθε περιστατικό βίας προοιωνίζεται όλο και πιο αποτρόπαιες εξελίξεις. Έχει σηµασία ωστόσο να καταστεί σαφές το πόσο απεχθής ήταν η επίθεση της Χαµάς και να την καταδικάσουµε χωρίς προσχήµατα. Μπορώ να υποθέσω ότι την καταδικάζουν εξίσου και πολλοί παλαιστίνιοι, που βρίσκονται µακριά από την ανατριχιαστική κυριαρχία της.
Είναι ωστόσο επιβεβληµένο να απορρίψουµε µε το ίδιο σθένος και την ολοένα και πιο αφόρητα εξουσιαστική και καταπιεστική πολιτική του Ισραήλ απέναντι στους παλαιστίνιους, που γεννά τη δίψα της αιµατηρής επίθεσης, η οποία µε τη σειρά της υποθάλπει τη λυσσαλέα αντεπίθεση των ισραηλινών, που διογκώνει το αντιεβραϊκό µίσος και µε αυτόν τον τρόπο δηµιουργείται µία διελκυστίνδα εκδίκησης, µίσους και αίµατος.
Η ένταση του αντιεβραϊκού µίσους είναι τόσο µεγάλη και η δύναµή του τόσο στοιχειακή ώστε σβήνει τελείως κάθε διάκριση ανάµεσα σε ισραηλινούς ή απλώς ισραηλίτες. Ο κίνδυνος, στο σηµείο αυτό, είναι φανερός · οι πανταχού εβραίοι δηλαδή οι µη ισραηλινοί, ισραηλίτες, παρότι δεν έχουν καµία σχέση ούτε και ενδιαφέρονται να έχουν µε την ισραηλινή υπηκοότητα, εντούτοις νιώθουν ότι δε θα είναι ποτέ ήσυχοι, ποτέ ασφαλείς στον κόσµο ολόκληρο και θα φοβούνται για τη ζωή τους όσο θα επικρατεί αυτή η σύγχυση των όρων και τα αντικειµενικά σηµάδια της κοινής τους καταγωγής.
Είναι εξόχως σηµαντικό να τονίσουµε ότι ούτε η “εξαφάνιση” του ισραηλινού κράτους είναι σκόπιµη και εφικτή, αλλά ούτε και το ενδεχόµενο συνέχισης της χωρίς έλεος σφαγής των παλαιστινίων, πρόκειται να φέρει κατευνασµό και ειρήνη στο Ισραήλ ή δικαιοσύνη κάπου. Παλαιστίνιοι και Ισραηλινοί είναι θύµατα µιας ιστορίας, που είναι γέννηµα ενός ανορθολογικού γάµου έθνους και κράτους, κληροδότηµα της αποικιοκρατίας και των διχασµών της εποχής της. Ένα κράτος, πρέπει να τονιστεί, δεν είναι κατ’ ανάγκην εθνικό. Όταν το κράτος γίνεται “εθνικό” και η διακυβέρνηση έχει ανατεθεί σε ακραίους εθνικιστές, που δε διαθέτουν την καταλληλότητα να αντιληφθούν αυτό που συµπυκνώνεται στη σοφία της πλατωνικής σκέψης “η λογική κυβερνάει τα πάθη”, τότε είναι ορατός ο κίνδυνος ρατσιστικοποίησής του και άρνησης της διαφορετικής πολιτισµικής ταυτότητας.
Μόνο αν γίνει αποδεκτό ότι η διακυβέρνηση µιας χώρας δε συνεπάγεται αναγκαστικά την πολιτισµική οµοιογένεια των πολιτών της και ότι το κράτος, ως ένα γραφειοκρατικό οικοδόµηµα, πρέπει να έχει ακλόνητα στον πυρήνα του την υποχρέωση της προστασίας όλων των πολιτών ανεξαιρέτως, µπορούµε να αποτρέψουµε τους πολέµους και τις σφαγές. Είναι µία προοπτική ασυµβίβαστη µε την εξελισσόµενη πραγµατικότητα, αλλά έχουµε το θάρρος της τόλµης να ελπίζουµε!
*Η Αικατερίνη Μπέζα – Τσουρουπάκη είναι συµβολαιογράφος