Τον Οκτώβριο του 1940, κι ενώ το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης είχε εμπλακεί στη δίνη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η Ελλάδα διατηρούσε την ουδετερότητά της. Η Ιταλία, επισήμως στο πλευρό της Γερμανίας από τον Ιούνιο του ίδιου έτους, είχε κάνει σαφή τα επεκτατικά σχέδιά της στη Μεσόγειο και, συνακόλουθα, τις απειλητικές της διαθέσεις εναντίον της Ελλάδας, με αποκορύφωμα τον τορπιλισμό του ευδρόμου «Έλλη», στις 15 Αυγούστου 1940. Η ιταλική επίθεση ήταν πλέον θέμα χρόνου.
Στις 0300 της 28ης Οκτωβρίου 1940, ο Ιταλός πρεσβευτής στην Αθήνα Emanuele Grazzi επέδωσε στον Έλληνα Πρωθυπουργό, Ιωάννη Μεταξά, τελεσίγραφο της ιταλικής κυβέρνησης αξιώνοντας την ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων και τη στρατιωτική κατάληψη στρατηγικών σημείων της ελληνικής επικράτειας.
Η απόρριψη των ιταλικών απαιτήσεων ήλθε διά στόματος του Έλληνα πρωθυπουργού με τη φράση: “Alors, c’est la guerre!” («Λοιπόν, έχουμε πόλεμο!»). Αμέσως ακολούθησε γενική επιστράτευση με τη διαταγή για «ἀντίστασιν μέχρις ἐσχάτων».
Στις 0530, μισή ώρα πριν από την εκπνοή του ιταλικού τελεσιγράφου, τα ιταλικά στρατεύματα εκδήλωσαν αιφνιδιαστική επίθεση εναντίον των ελληνικών τμημάτων προκαλύψεως της ελληνοαλβανικής μεθορίου, σηματοδοτώντας την επίσημη κήρυξη του Ελληνοϊταλικού Πολέμου. Ο Ελληνικός Στρατός, αντιμετωπίζοντας με τόλμη τις μέχρι τότε αήττητες δυνάμεις του Άξονα, έμελλε να γράψει μια από τις πιο λαμπρές σελίδες στην ένδοξη Ιστορία του Έθνους.