Aλλαξα πολλά βλέμματα πριν σε βρώ. Γιασεμί της ερήμου. Κι ήταν όλα, λες, που έβγαιναν μέσα από την ομίχλη.
Μακρινών λιμανιών, που δε νοστάλγησα από τότε. Κα’ί’κι σε θύελα, ο νους. Ψάχνει απάγγειο. Μέσα στις μορφές του Μορφέα. Που έρχονται και φεύγουν, καθώς το φως. Κάθε λιόγερμα. Κι είναι το σκοτάδι, μελάνι, με μιά στάλα αίμα και ένα πέταλο από τριαντάφυλλο. Κι ύστερα λες, πως ξέχασα πιά πως μοιάζεις. Λες και δε σε γνώρισα ποτέ μου.
Λες και δε ταξίδεψα ποτέ, στις ερήμους σου, καθώς και στις δικές μου. Μα, ξέρω πως, ίσως δε θα ξαναντικρύσω το Νότο και την αλμύρα του, όπως τον έννιωθα. Άλλος είμαι τώρα. Όπως άλλος είναι και ο Νότος. Άλλαξα πολλά βλέμματα για να σε βρώ. Κι ίσως ακόμα ψάχνω. Μέσα στα βότσαλα πάνω σ’ ένα περβάζι, με βασιλικά και γαρύφαλα.
Κι είναι λες, η κανέλα και το μοσχοκάρφι, που μ’ έχουν στοιχειώσει. Καθώς ο δρόμος ήταν, μακρύς. Κι ίσως ακόμα να ‘ναι άλλος τόσος. Μέχρη τις πηγές του ποταμού των δακρύων και των κέδρων. Θα ‘θελα να ‘χω άλλα τόσα βλέμματα να ψάχνω. Τα κρυμμένα σπήλια στις άκρες των ριζίτικων τραγουδιών.
Στις άκρες του δαντελένιου γέλιου σου. Και μετά να σκαρφαλώσω στην μυρωδιά του θυμαριού. Που χάνεται, μέχρι εκεί που αρχίζει η έρημος. Εκεί στο Νότο. Με τα κάστρα που γυρνούν κάθε Μαη, οι Δροσουλίτες.
Στην άκρη του λυκόφωτος. Στην άκρη της αυγής. Άκρη άκρη στο πέλαγο, με τις γοργόνες και τις χαμένες πυγολαμπίδες, που άστρη γίνανε τώρα. Άλλαξα πολλά βλέμματα πρίν σε βρω. Γιασεμί της ερήμου.