Μια εμπειρία που ’ζησα παιδάκι και θυμούμαι
ρίμα την κάνω σήμερα και σας τη διηγούμαι.
Ητανε μέρα τση Λαμπρής η πιο μεγάλη σκόλη
και στου παππού το σπιτικό, μονομεριάσαμ’ όλοι.
Το Πάσχα να γιορτάσουμε, μαζί παιδιά κι εγγόνια,
λίγο μετά τση κατοχής, τα δύσκολα τα χρόνια.
Πλούσιο το Πασχαλινό, εστρώθηκε τραπέζι
οι συγγενείς τρωγόπιναν και τα παιδία παίζει
Στο τέλος μας εβγάλανε, τα Λαμπροκαλιτσούνια,
απ’ το παλιό ξυλόφουρνο και σπάσαν τα… ρουθούνια.
Οι παριστάμενοι πολλοί, δυο για τον καθένα
τα λίγα π’ απομείνανε, τα’ χανε στερεμένα.
Μέσα καθόμαστ’ όλοι μας, ως τ’ απογεματάκι
που βγήκαμε εις την αυλή και το μακρύ σοκάκι.
Τα ζώα έπρεπ’ ο παππούς, να πα’ να κατασιάξει
και έφυγε κάποια στιγμή, τα ρούχα ντου ν’ αλλάξει.
Εφερε και το γάιδαρο, για να τον σομαρώσει
να πάει στο Βαθύριμο, που του χ’ αγάπη τόση.
Μα μόλις από δίπλα του, επέρασε το βόδι,
μεταπατεί το ζωντανό και μου πατεί το πόδι.
Μια πρόκ’ απ’ το παπούτσι μου, εβγήκ’ από τη σόλα
στο πόδι μου καρφώθηκε και σκοτεινιάσαν όλα.
Από τον πόνο έβγαλα φωνή πολύ μεγάλη
και στη στιγμή εβρέθηκα στης μάνας την αγκάλη.
Το αίμα επλημμύρισε, εις το παπούτσι μέσα
κι ο τέτανος καραδοκεί, ποτέ δεν έχει μπέσα.
Τρέξανε όλοι δίπλα μου, μικρό ‘μουνα παιδάκι
και ο παππούλης έκοψε απ’ την ελιά κλαδάκι.
Εφώναξε και τη γιαγιά, το λύχνο να ανάψει
και να τον φέρει στην αυλή, κάτ’ ήθελε να κάψει.
Στο μεταξύ μου πλύνανε το πόδι από κάτω
και καθαρίσανε καλά, τα ίχνη των αιμάτω.
Την άκρη του κλαδιού μετά, εβούτηξε στο λάδι
του λύχνου και το σίμωσε, σε αφουνάρας… χάδι.
Αφού τσιτσίρισε πολύ, ζεμάτισε το πόδι
επάνω στη λαβωματιά κι έσκουξα σαν το βόδι.
Ομως σε δευτερόλεπτα, επέρασε ο πόνος
και γλύκανε το τραύμα μου, το ένοιωσα και μόνος.
Μου δώσαν για καλόπιασμα κι άλλο καλιτσουνάκι
πιο νόστιμο μου φάνηκε κι έφθασε πια βραδάκι.
Με τα ποδάρια φύγαμε, μα όπως περπατούσα
καθόλου δεν μ΄ ενόχλησε, το τραύμα στην πατούσα.
Εκτοτ’ ό,τι κι αν μου’ τυχε, τον είχα ‘γω τον τρόπο,
που μοιάζει και μ’ εμβόλιο, στο σώμα των ανθρώπω.
Ζαλίζει τα μικρόβια, λίγο προτού να δράσουν
και πέφτουν τ’ αντισώματα και τα κατασπαράσουν.
Γι’ αυτό ποτέ δεν έκανα, εμβόλιο τετάνου,
το γιατροσόφι του παππού, μετράει παραπάνου.