Εκείνη τη μέρα την ανοιξιάτικη του 1941, στάθηκε μπρος στη πόρτα της μικρής της κάμαρας στο χωριό, ένας κοντινός ξάδελφος και καλός γείτονας. Εκείνη καθόταν μπρος στη μηχανή και πάλευε να ξηλώσει μια παλιά δαντέλα, που της την είχαν φέρει, για να χρησιμοποιήσει την κλωστή της στο γάζωμα…
Τον είδε λίγο διστακτικό, σηκώθηκε, πήγε προς τη πόρτα και τον προσκάλεσε μέσα. Κάποιο παντελόνι του θα είχε φέρει σίγουρα! Και θα έπρεπε τώρα αυτή να το ξηλώσει -αφού δεν ήξερε να ράβει ανδρικά ρούχα- να το βάλει πάνω στο πανί, να βγάλει το πατρόν για το καινούργιο, και να ξαναγαζώσει το παλιό. Κανένα φθηνό ύφασμα σίγουρα της έφερνε, που θα ζάρωνε και θα τη βασάνιζε! Ή αντιθέτως κάποιο ξεχασμένο καραβόπανο που θα την άφηνε με χιλιο-τρυπημένα απ’ τις καρφίτσες δάχτυλα…
Βλέπεις τα πάντα έγιναν δυσεύρετα στις μέρες μας. Κι αυτή με σκληρή δουλειά, όλη μέρα καθιστή στη ραπτομηχανή, μόνο λίγο φαγάκι εξοικονομούσε για τα παιδιά…
Τον κάλεσε μέσα το ξάδελφο, δεν κουνούσε αυτός και τα χέρια του σαν να ‘τρεμαν.
«Άννα…» είπε κάποτε με φωνή που ίσα-ίσα ακουγόταν. «Μόλις γύρισα απ’ τα Χανιά! Έγινε χαμός εκεί πέρα. Χτυπήθηκε και το δικό σας σπίτι…Τυχερή όμως ήσουνα, γιατί έπεσε μόνο η μια γωνιά! Υγεία να’ χεις να τη ξαναφτιάξεις…»
«Δεν πειράζει εξάδελφε!» ψέλλισε μέσα σε μια παραζάλη. «Μόνο να μην έπεσε η σκάλα, γιατί στο κούφωμα από κάτω αφήσαμε ένα σεντούκι με ό,τι καλό είχαμε, ρουχισμό κι όλα τα προικιά του κοριτσιού…»
«Θα σε πάω εγώ στη πόλη να τα πάρουμε! Μόνο να φτιάξει λίγο η κατάσταση, γιατί ακόμα βομβαρδίζουν τα καταραμένα «στούκας»! Βουτάν πάνω σου ξαφνικά με θόρυβο που σε τρελαίνει και σκορπίζουν την καταστροφή παντού. Ισοπεδώνουν τη πόλη μας ξαδέλφη! Γι’ αυτό σου λέω, τυχερή είσαι…»
Λίγες μέρες μετά, γυρισμένα αλλού τα βλέμματα όσων περνούσαν από δίπλα της, βουβά τα στόματα…
Αλλά δεν ανησυχούσε!
Δεν έπαθε τίποτα κανείς τους! Και το σπίτι καινούργιο είναι! Άβαφα ακόμα τα πίσω παντζούρια του. Μα σαν φτιάξει η κατάσταση και γυρίσει κι ο Γιάννης απ’ την Αμερική θα τη φτιάξουν τη γωνιά! 18 χρόνια έχει να τον δει! Άφησε μωρά τα παιδιά ο Γιάννης, και θα τα βρει τώρα μεγάλους ανθρώπους…
Αυτά σκεφτόταν, μα δεν ήξερε…
Είδε κατάματα τη κακή της μοίρα, όταν μήνες μετά κατέβηκε στα Χανιά να πάρει το σεντούκι.
Μπρος της στη πλευρά της σκάλας έστεκε ένας…σωρός πέτρες!
Δεξιά της χαλάσματα…
Ο πάνω όροφος σχεδόν εξαφανισμένος!
Ο κάτω δυο τοίχοι γερμένοι στο δάπεδο… Όσα κουφώματα είχαν απομείνει έστεκαν κενά, χωρίς πόρτες και παντζούρια. Και δεν έβλεπε έπιπλο πουθενά! Ούτε και τσικαλικό! Ούτε κρεββάτια…Τίποτα! Μόνο χαλάσματα…»
«Θα το έριξε ο τελευταίος βομβαρδισμός», είπε ο ξάδελφος περίλυπος. «Καθώς φαίνεται μπήκαν μέσα στα χαλάσματα τα κλεφτρόνια και πήραν ό,τι είχε απομείνει.. Αλλά μη στεναχωριέσαι Άννα! Είστε γεροί! Θα τα…ξαναφτιάξετε τα σπίτια…»
«Ναι!» είπε και σκέπασε το πρόσωπο της με τα χέρια, για να μη βλέπει άλλο τους σωρούς τα μπάζα. «Ευτυχώς ξάδελφε, που σκέφτηκα να πάρω τη μηχανή…»