Ορίζει την καθημερινότητα μας, από την Νεολιθική ακόμη Περίοδο (η αρχή της οποίας προσδιορίζεται στο 10.000 π.Χ περίπου για τη Δυτική Ασία, στο 5.500 π.Χ. για τη Κεντρική Ευρώπη και λίγο πριν το 6.500 π.Χ για την Ελλάδα) και αποτελεί τον τρόπο καταμέτρησης του χρόνου σε έτη, μήνες, εβδομάδες και ημέρες.
Το ημερολόγιο. Οι θεωρίες ποικίλλουν, συνδέουν την ύπαρξη του ακόμη και πριν την Νεολιθική περίοδο, με τον Προϊστορικό άνθρωπο να έχει μάθει να συσχετίζει τη περιοδική διαδοχή των κλιματικών φαινομένων (δηλαδή την βροχή, την ξηρασία), των γεγονότων του βίου των ζώων (π.χ. περίοδος ζευγαρώματος των ζώων) και των φυτών (π.χ. ωρίμανση των φρούτων), με την κανονική επανάληψη μερικών αστρονομικών φαινομένων, όπως οι φάσεις της Σελήνης, η μεταβολή της θέσης του Ήλιου στον Ουρανό, η ανατολή και η δύση κάποιων άστρων μετά την ανατολή ή η δύση του Ήλιου. Στην Νεολιθική περίοδο με την ανάπτυξη της γεωργίας και της κτηνοτροφίας η χρήση των αστρονομικών φαινομένων ως αφετηρία υπολογισμού του χρόνου κρίθηκε απαραίτητη.
Έτσι το πρώτο ίσως αστρονομικό φαινόμενο, όπου ο προϊστορικός άνθρωπος παρατήρησε για να «διαιρέσει» τον χρόνο, ήταν τα σεληνιακά φαινόμενα. Ειδικότερα, έδωσε έμφαση στην κανονική διαδοχή των συνεχόμενων φάσεων της Σελήνης. Τι σημαίνει όμως αυτό; Από την ως άνω παρατήρηση, προέκυπταν οι μήνες ως η περίοδος χρόνου ίση προς 29 και μισή περίπου ημέρες, που περιλαμβάνεται μεταξύ δύο (2) πανσέληνων ή μεταξύ δύο (2) νέων σεληνίων. Επίσης προέκυπταν και οι βδομάδες. Πιο συγκεκριμένα, από την υποδιαίρεση του μήνα σε τέσσερα (4) ίσα περίπου μέρη, πάντα με βάση τη νέα σελήνη, το πρώτο τέταρτο της σελήνης, την πανσέληνο και το τελευταίο τέταρτο της σελήνης.
Η ανάπτυξη όμως του ημερολογίου δεν έμεινε στάσιμη. Ανά τους αιώνες η εξέλιξη νέων ειδών ημερολογίων είναι γεγονός. Την 5η χιλιετία π.Χ. οι Αιγύπτιοι (Αιγυπτιακό ημερολόγιο), καθόριζαν το έτος με βάση φαινόμενα αστρονομικά, δηλαδή παρατηρώντας την φαινομενική κίνηση των άστρων. Την ίδια χιλιετία, ορίζουν ως αφετηρία την «ηλιακή ανατολή του Σείριου, δηλαδή τη στιγμή που τα άστρο εμφανίζεται ξανά στον ορίζοντα πριν την ανατολή του ηλίου. Έτσι, μετρώντας το χρονικό διάστημα που μεσολαβούσε μεταξύ της μίας και της άλλης ηλιακής ανατολής ανακάλυψαν ότι το έτος αποτελείται από 365 ημέρες, όπως γνωρίζουμε και όλοι σήμερα.
Συμπληρωματικές θεωρίες, υποστηρίζουν πως οι Αιγύπτιοι για πρώτη φορά χρησιμοποίησαν ως μονάδα μέτρησης τον 30ήμερο μήνα. Τούτο προκύπτει, από το «στρογγύλεμα της περιόδου των 29 και μισό ημερών (που συναντάμε στο ημερολόγιο της Νεολιθικής Περιόδου). Έτσι όμως οι 365 ημέρες του έτους δεν συμπληρώνονταν με τους 30ήμερους μήνες. Η λύση ήρθε προσθέτοντας πέντε (5) επιπλέον ημέρες στο έτος (οι οποίες ονομάστηκαν επαγόμενες και ήταν αφιερωμένες στις 5 σπουδαιότερες θεότητες τις Αιγύπτου), οι οποίες όμως δεν ανήκαν σε κάποιον μήνα (30 Χ 12 + 5= 365). Παρατηρήθηκε όμως διαφορά έξι (6) ωρών της συμβατικής διάρκειας του αιγυπτιακού έτους με το τροπικό, με αποτέλεσμα ανά τα έτη και ειδικότερα ανά 1.460 έτη το αιγυπτιακό ημερολόγιο να μη συμβαδίζει με τις καιρικές εποχές. Για Χιλιετίες αλλαγή στο ημερολόγιο δεν επήλθε, παρόλο που η λύση στο πρόβλημα είχε βρεθεί. Πιο συγκεκριμένα είχε προταθεί η προσθήκη μια ημέρας ή αλλιώς ενός εικοσιτετραώρου στο έτος ανά τέσσερα έτη ή η προσθήκη ενός 6ώρου ανά έτος, (6 ώρες Χ 4 χρόνια = 24ώρες = 1 ημέρα).
Το ως άνω πρόβλημα προέκυψε τόσο στο Βαβυλωνιακό ημερολόγιο με τους αστρονόμους της εποχής να παρεμβάλουν στο έτος έναν μήνα, όσο και στο αρχαίο ελληνικό ημερολόγιο με τον αστρονόμο Μέτωνα (μετώνειος κύκλος), να προσθέτει επτά (7) μήνες ανά 19 έτη. Το κάθε έτος αποτελούνταν από 12 ηλιακούς μήνες και ο μετώνειος κύκλος είχε 235 μήνες (19 έτη Χ 12 μήνες + 7 εμβόλιμοι μήνες = 235 μήνες), ενώ ο κάθε μήνας είχε διάρκεια 29 ημέρες, 12 ώρες, 45 λεπτά και 57 δευτερόλεπτα.
Ακολούθησε το Ιουλιανό ημερολόγιο (το αρχαίο ρωμαϊκό ημερολόγιο), το οποίο έλαβε το όνομα του από τον αυτοκράτορα της Ρώμης Ιούλιο Καίσαρα. Ο αυτοκράτορας το 46 π.Χ ανέθεσε στον Έλληνα αστρονόμο Σωσιγένη τη σύνταξη του εν λόγω ημερολογίου έτσι ώστε να είναι ηλιακό. Απόκλεισε κάθε σχέση του ημερολογίου με τα σεληνιακά προαναφερόμενα φαινόμενα και δέχθηκε ως μέση διάρκεια του έτους τις 365 ημέρες και ¼. Υιοθετήθηκε άρα ένας κύκλος 4 ετών από τα οποία τα τρία (3) αποτελούνταν από 365 ημέρες και το τέταρτο από 366 (1/4 Χ 4 ημέρες = 1 ημέρα). Διατηρήθηκαν οι 12 μήνες με 30 ή 31 ημέρες εκτός του Φεβρουαρίου που είχε 28 κατά τα τρία (3) έτη και 29 κατά το τέταρτο. Παρόλα αυτά, το συμβατικό έτος του Ιουλιανού ημερολογίου ήταν μεγαλύτερο κατά 11 λεπτά, διαφορά που ανά 400 έτη πλησιάζει τις τρείς (3) περίπου μέρες. Η διαφορά τούτη ανάγκασε τον Πάπα Γρηγόριο ΙΓ’ να προχωρήσει στην αφαίρεση 10 ημερών από το έτος 1582, δηλαδή από την 4η Οκτωβρίου 1582 μεταπήδησαν στη 15η Οκτωβρίου 1582. Το ημερολόγιο ονομάστηκε Γρηγοριανό και μεταξύ άλλων χωρών του Δυτικού Κόσμου υιοθετήθηκε και από την χώρα μας το 1923 με το διάταγμα της 25ης Ιανουαρίου. Να τονιστεί ότι ως σήμερα εξακολουθεί να υπάρχει διαφορά κατά μια (1) ημέρα ανά 3.534 έτη.