Παρασκευή, 16 Αυγούστου, 2024

Το ημερολόγιο ενός πολεμιστή της Μάχης της Κρήτης – Δ’ Μέρος

■ Τα γεγονότα της εποχής, όπως τα κατέγραψε ο Νεοζηλανδός Κλάιβ Λόου (Clive Lowe)

Δ’ ΜΕΡΟΣ

11- ΚΟΛΑΣΗ ΕΠΙ ΤΗΣ ΓΗΣ

Αναρωτιέμαι αν το ναυτικό μας επιτέθηκε σε κάποιο κονβόι που έρχεται κατά εδώ.
“Ναι, πρέπει να είναι μια συνοδεία από πλοία που μεταφέρουν στρατεύματα. Ο Λοχαγός είπε ότι το Πολεμικό Ναυτικό θα τα αναλάβει. Μοιάζει σαν να έχει δίκιο”.
Για μια ώρα παρακολουθούσαμε, και στη συνέχεια οι αναλαμπές έγιναν λιγότερες και πιο απομακρυσμένες και σταδιακά άρχισαν να σβήνουν.
“Λοιπόν, πέρασε μια ώρα από την σκοπιά σου. Θα έπρεπε να έρθεις στις δέκα και τώρα είναι έντεκα παρα δέκα” Μου είπε ο Τομ “Επίσης μια ώρα του ύπνου μου χάθηκε.”
“Καλά τότε” είπα “Θα σε ξυπνήσω στις μία αντί για τις δώδεκα. Πως σου φαίνεται;” Έγυρε στο πλευρό του και ορκίζομαι ότι είχε αρχίσει ήδη να κοιμάται προτού τελειώσω την φράση μου.
Κάθισα και κόλλησα την πλάτη μου σε ένα δέντρο, κοιτάζοντας στο μισοσκόταδο, γιατί φαινόταν να υπάρχει ένα ελαφρύ φως. Πρέπει να λαγοκοιμόμουν και να ξυπνούσα για αρκετές φορές, κι αυτό γιατί ήμουνα σίγουρα πελιδνός από την κούραση. Κάποιος μου φώναξε απότομα. Άκουσα τη λέξη “Αυτός” Σε κλάσμα δευτερολέπτου, το τουφέκι μου ήταν στον ώμο μου, και το δάχτυλό μου γύρω από τη σκανδάλη. Η μορφή μπροστά μου μετακινήθηκε και πρόλαβε να μιλήσει ένα δευτερόλεπτο πριν πυροβολήσω.
“Clive, Clive είμαι εγώ, ο Τζίντζερ. Μην πυροβολείς.”
“Μα τα κουδούνια της κόλασης, ανθρωπέ μου! Ήμουν έτοιμος να στην ανάψω! Παραλίγο! Θα έπρεπε να μου δώσεις κάποια προειδοποίηση πρώτα! Σοκαρίστηκα! Όχι τόσο από το φόβο, αλλά από τη σκέψη ότι βρέθηκα τόσο κοντά να σκοτώσω τον Τζίντζερ.
“Ήθελα μόνο να μάθω την ώρα και έπρεπε να έρθω να σας ρωτήσω. Σίγουρα ήσουν σβέλτος”. γέλασε σιγανά.
«Κι εσύ με κατατρόμαξες» του απάντησα.
Τίποτα άλλο δεν συνέβη εκείνη τη νύχτα και έπεσα να κοιμηθώ. Όταν το φως της ημέρας ήρθε, και ο Tommy μου φώναξε να ξυπνήσω περίπου στις έξι. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, κοίταξα αυτό που έβλεπα γύρω μου. Τα δέντρα ήταν απλά μια μάζα από σπασμένα κλαδιά. Οι κορμοί γεμάτοι με σφαίρες. Κρατήρες από βόμβες ήταν παντού.
“Θεούλη μου”, ψιθύρισα “Αυτός ο τόπος είχε καεί σαν την κόλαση! Ελπίζω να μην χρειαστεί να περιμένουμε εδώ για πολύ καιρό.” Δεν υπήρχε ούτε μια σπιθαμή εδάφους που δεν είχε χτυπηθεί”.
Ο Τόμι με κοίταξε και είπε
“Πάνε να δείς τον Αξιωματικό και να μάθεις αν τελείωσε η σκοπιά μας” Ήταν κάτωχρος και κοιτούσε το κενό πέρα από μένα. Γύρισα και κοίταξα κι εγώ προς την ίδια μεριά. Η αναπνοή μου κόπηκε με αυτό που είδα. Τέσσερα αλεξίπτωτα κρεμασμένα στα σπασμένα κλαδιά και τέσσερα γερμανικά πτώματα κρεμασμένα από αυτά. Ένας απο αυτούς γύριζε αργά γύρω- γύρω. Δύο άλλοι είχαν πιαστεί στα κλαδιά και δεν μπορούσα να δω πολλά από αυτούς. Όλοι ήταν νεκροί. Αλλά ο τέταρτος ήταν μπροστά μου και με κοιτούσε με ένα φρικτό πρόσωπο ή κάτι που έμοιαζε για πρόσωπο. Είχε φάει μια σφαίρα και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του είχαν μετατραπεί σε ένα αιματηρό πολτό.
“Χριστέ μου” είπα “Έλα να φύγουμε από δώ γρήγορα.”
Έτσι φύγαμε από τα πυροβόλα και βρήκαμε τον Αξιωματικό. Ποτέ δεν είχα δει το πρόσωπο ενός ανθρώπου σαν να μην υπάρχει. Τα μάτια του ήταν γεμάτα αίμα και φαινόταν σαν να είχαν μπει βαθιά μέσα στο κεφάλι του. Ολόκληρο το πρόσωπο του ήταν βουλιαγμένο και τσακισμένο. Τον κοίταξα απλά, χωρίς να μιλήσω. Μας κοίταξε πίσω αόριστα για ένα δευτερόλεπτο και στη συνέχεια μας αναγνώρισε.
“Ω, εσείς τα παλικάρια έπρεπε καλύτερα να επιστρέψετε στο αρχηγείο σας”. Μας είπε “δεν ζητώ από κανέναν να μείνει σε αυτή την τρύπα της κόλασης” μιλούσε πικρά. Στο χέρι του ήταν μια κούπα. Υποθέτω ότι ήταν τσάι. Ήταν στον ατμό και καθώς το έθεσε στα χείλη του, τα χέρια του έτρεμαν σαν να ήταν έτοιμα να παραλύσουν.
“Έχετε περάσει μια κόλαση, κύριε,” είπα. “Δεν υπάρχει κανένας ζωντανός στα δέντρα.”
“Πέρασα πολές φορές μέσα από την κόλαση ειναι το σωστότερο ” απάντησε. “Θεούλη μου! Αυτή είναι η κόλαση πάνω στη γη.” Υπήρξαν τουλάχιστον ένα εκατομμύριο αεροπλάνα που είχαν επικεντρωθεί μόνο πάνω μας” Είπε και ήπιε μερικές γουλιές “Πάρτε ένα φλιτζάνι τσάι, παλληκάρια! Πρέπει να έχετε παγώσει. Υπάρχει αρκετό καλό τσάι, γεμίστε τις κούπες σας”.
«Ευχαριστούμε κύριε» απαντήσαμε καθώς γεμίσαμε τις κούπες.
“Δεν φθάνει που μας σφυροκοπούνε και μας βομβαρδίζουνε, χθες το βράδυ στις 4 μ.μ., γύρισαν προς την μεριά μας τα” Bofors και τους όλμους από το αεροδρόμιο.(Εδώ προφανώς εννοεί τα καταληφθέντα από τους Γερμανους Βρετανικά πυροβόλα στο αεροδρόμιο του Μάλεμε) Μεγαλοδύναμε Θεέ! Τα δικά μας πυροβόλα εναντίον μας. Έχασα τουλάχιστον 14 άνδρες. Γιατί στο όνομα του Ουρανού δεν έστειλαν αεροπλάνα για να μας βοηθήσουν; Τα στείλανε στην Αίγυπτο!”
Δεν είχαμε καμία απάντηση να του δώσουμε. Θα μπορούσαμε να θέσουμε το ίδιο ερώτημα στον εαυτό μας. Έτσι, καθώς ήπιαμε το τσάι μας, ήμασταν σιωπηλοί. Ήθελα να φύγω. Δεν άντεχα άλλο να βλέπω το βασανισμένο πρόσωπο του αξιωματικού.
“Δεκατέσσερις άντρες πάνε! Αυτό ήταν όλο,” επανέλαβε.. “δεκατέσσερις από τους πιο γενναίους στρατιώτες που μπορούσε κάποιος να έχει υπό την διοίκηση του, και έπρεπε να τους βλέπω να σκοτώνονται ο ένας μετά τον άλλον! Θεέ μου είναι τόσο άδικο!”
“Είναι σίγουρα σκληρό, κύριε” ήταν το μόνο που θα μπορούσα να σκεφτώ να του πω.
“Μπουμ – Μπουμ – Μπουμ – Μπουμ!”
Μια σειρά από εκρήξεις ξέσπασαν στα δεξιά μας.
“Νάτα!” Ο Γερμαναράς χρησιμοποιεί τα Bofors πάλι. “Μια άλλη μέρα της κόλασης.” Ο Αξιωματικός μίλησε απότομα: “Δεν μπορούμε να τους απαντήσουμε ακόμα γιατί θα δώσουμε τη θέση μας. Ξέρουν ότι είμαστε εδώ σε αυτό το άλσος, αλλά δεν ξέρουν πού. Εσείς παλικάρια κοπανήστε την!. Σε λίγα λεπτά θα αντεπιτεθούμε και τα πράγματα θα αγριέψουν. ”
“Χρειάζεστε τίποτα άλλο από εμάς, κύριε;” Ρώτησα. Γιατί; δεν ήξερα.
“Όχι, όχι, παλικάρια, φύγετε! Θα τους αναλάβουμε εμείς σύντομα.”
Τα «Bofors» από το «Drome» έριχναν γρήγορα και βιαστικά. Ήταν βολές οβίδων μαζι με όλμους. Έπρεπε να περάσουμε ένα ρεύμα με ένα δρόμο σε ένα χωριό που ονομάζεται Mόδιο στην κατηφοριά όπως πηγαίναμε.

12- ΠΡΑΓΜΑΤΑ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ ΝΑ ΜΑΣ ΔΟΚΙΜΑΣΟΥΝ

Όταν ήμασταν στο δρόμο συναντήσαμε τέσσερις δικούς μας από τον λόχο μας. Κάποιος από αυτούς μας πλησίασε.
“Ο Λες μόλις χτυπήθηκε από ένα θραύσμα ενός Bofor. Ο Τέντ την έφαγε λίγο στον αγκώνα του, και ο Σλίμ έχασε ένα αυτί.” Καθόμουνα και τον άκουγα όρθιος και ούτε ένα κομμάτι με άγγιξε από αυτά που είπε. Μας τα πε όλα με μια ανάσα.
“Πώς είναι ο Les;” Ρώτησε ο Tommy.
«Ασχημα, δεν νομίζω να την βγάλει για πολύ» ήταν η απάντηση. Περπάτησα μέχρι εκεί που βρισκόταν ο Les ή μάλλον ο μισός από αυτόν, απέναντι σε μια ελιά.
“Πώς είσαι φιλαράκι;” Ρώτησα.
“Με πήρε στα σπλάχνα” απάντησε ελαφρά “αλλά δεν έχω κανένα πόνο, νιώθω καλά αλλά δεν μπορώ να περπατήσω”.
“Ω καλά” Είπα και προσπαθούσα να ακούγομαι χαρούμενος “Αυτά τα πράγματα έρχονται για να μας δοκιμάσουν, ξέρεις. Θα είσαι Ο.Κ σε μια ώρα πάνω-κάτω”.
“Μπορείς να στοιχηματίσεις αν θέλεις, αλλά ξέρεις. Η κόλαση είναι ένα αστείο συναίσθημα” απάντησε.
Επέστρεψα στους άλλους “Που είναι ο υπόλοιπος λόχος;” ρώτησα.
“Πίσω, στο συνηθισμένο μέρος.”
“Πώς τα πήγαν χθες το βράδυ; Επιτέθηκαν στο αεροδρόμιο;”
“Οχι”
“Γιατί;”
“Δεν πήραμε από κανένα διαταγή για να επιτεθούμε. Περιμέναμε αλλά ποιό το νόημα έτσι κι άλλιως; Θα χάναμε τόσους άνδρες για να το ανακαταλάβουν, και στη συνέχεια στο φως της ημέρας τα αεροσκάφη τους θα λιάνιζαν κάθε άνθρωπο που θα απέμενε από εμάς για να το υπερασπιστεί! Έχω κρατήσει λίγο φαγητό για εμάς τους τέσσερις. Δεν θα έχουμε χρόνο αργότερα, όταν αυτά τα γαμ..να αεροπλάνα έρθουν πάλι για εμάς » ήταν η πληροφορία που πήρα.
“Λοιπόν σε αυτή την περίπτωση Τομ, πρέπει να επιστρέψουμε στους υπόλοιπους, πριν έρθουν ξανά τα αεροπλάνα”.
Ο Λοχαγός μας έστειλε στον ελαιώνα που βρίσκεται πλησιέστερα στον κύριο δρόμο Χανιά-Μάλεμε. Οι εντολές του ήταν “Πυροβολήστε κάθε άνθρωπο που δεν δίνει το σωστό σύνθημα (κωδικός)”. Πρακτικά ολόκληρος ο Λόχος ήταν απλωμένος στο άλσος. Ακριβώς εκεί που βρισκόμασταν εγώ και ο Τομ,ένας χειριστής Bren-gunner είχε στήσει το όπλο του πάνω στο τρίποδο.
“Τώρα κρατήστε αυτό το πράγμα ήσυχο”, είπε ο Τομ αμέσως μόλις είδε τον πολυβολητή. “Και μην ξεκινήσετε να πυροβολείτε στα αεροπλάνα όταν είναι πάρα πολύ ψηλά. Αν το κάνετε, θα μας ξεσκίσουν όλους εδώ πέρα.”
Τα αεροπλάνα δεν μας άφησαν πάλι εκείνη την ημέρα και ζούσαμε με τρόμο. Φαινόταν να απολαμβάνουν το κόσκινο των δέντρων μας με σφαίρες, και που και που, να ρίχνουν καμιά βόμβα, απλά για να μας θυμίσουν ότι είχαν ακόμη να μας ρίξουν κι άλλες.
«Αυτά τα αεροσκάφη είναι σαν πανοπλία», μουρμούρισε ο χειριστής του Bren. “Οι σφαίρες μας απλά αναπηδούν πανω τους.” Αυτό που θέλω είναι ένα δεκαπεντάρι. ”
“Αυτό που δεν θέλω είναι ένα ζευγάρι φτερά από πάνω μου, και μα την κόλαση αν συνεχίσετε να χρησιμοποιείτε αυτό το “πολυβόλο-παιχνιδακι” θα μου’ρθουν κι εμένα!.”
“Αλτ! Ποιος είναι εκεί;” Γάβγισε ξαφνικά ο πυροβολητής. Καμία απάντηση. Τότε μια μικρή κίνηση φάνηκε ανάμεσα στα αμπέλια των σταφυλιών. Μετά σιωπή. “Δεξιά” φώναξε ο πυροβολητής, και έστειλε μια ριπή ανάμεσα στα σταφύλια. Μια βίαιη κίνηση και ξαφνικά μια μπλε στολισμένη φιγούρα κύλησε ανάμεσα στις συστάδες. “δώσε σε αυτό το κομμάτι” είπε και έστειλε ακόμα ριπή στον άνδρα με τα μπλε.
«Δεν πρόκειται να πάει ξανά σε κρατικές όπερες του Βερολίνου» είπε ο Τόμι με σκληρή καρδία.
Η μέρα συνεχίστηκε. Το ίδιο ψυχοφθόρα και βασανιστική. Δεν μπορούσα παρά να σκεφτώ τους φτωχούς εκείνους του πυροβολικού. Μόλις δεκατέσσερις σκοτώθηκαν σήμερα το πρωί. Πόσοι να απέμειναν τώρα; Αναρωτήθηκα.
“Διάολε έχουν σπάσει τα νεύρα μου” Μονολόγησα. “Θα ήθελα να δω ένα αεροπλάνο με κύκλους πάνω του (Βρετανικό) έτσι για αλλαγή.” “Βαρέθηκα να βλέπω μεγάλους μαύρους σταυρούς, τους βλέπω ακόμα και στον ύπνο μου”.
“Δεν βαριέσαι, θυμήσου αυτό που είπε ο φίλος μας, ότι στο δείπνο άκουσε τον Ταξίαρχο να λέει ότι οι Γερμανοί άρχιζαν να εκκενώνουν το νησί.
“Μακάρι να είναι αλήθεια, αλλά δεν μου αρέσει αυτό το “δώρο” αποχώρησης που κάνουν σε εμάς” είπα.
Η νύχτα έπεσε. Αυτή ήταν η δικιά μας ωρα. Θα μπορούσαμε να φτάσουμε στο δρόμο, χωρίς να φοβόμαστε ότι τα αεροσκάφη τους θα μας επιτεθούν. Εκείνη τη νύχτα κάναμε περίπολο μέχρι τα μεσάνυχτα. Στη συνέχεια ξεκινήσαμε για να γυρίσουμε πίσω στη βάση μας. Δεν χάσαμε κανέναν δικό μας, αλλά πιάσαμε τέσσερις αιχμάλωτους, και “καθαρίσαμε” επτά η πιθανόν οκτώ από αυτούς. Ήταν μια καλή νύχτα. Αλλά ο τρόμος που μας διακατείχε για κάθε μέτρο του δρόμου, όπου μπορεί να κρυβόταν ελεύθεροι σκοπευτές φαινόταν να είναι παντού. Δύο δικοί μας έφεραν εξήντα επτά αιχμάλωτους λίγο πριν το ηλιοβασίλεμα.
Είχαν πάει για νερό όταν κάποιος άκουσε έναν Γερμανό να ζητά βοήθεια. Προχωρώντας σε μια ανηφορία πήδησαν στην κορυφή και με τις ξιφολόγχες στα όπλα τους. Το θέαμα που αντίκρυσαν τα μάτια τους, τους άφησε έκπληκτους.

13- Ο ΤΡΑΥΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΟΥ TOMMY

Εκεί κάτω από αυτούς, σε μια ρηχή τάφρο ήταν ένα πλήθος Γερμανών τραυματιών. Ο Matt, ένας από τους δύο συντρόφους μας, είπε αργότερα ότι αιφνιδιάστηκε περισσότερο κι από τους ίδιους τους Γερμανούς, αλλά αυτοί σήκωσαν τα χέρια τους ψηλά, κι έτσι ο Matt και ο σύντροφος του τους έφεραν πίσω χωρίς άλλη βοήθεια.
Στις δύο το πρωί, την Παρασκευή, στις είκοσι τρείς Μαΐου, είχαμε εντολές να είμαστε έτοιμοι, καθώς επιστρέφαμε προς τα Χανιά για λίγη ξεκούραση που τόσο πολύ την επιζητούσαμε. Στις τέσσερις ξεκινήσαμε από τον δρόμο και στις επτά είχαμε φθάσει σε ένα χωριό που ονομάζεται Αγία Μαρίνα. Δίπλα σε ένα βαθύ κοίλωμα ανάμεσα στις μικρές ελιές, ξαπλώσαμε για να ξεκουραστούμε. Το να πω ότι είμασταν σαν ψόφια σκυλιά από την κούραση, δεν ήταν καθόλου υπερβολή.
Σε εννέα ξύπνησα για να αναφερθώ στον τομέα μου Νο 3. Ήταν να μετακινηθώ γύρω από το πίσω μέρος του λόφου σε έναν άλλο ελαιώνα. Έτσι φορτώθηκα τον εξοπλισμό μου όταν μπήκα στο τμήμα μου, και ξεκινήσαμε. Κατά παράξενη τύχη τα αεροπλάνα που πετούσαν ήταν αρκετά σπάνια, και έτσι περάσαμε ήσυχα μέχρι να φθάσουμε. Γύρω από αυτή την πλευρά του λόφου μπορούσαμε να δούμε το χωριό Γαλατάς στα αριστερά μας. Το άλσος ήταν στην πλευρά που το έβλεπε μπροστά, και τα δέντρα ήταν πολύ νεαρά και μικρά. Αυτό φαινόταν ιδανικό για να σκεφτούμε ότι οι Γερμανοί δεν θα ασχολούταν με μικρά δέντρα όπως αυτά.
Καθώς μπήκαμε στο τμήμα Νο 1 και πήγαμε σε διαφορετικά δέντρα, κάποιες Ριπές σφύριζαν γύρω μας. Πέσαμε να καλυφθούμε πίσω από τα μικροσκοπικά δέντρα και προσπαθήσαμε να γίνουμε αόρατοι, αλλά αυτή η πρώτη σειρά των βολών είχε αφήσει το σημάδι της.
“Θεούλη μου!” φώναξε κάποιος.. “ο Νιλ σκοτώθηκε”.
“Από πού στο διάολο προέρχονται αυτές οι βολές;” ρώτησε ένα άλλος.
“Πάνω, από την άλλη πλευρά του ρεματιού μεταξύ των βράχων” ήταν η απάντηση “Αλλά δεν υπάρχει καλή ορατότητα. Περιμένουμε μέχρι να δούμε κάποια κίνηση.”
Ο MacDonald, ένας από τo τμήμα μας βρισκόταν πίσω από ένα δέντρο, από τη μία πλευρά του ήταν ένας Αξιωματικός, από την άλλη, ήταν ένας άνδρας που λεγόταν Brown. Μια άλλη ριπή έπληξε την πλαγιά του λόφου και ο MacDonald κύλησε κάτω σχεδόν στριφογυρίζοντας από την επίδραση μιας σφαίρας που χτύπησε τον ώμο του. Γύρισε και το μόνο που είπε ήταν:
«Θεέ μου, με πετύχανε!» καθώς ακουγόταν πραγματικά έκπληκτος.
Σηκώθηκα γύρω από το δέντρο μου για να τον κοιτάξω αλλά οι σφαίρες που έπεφταν έριξαν στη γη πάλι το πρόσωπό μου, έτσι μου κόπηκε η περιέργειά και κοίταξα με άλλο τρόπο πιο έξυπνα. Καθώς το έκανα, έβλεπα μια ελαφριά κίνηση από την άλλη πλευρά και σιγά-σιγά πήρα θέση και δουλεύοντας το Enfield μου άνοιξα πυρ. Έστειλα δέκα γρήγορες βολές, γύρω από το σημείο όπου είχα εντοπίσει την κίνηση. Δεν ξέρω αν χτύπησα τίποτα επειδή σε αυτό το σημείο είχε πολλά βράχια και η κάλυψη για έναν ελεύθερο σκοπευτή ήταν καλή.
Αυτές οι λίγες βολές που έριξα μου δημιούργησαν αρκετά προβλήματα όταν εκρήξεις από δώδεκα διαφορετικές μεριές έσκασαν γύρω από το δέντρο.
“Μα κουδούνια της κόλασης” φώναξε ο Tommy “Τώρα την έκατσες για τα καλά.”
Την είχαμε πατήσει για τα καλά. Ένα πράγμα που φοβόμουν ήταν ότι οι σφαίρες θα λιάνιζαν το δέντρο μπροστά μου. Μας είχαν ξεγελάσει εντελώς, αφήνοντας μας να πάμε στα δέντρα, και τώρα βρισκόμασταν σε κακή θέση.
“Κοίτα” είπε ο Τόμι “Κάποιος είναι πίσω από εκείνη τη μικρή καλύβα. Τον είδα! … Αν μπορούσαμε να φτάσουμε και να καλυφθούμε ανάμεσα σε αυτές τις συκιές θα μπορούσαμε να τους λιανίσουμε. Τι λες; Με ρώτησε. Έγνεψα το κεφαλι μου σιγά-σιγά, και κοίταξα για μια εύκολη διέξοδο. Ήταν πιθανότητα πέντε προς μία ενάντια μας να φτάσουμε στις συκιές αβλαβείς.
“Όταν είσαι έτοιμος θα τρέξουμε του ψιθύρισα.
“Ωραία λοιπόν, ετοιμάσου” μετά σταμάτησε και φώναξε “Φύγαμε!”
Τρέξαμε. Ήμουν περίπου τρία βήματα μπροστά από τον Tom. Είχα σχεδόν φτάσει στα συκιές, όταν ο Τόμυ άφησε μια φωνή. Σταμάτησα να τρέχω και έπεσα κάτω. Γυρίζοντας, είδα τον Tommy να βρίσκεται στο έδαφος μόλις δέκα μέτρα μακριά.
“Θεέ μου, Cobber χτύπησες άσχημα;” Ρώτησα.
” Είμαι εντάξει, όταν το τουφεκίδι σταματήσει λίγο, θα έρθω μέσα. Περιμένε με εκεί.”
“Πού σε πέτυχαν;”
“Νομίζω στο πόδι. Αυτό είναι όλο”.
Στη συνέχεια, καθώς ο καταιγισμός των θυμωμένων σφαιρών έκοβε τα σύκα, έμεινα χαμηλά στο έδαφος. Ήταν σκέτη αυτοκτονία να σηκώσω έστω ένα δάχτυλο. Μία σκέψη με παρηγορούσε εν τούτοις και αυτό ήταν ότι έπρεπε να βρισκόμουν σε κακή θέση βολής γι αυτούς. Αλλιώτικα δεν θα έπρεπε να επικεντρωθούν πάνω μου; Το τουφεκίδι έσβηνε και κοίταξα προσεκτικά. Μια μορφή πίσω από την καλύβα έπεσε στο μάτι μου.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα