Παρασκευή, 16 Αυγούστου, 2024

Το ημερολόγιο ενός πολεμιστή της Μάχης της Κρήτης – Ζ’ Μέρος

Τα γεγονότα της εποχής, όπως τα κατέγραψε ο Νεοζηλανδός Κλάιβ Λόου (Clive Lowe)

18- ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ

“Κοιτάξτε! Έρχεται κι άλλη!” φώναξε κάποιος.
Δεν χρειαζόταν όμως να ανησυχεί για να μας προειδοποιήσει. Μόνο εδώ θα μπορούσαν να έχουν έρθει. Ακόμα μια έκρηξη πιο κοντά σε μας! Και πάλι είχαμε θραύσματα και ριπές γρασιδιού να πετούν από πάνω μας. Ο αέρας γέμισε με σκόνη και καπνούς από τις εκρήξεις. Το κεφάλι μου κόντευε να σπάσει από τις δονήσεις. Οι εκρήξεις είχαν διαλύσει τα κλαδιά από τα δέντρα γύρω μας. Αυτές οι δύο εκρήξεις από τις βόμβες ήταν οι μεγαλύτερες που είχα ακούσει ποτέ, και το γεγονός ότι πρέπει να έπεσαν μόλις σαράντα η πενήντα μέτρα μακριά από εμάς, με έκανε να τρέμω.
Αργότερα πήγα και εξέτασα τους δύο κρατήρες που είχαν ανοίξει. Ήταν τεράστιοι. Φαινόταν αδύνατο ότι μόνο δύο βόμβες είχαν σκίσει τη γη έτσι τριγύρω. Άκουσα ότι ήταν και οι δύο των δύο χιλιάδων λίβρών μαζί, αλλά δεν ξέρω. Κοιτάζοντας τις τρύπες που έκαναν θα έλεγα ότι ήταν τουλάχιστον ένας τόνος η κάθε μια.
Εκείνη τη νύχτα μετακινηθήκαμε ξανά. Αυτή τη φορά πίσω από τον κόλπο της Σούδας. Υποχωρούσαμε και το γνωρίζαμε, παρόλο που μας είπαν ότι ήταν για ξεκούραση και ότι χιλιάδες Βρετανοί πεζοναύτες είχαν αποβιβασθεί και πήγαιναν προς το αεροδρόμιο (Μάλεμε).
Δύο μέρες μετά και τίποτα σημαντικό δεν συνέβη. Μία δουλειά που είχαμε ενώ είμασταν πίσω από την Σούδα ήταν να τραβήξoυμε προς τα κάτω τα συρματοπλέγματα. Το γιατί δεν το ήξερα.
Έπειτα καθώς ήρθε το πρωί μας τοποθέτησαν αριστερά ενός τάγματος Αυστραλών. Είχαμε μόλις φτάσει σε αυτούς, όταν ελεύθεροι σκοπευτές άνοιξαν πυρ, και στην συνέχεια σειρά πήραν οι όλμοι. Αυτό οδήγησε τους Αυστραλούς και εμάς σε ένα χωράφι με σιτάρι. Αεροσκάφη ήρθαν από πάνω μας κι άρχισαν να μας πολυβολούν,ενώ στη συνέχεια έριξαν εμπρηστικές βόμβες. Το σιτάρι πήρε φωτιά και βγήκαμε τρέχοντας βιαστικά.
Μπορεί να μην με πιστέψετε, αλλά έφυγα από το κέντρο του χωραφιού και ποτέ δεν άγγιξα το έδαφος μέχρι να το αφήσω πίσω. Κυριολεκτικά τα πόδια μου είχαν βγάλει φτερά.
Το επόμενο πρωί μας βρήκε δίπλα και πιο πίσω από την Σούδα. Στις οκτώ το πρωί ανιχνευτές μας, παρέκαμψαν τα δένδρα, και μπορέσαμε να αναταποδώσουμε το πυρ. Είχαμε ενωθεί με τους Μαόρι και τα υπολείμματα ενός Τάγματος Πεζικού. Στις εννέα μας διατάξαμε να περάσουμε τις ξιφολόγχες και τέσσερα λεπτά αργότερα επιτεθήκαμε. Οι Μαόρι φώναξαν την πολεμική κραυγή τους. Συναντήσαμε τους Γερμανούς σε ένα παλιό στρατόπεδο κατασκευών και τους νίκησαμε. Δεν μου αρέσει το ψυχρό άτσαλι και δεν μου αρέσει να μετέχω σε τέτοιες σκηνές.
Θα ήταν αρκετό να πω ότι οι Γερμανοί ηταν σωριασμένοι σε ομάδες. Λογχισμένοι η πυροβολημένοι. Για κάποιο διάστημα παραμείναμε στο στρατόπεδο κατασκευής και στη συνέχεια είμασταν έτοιμοι να συνεχίσουμε μετά τους Γερμανούς πίσω μας, όταν ήρθε η διαταγή να σταματήσουμε. Μακρύτερα προς τα αριστερά μας μερικοί από τους δικούς μας είχαν εισέλθει σε ένα χωριό και μετά από μια σύντομη, και βίαιη μάχη το καθάρισαν από Γερμανούς.(Προφανώς εννοεί την περίφημη μάχη του Γαλατά) Αυτή ήταν μια νίκη για εμάς και αισθανθήκαμε σπουδαία. Ένιωσα εκείνη τη στιγμή ότι θα μπορούσαμε να πετάξουμε τους Γερμανούς έξω από το νησί.
Οι διαταγές όμως ήρθαν να υποχωρήσουμε στα δεξιά μας, οπότε δεν υπήρχε τίποτα άλλο κάνουμε εκτός από αυτό. Υποχωρήσαμε δεξιά της Σούδας. Τι συνέβαινε σε άλλους τομείς δεν γνώριζα, αλλά όλα τα στοιχεία συνηγορούσαν ότι η επίθεση μας ήταν μεγάλη επιτυχία.
Καθάρισα το αίμα από την ξιφολόγχη και λάδωσα το τουφέκι μου καλά. Στη συνέχεια, περιμέναμε περισσότερες διαταγές. Ήρθαν περίπου στις δώδεκα. Υποχώρηση.
Ένας Αξιωματικός μας μίλησε για να ξεκινήσουμε το δρόμο μας προς ένα χωριό που ονομάζεται Σφακιά. Τουλάχιστον αυτό καταλάβαινα εκείνη τη στιγμή. Ξεκινήσαμε την πορεία μας, αλλά προσέχαμε να μην πηγαίνουμε κοντά στο δρόμο, αλλά να περπατάμε όσο το δυνατόν περισσότερο δίπλα στα δέντρα.
Υπήρχαν δεκαπέντε από εμάς στην ομάδα όπου ήμουν και ταξίδεύαμε πολύ αργά. Κατά το ηλιοβασίλεμα συναντήσαμε άλλη μια ομάδα που είχε σταματήσει.
“Δεν μπορείτε να πάτε από εδώ” πληροφορηθήκαμε.
“Γιατί;” ένα από τα μέλη μας ρώτησε.
“Επειδή υπάρχουν Γερμανοί εκεί.”
“Πώς γίνεται αυτό;. Δεν υπάρχουν Γερμανοί από αυτή την πλευρά της Σούδας” υποστήριξα
“Ω, σοβαρά; Ε, καλά σου λέω ότι οι Γερμανοί μόλις έφθασαν!. Το ξέρω γιατί τους είδα!” μου είπε.
“Πόσοι είναι; μπορούμε να τους κουμαντάρουμε;” Ρώτησε ο Jim.
“Δεν είναι μια αμεληταία ποσότητα, Cobber, έχουν περίπου σαράντα πενήντα μοτοσικλέτες και υπάρχει ένα πολυβόλο σε κάθε μία.”
“Αυτό είναι ένα διαφορετικό τότε! Θα πρέπει να κόψουμε από τους λόφους” είπε ο Jim.

19- Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΜΑΧΗ

“Αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ξεφύγουμε, οπότε ας πηγαίνουμε.”
Κόψαμε μέσα από την εξοχή και με λίγη τύχη θα μας έβγαζε ο δρόμος προς την ακτή. Όλη την νύχτα ταξιδεύαμε και όταν έφθασε η αυγή είχαμε φτάσει σε ένα μικρό χωριό σε μια κοιλάδα. Εδώ μας είπαν ότι τα Σφακιά ήταν άλλα δώδεκα μίλια.
Χωρίς να περιμένουμε να ξεκουραστούμε, ξεκινήσαμε και πάλι, αλλά με το φως της ημέρας έπρεπε να μειώσουμε την ταχύτητά μας. Τα γερμανικά αεροσκάφη περιπολούσαν συνεχώς στον δρόμο και συχνά θα έπρεπε να περιμένουμε να κρυφτούμε για καμιά ώρα. Όταν η νύχτα έπεσε και πάλι, είχαμε ακόμα πέντε μίλια μέχρι να φτάσουμε. Ήμουν πεινασμένος και κουρασμένος. Τα πόδια μου ήταν πρησμένα, και είχα βγάλει τα παντελόνια μου φορώντας χακί κοντό σόρτς. Οι νύχτες ήταν κρύες, αλλά αισθάνθηκα πιο άνετα και ελεύθερα να κινούμαι φορώντας τα σορτς.
Σε επτά το βράδυ μας σταμάτησε ένας Αξιωματικός και μας είπε να είμαστε έτοιμοι για δράση. Οι Γερμανοί ήταν μόνο λίγα μίλια πίσω μας. Φτιάξαμε λοιπόν μια γραμμή άμυνας σε κάποια κορυφογραμμή και περιμέναμε με τα τουφέκια μας σε ετοιμότητα.
Ένας ήχος μοτοσυκλετας ακούστηκε από την κοιλάδα. Δεν θα μπορούσε να είναι δική μας, και ούτως ή άλλως οι εντολές μας ήταν ότι έπρεπε να πυροβολούμε σε οτιδήποτε κινείται πάνω στο δρόμο. Αυτός ο μοτοσικλετιστής σταμάτησε κάτω από το πυρ τουλάχιστον 150 τουφεκιών μας. Ένας άλλος ήρθε στο προσκήνιο και υπέστη την ίδια μοίρα. Λίγο αργότερα ήμασταν σε πλήρη δράση. Δεν είχαμε πολυβόλα, αλλά τα τουφέκια μας έκαναν αρκετά καλή δουλειά μέχρι που άρχισαν να μας βάλλουν με όλμους.
Κρατούσαμε την κορυφογραμμή για δύο ώρες, αλλά οι Γερμανοί είχαν φέρει ελαφρύ πεδινό πυροβολικό και η κορυφογραμμή έγινε ένα επικίνδυνο σημείο για εμάς. Λίγο πριν από την διαταγή για να υποχωρήσουμε, ήρθε μια σφαίρα που έπληξε τους βράχους λίγους πόντους από μένα και εξοστρακίστηκε. Χτύπησε το πίσω άκρο του τουφεκιού μου σπάζοντας το κοντάκι. Το κτύπημα ήταν τόσο δυνατό που έπληξε το χέρι μου και το μούδιασε. Για λίγα λεπτά νόμιζα ότι τραυματίστηκα. Ρίχνοντας κατάρες στους Γερμανούς για όλα όσα τραβούσα, πήγα στο σημείο όπου ένα όπλο βρισκόταν δέκα μέτρα μακριά μου, και το πήρα. Ο ιδιοκτήτης του δεν θα το χρειαζόταν ποτέ ξανά. Μετά από μια γρήγορη εξέταση πήρα το υπόλοιπο των πυρομαχικών του κι άρχισα να πυροβολώ ξανά.
Οι Γερμανοί κρατήθηκαν για δύο ώρες αλλά τώρα είχαν αρχίσει να κάνουν αργή πρόοδο. Ήμασταν λιγότεροι σε αριθμό και η δύναμη πυρός τους ήταν τουλάχιστον πενταπλάσια μεγαλύτερη από την δική μας. Εκτός αυτού, είχαν τους όλμους τους και το πυροβολικό τους.
Όταν ήρθε η εντολή να υποχωρήσουμε, ήμασταν σε κακό χάλι. Πολλοί είχαν σκοτωθεί ήδη, και ένα σημαντικό ποσοστό ήταν τραυματίες. Θα έπρεπε να τους αφήσουμε πίσω, το γνωρίζαμε, αλλά φαινότανε τόσο ντροπιαστικό!
Περνώντας πίσω από τα βράχια, ξεκινήσαμε την υποχώρηση μας, στρέφοντας και ρίχνοντας πίσω μια ντουζίνα σφαίρες κάθε τόσο. Ακόμη και τώρα μας παρενοχλούσαν με τους όλμους τους. Οι Γερμανοί έφτασαν στην κορυφογραμμή και σταμάτησαν για ένα λόγο που δεν ξέρω. Αλλά αυτό μας έδωσε μια καλή ευκαιρία να ξεφύγουμε από την ακτίνα βολής τους. Λίγο πριν φύγω πάνω από την πλαγιά και έξω από την ακτίνα του εχθρού, γύρισα και έστειλα δέκα βολές μεταξύ των βράχων πάνω στην κορυφογραμμή. Η απάντηση ήταν πυκνό πυρ, αλλά έφυγα από αυτό το σημείο αβλαβής.
Μετά από μια παύση για να ξαναγεμίσω ξεκίνησα πάλι τον μακρύ δρόμο προς την κοιλάδα. Ένιωθα ασφαλής προς το παρόν. Ο Τζιμ ήταν δίπλα μου και καταριόταν τους πάντες και τα πάντα. Από ό, τι μπορούσα να φανταστώ είχε τραυματιστεί δίπλα από τον αγκώνα του και δεν ήξερε πόσο άσχημα ήταν. Το μόνο που γνώριζε ήταν ότι αιμορραγούσε πολύ.
Άκουσα βαθύ σφύριγμα και το επόμενο δευτερόλεπτο ένα βλήμα όλμου εξερράγη λίγα μέτρα μπροστά μου. Έπεσα στο έδαφος αλλά πολύ αργά. Κάτι χτύπησε το γόνατό μου και ένιωσα έναν οξύ πόνο στο πόδι μου. Καταράστηκα και βλαστήμησα μαζί.
“Μα τον Χριστό! με πετύχανε!.”
“Που?” ρώτησε ο Jim που βρισκόταν δίπλα μου.
“Στο γόνατο μου” είπα.
“Είναι σπασμένο;”
“Δεν ξέρω, δεν πονάω πολύ ακόμα, αλλά υποθέτω ότι είναι από το μούδιασμα” απάντησα.
Γέμισα ιδρώτα. Μπορούσα ήδη να αισθανθώ την ζαλάδα στο κεφάλι μου. “Λοιπόν” είπα στον εαυτό μου: “Αυτό είναι το τέλος, δεν μπορώ να περπατήσω και οι καταραμένοι Γερμαναράδες είναι μόνο καμιά διακοσαριά μέτρα μακριά! Αναρωτιόμουν αν θα με πυροβολήσουν ή απλά θα με λογχίσουν. Το μυαλό μου ήταν σε αναταραχή. Κοίταξα πού ήταν ο Jim και του είπα
“Καλύτερα να φύγεις, θα προσπαθήσω να ακολουθήσω σιγά-σιγά.”
“Βούλωστο ρε!” Βλαστήμησε ο Jim . “Θα σου δώσω ένα χέρι. Μπορείς να ακουμπήσεις στον ώμο μου και θα τα καταφέρουμε.

20- ΣΦΑΚΙΑ

“Θα μπορούσες να πάς στη κόλαση πολύ πιο γρήγορα και χωρίς εμένα” μουρμούριζα καθώς με βοήθησε να σηκωθώ.
“Ωράια, μπορείς να σταθείς;” ρώτησε.
“Θεούλη μου, μπορώ” είπα “Δεν πρέπει να είχει σπάσει. Κοίταξα κάτω και εξέτασα το γόνατο μου προσεκτικά, αλλά υπήρχε πάρα πολύ αίμα για να δει κανείς πολλά.” “Πρέπει να είμαι δειλός” σκέφτηκα. Παραδεχόμουν ότι φοβόμουν να κοιτάξω σε αυτό πριν.
Ο Jim είχε ξεχάσει την πληγή του, και μαζί ξεκινήσαμε ξανά. Το γόνατό μου δεν πονούσε πολύ, αλλά ακόμα κι αν πονούσε, δεν θα ανησυχούσα πολύ. Ήμουν τόσο ευτυχής που δεν είχε σπάσει.
Ο Jim άρχισε να γελάει απαλά.
“Υποθέτω ότι είναι μια απλή γρατζουνιά που δεν μπορείς να δείς” είπε.
“Σου στοιχηματίζω ότι είναι χειρότερο από αυτό που έχεις στον ώμο σου”. Αισθάνθηκα πάλι ότι ήμουνα σε καλή διάθεση.
“Αναρωτιέμαι αν με χτύπησε αυτός ο όλμος που ακούσαμε ή όχι;”
“Ανάθεμα κι αν ξέρω, και αυτό με ενδιαφέρει λιγότερο αυτή τη στιγμή! Θα το δούμε αργότερα” απάντησε.
Η αυγή μας βρήκε σε μια κοιλάδα με ελαιώνες. Το μονοπάτι που οδηγούσε προς τα κάτω ήταν απότομο και τραχύ. Το γόνατό μου,πονούσε αρκετά και περπατούσα με το ζόρι. Ο Jim ήταν λευκός. Είχε χάσει πολύ αίμα. Τελικά αγκομαχώντας φθάσαμε στο χείλος της κοιλάδας και ανάμεσα σε εκατοντάδες δικών μας που βρισκόταν κάτω από τα δέντρα.
Ήταν Κυριακή, πρώτη του Ιουνίου. Τρία Me109 πετούσαν περιστασιακά πάνω από την κοιλάδα και γάζωναν με τα πολυβόλα τους τα δέντρα. Ο Jim και εγώ περιπλανηθήκαμε πιο κάτω, προσπαθώντας να βρούμε κάποιον που γνωρίζαμε. Ο Mac είχε αποχωριστεί από εμάς στην τελευταία μάχη, και δεν ήξερα αν είχε χτυπήσει ή όχι. Ήλπιζα ειλικρινά να είναι καλά. Μου είχαν λείψει ήδη τα χωρατά, και οι καυγάδες του.
Τελικά βρήκαμε έναν από τους αξιωματικούς μας και πήγαμε να τον ρωτήσουμε αν είχε μείνει καθόλου φαγητό που θα μπορούσε να μας κρατήσει κάπως. Μας έδωσαν τρία μπισκότα στρατιωτικών μερίδων και περίπου ένα έκτο μερίδας Βοδινού κρέατος να το μοιραστούμε. Ήταν μόνο μια μπουκιά, αλλά το εκτιμήσαμε επειδή ήμασταν τόσο πεινασμένοι. Ένα ποτήρι με νερό τελείωσε το γεύμα μας.
Πολλοί από τον Λόχο μας βρισκόταν κάτω από τα δέντρα, ξεκουράζοντας τα κορμιά τους και περιμένοντας. Όλονών τα πρόσωπα ήταν σαν χαμένα. Υποθέτω ότι ήμασταν έτσι και οι ίδιοι, μόνο που τα πρόσωπά μας φαινόταν βρώμικα και μέσα στην σκόνη από καπνό και μπαρούτι, γιατί δεν είχαμε πλυθεί για τρεις μέρες. Τους χαιρετήσαμε και ρωτήσαμε για κάποιους άλλους συναδέλφους. Μας πληροφόρησαν ότι δεν είχαν εκκενωθεί τις δύο τελευταίες νύχτες και δεν είχαν δει κανέναν άλλον. Ο Mac ήταν ένας από αυτούς που δεν είχαν δει καθόλου.
Εδώ ο Jim είχε τον ώμο του μπανταρισμένο. Ήταν μια άσχημη πληγή και είχε αρχίσει να πρήζεται. Ο αξιωματικός την έπλυνε όσο καλύτερα μπορούσε και την έδεσε. Ο Τζιμ είπε ότι αισθανόταν σαν βιολί, αλλά σε μένα έμοιαζε ότι θα μπορούσε να ρίξει μια δυνατή μπουνιά ανά πάσα στιγμή. Αν και η πληγή έμοιαζε πραγματικά άσχημη, στην πραγματικότητα ήταν αρκετά καθαρή γιατί η σφαίρα είχε περάσει μέσα από τη σάρκα του χεριού του και δεν είχε αγγίξει το κόκκαλο. Από αυτή την άποψη ήταν τυχερός.
Ο αξιωματικός στράφηκε προς μένα και ζήτησε να δει την πληγή μου. Γύρισα, και τη κοίταξε, κουνώντας το κεφάλι του, γιατί ήταν γεμάτη αποξηραμένο αίμα και ένα σωρό βρωμιά πάνω της.
“Γιατί δεν το έδεσες εκεί πάνω;” με ρώτησε αρκετά σοβαρά.
“Έδεσα τις πληγές του Tommy με τους δικούς μου επίδεσμους, κύριε” απάντησα.
“Ποιος ήταν ο Tommy;
Aυτός ο επίδεσμος ήταν μόνο για σένα! Γιατί νομίζεις ότι ο στρατός σε εφόδιασε μόνο με έναν;”
“Ο Tommy ήταν φίλος μου! Tommy Nelson ήταν
το όνομά του και τραυματίστηκε στην Αγία Μαρίνα! Έβαλα τους επίδεσμους μου σε αυτόν επειδή είχε πέντε τραύματα και ένας επίδεσμος μόνο, δεν ήταν αρκετός. Μίλησα λίγο απότομα ,και υποθέτω, και λίγο σαρκαστικά.
“Ω καλά!” απάντησε, σταματώντας τις ερωτήσεις και άρχισε να πλένει το γόνατό μου.
Πονούσε διαολέμένα καθώς το έτριβε, και όταν τελικά είχε φύγει όλη η βρωμιά, και το ξερό αίμα αφαιρέθηκε, άρχισε να αιμορραγεί και πάλι. Μπορούσα να δω ότι ήταν πρησμένο, αλλά η πληγή ήταν πολύ μικρή.
“Λοιπόν φιλάρα” είπε: “Θα πονέχεις τώρα λιγάκι γιατί θα χρειαστεί να το σκαλίσω λίγο με το μαχαίρι μου. Υπάρχει κάτι ακόμα εκεί και δεν ξέρω πόσο βαθιά είναι.”
«Προχώρα» απάντησα ψύχραιμα, αλλά δεν ένιωθα κιόλας. “Υποθέτω ότι μπορώ να το αντέξω.”
“Δεν έχει σημασία τι υποθέτεις. Πρέπει να βγει. Γι αυτό πρέπει να προετοιμαστείς.”
“Τότε περιμένε, μέχρι να ανάψω ένα τσιγάρο” είπα.
Αφού κάθησα να περιμένω αυτό που μου φάνηκε μισή ώρα, αλλά στην πραγματικότητα ήταν μόνο λίγα λεπτά, έβγαλε ένα μικρό κομμάτι ατσάλι από μέσα μου. Ήμουν καλυμμένος με αίμα αλλά όταν το έβγαλε είχε μόνο το μέγεθος ενός μπιζελιού. Το αίμα έτρεχε ακόμα και μετά το βγάλσιμο του, είχε καλύψει όλο τον επίδεσμο. Ένας μέρος του πόνου έφυγε μαζί με το κομμάτι από το ατσάλι που βγήκε και μου έδωσε ανακούφιση, αλλά το πρόσωπό μου έκαιγε σαν φλόγα.
“Πότε θα κατεβούμε, κύριε;” Ρώτησε ο Jim.

21- ΑΙΧΜΑΛΩΤΟΙ ΠΟΛΕΜΟΥ

“Δεν ξέρω, στην πραγματικότητα δεν νομίζω ότι θα φύγουμε εάν είναι αυτό που με ρωτήσατε”.
«Θεέ μου, αυτό είναι χαρμόσυνο» είπε ο Τζιμ γυρίζοντας προς τα μένα.
“Τι εννοείτε, κύριε;” Ρώτησα.
“Λοιπόν μιλούσα με άλλους αξιωματικούς μια ώρα πριν και μου είπαν ότι χθες το βράδυ ήταν το τέλος της εκκένωσης. Αυτοί που απομείναμε θα.. μείνουμε εδώ”.
“Θα είμαστε σαν γάτες που υποφέρουν, το μόνο που έχουμε να αντιτάξουμε είναι μερικά τουφέκια και αυτόματα όπλα ” είπε ο Jim.
“Μην είσαι ανόητος, δεν μπορούν να μας πυροβολήσουν όλους! Πρέπει να υπάρχουν πέντε ή έξι χιλιάδες άνθρωποι σε αυτή την κοιλάδα”, μας ενημέρωσε ο αξιωματικός.
“Τότε γιατί να μην πολεμήσουμε; Ρώτησα.
“Ναι, περίπου διακόσιοι από εμάς τους κράτησαν για δύο ώρες χθες το βράδυ, έτσι πέντε χιλιάδες θα τους δημιουργήσουν μεγαλύτερο μπελά” τόνισε ο Jim.
“Αυτό δεν μπορεί να γίνει, οι διαταγές μας είναι να περιμένουμε εδώ! Ούτως ή άλλως οι άνδρες βρίσκονται σε πολύ κακή κατάσταση. Μερικοί από αυτούς δεν έχουν φάει για πέντε ημέρες”, είπε.
“Ποιός φταίει γι αυτό;” Ρώτησα και απάντησα ταυτόχρονα στον εαυτό μου: “Κάποιο γέρικο απολίθωμα που κάθεται στο γραφείο του.”
“Εντάξει νεαρέ! Έχουν ήδη υπάρξει αρκετοί καυγάδες γι ‘αυτό και δεν θέλω να το συνεχίσω άλλο” και με αυτή την κουβέντα ο αξιωματικός αποχώρησε.
Ο Jim και εγώ ξαπλώσαμε κάτω και ετοιμαστήκαμε για ύπνο. Ήμουν σίγουρα εξαντλημένος και ο Jim δεν ήταν σε καλύτερη κατάσταση. Μόλις είχα αποκοιμηθεί, όταν ξύπνησα από μια κόλαση θορύβων γύρω μου.
“Τι συμβαίνει; Γιατί όλος αυτός ο θόρυβος;” Ρώτησα.
“Τι συμβαίνει; Είναι η κηδεία του νησιού! Είμαστε αιχμάλωτοι πολέμου! Πρέπει να υψώσουμε τη λευκή σημαία. Να τι συμβαίνει!” με πληροφόρησαν.
«Ω Θεέ μου, σίγουρα όχι» ήταν το μόνο που μπορούσα να πω.
“Είναι αλήθεια Clive! Ξύπνησα για λίγο και άκουσα όλα αυτά που ειπώθηκαν” μου αποκρίθηκε ο Jim.
“Φίλε μου αυτό μοιάζει με το τέλος για σένα και για μένα” ήταν το μόνο πράγμα που σκέφτηκα εκείνη την στιγμή να πω.
“Ναι και για πέντε ή έξι χιλιάδες άλλους συμπατριώτες μας επίσης.”
“Στρατιώτες, σας περισεύουν τίποτα λευκά ρούχα;” ρώτησε ένας Άγγλος αξιωματικός.
“Εδώ είναι μια λευκή πετσέτα, ή κάπως μοιάζει για λευκή” είπε ένα παλικάρι.
“Τότε θέλω ο καθένας να σηκώσει τα χέρια του ψηλά εδώ στα ανοικτά” είπε ο Άγγλος.
Δεν μπορούσα να κάνω τίποτα πλέον, και υπάκουσα. Βγάζοντας το μπουλόνι έξω από το όπλο μου, το έριξα πάνω στον αυξανόμενο σωρό και στη συνέχεια σπάζοντας τον πείρο από το μπουλόνι, το πέταξα όσο το δυνατόν πιο μακριά.
“Εδώ ο Στρατιώτη! Bαλε εκείνη την λευκή πετσέτα πάνω από τον σωρό, απλώσε την καλά”, είπε ο αξιωματικός.
“Μα την κόλαση δεν θα το κάνω. Δεν κουνάω λευκή σημαία” ήρθε η άμεση απάντηση.
Ο αξιωματικός δεν το συνέχισε, αλλά γύρισε, και για κακή του τύχη διέταξε τον Jim να το κάνει.
“Αφήστε τον μπάσταρδο που έδωσε την διαταγή για συνθηκολόγηση να υψώσει τις δικές του λευκές σημαίες. Εγώ δεν το κάνω” είπε ο Jim.
“Σε διέταξα να το κάνεις!” του φώναξε άγρια.
«Θα σε δω πρώτα στην κόλαση» του απάντησε ο Τζιμ.
“Πως τολμάς να μιλήσεις έτσι σε μένα;” ο αξιωματικός ήταν κόκκινος από θυμό στο πρόσωπο. Θα μπορούσα να δω φλέβες που πεταγόταν στο λαιμό του.
«Ακούστε, κύριε» είπα καθώς προσπαθούσα να χαλαρώσω την ένταση, «Είμαστε Νεοζηλανδοί και όχι τακτικοί στρατιώτες».
“Και τι διαφορά κάνει αυτό; ”
“Λοιπόν” Είχα κολλήσει με τις λέξεις.. “Είναι ότι αν είμασταν στο κανονικό στρατό σας (Εννοεί τον Βρετανικό), θα υπακούαμε στις διαταγές σας. Αλλά πριν από αυτόν τον πόλεμο είμασταν civvies και εθελοντές και υπακούουμε στους δικούς μας αξιωματικούς. Θα παραδεχτώ ότι δεν είχαμε την πειθαρχία που έχει ο τακτικός στρατός.
“Αυτός είναι και ο λόγος που χάσαμε αυτό το καταραμένο νησί” μου σφύριξε απότομα.
“Θέλετε να πείτε ότι δεν ήμασταν τόσο καλοί όσο τα υπόλοιπα στρατεύματα; Τότε δεν ξέρετε για τι μιλάτε, διότι είστε γεμάτος έπαρση από αυτή την κορώνα που έχετε στον ώμο σας” του απάντησα. Προσπάθησα να μιλήσω ψύχραιμα, αλλά δεν μπόρεσα! Ήμουν έξαλλος για την προσβολή του!

 


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα