Σας μιλώ από ένα υπόγειο. Σας μιλώ από το υπερώο της Ελλάδος, μας λέει ο Καρούζος σε ένα στίχο του. Αυτός ο άνθρωπος, λέει μία φίλη μου, είχε όση κόλαση χρειαζόταν και όσο παράδεισο ήθελε. Δεν έχω ακούσει πιο εύθυβολη φράση για την ποίηση του Νίκου Καρούζου.
Γιατί τι να το κάνεις το σπάταλο φως του Αιγαίου, όταν αγνοείς τα ερέβη του; Γιατί ο παράδεισος δεν είναι τίποτα χωρίς την κόλασή του. Με αντίθετα φτιάχνεται ο αλγόριθμος του νου προς τον νοητό. Χωρίς αυτά δεν πας πουθενά. Γιατί το φως χωρίς το σκότος είναι αναυθεντικό.
Μάταιος ο κόσμος αλλά πέρασμα λέει ο Νίκος Καρούζος στην “προσευχή του σκουληκιού”.
Μάταιος ο κόσμος, σκοτάδι αλλά να το πέρασμα και να το φως του.
Αυτό είναι το φως του Νίκου Καρούζου. το οξύ, το διαπεραστικό, αυτό που βγαίνει μέσα από σχισμές. Αυτό το φως που επειδή βγαίνει από περάσματα, από στενά, έχει ένταση, φωτίζει, αναδεικνύει τη θέα και τη θέαση του κόσμου, έζησε, έγραψε και τελείωσε το βιολογικό του κύκλο σε ένα υπόγειο.
Δύο μέτρα κάτω από τη γη αλλά μίλησε με χίλιους τρόπους για το είναι. Εφτασε μέχρι τα έγκατα του όντος. Ισως για αυτό ακριβώς μπόρεσε να γράψει για το μοναδικό θέμα που για τον Καρούζο υπήρχε.
Το πρόβλημα της ύπαρξης. Ολα τα άλλα τα θεωρούσε τεχνητά, συγκυριακά, πολύ επουσιώδη θέματα και δεν τον απασχολούσαν.
Για αυτό είχε συμφιλιωθεί με το τίποτα που για αυτόν είναι το παν.
Στην απροσπάθεια για τον Καρούζο βρίσκεται το νόημα. Στη φωτογραφία είναι πικρός και επώδυνος από υπάρξη .
Παρότι φαίνεται να ποζάρει με αυτό το υπομειδίαμα.
Ισως η υγρασία στον τοίχο, τα πενιχρά του υλικά αποκτήματα, η λιτή κλινοστρωμνη ή το ξύλινο τραπέζι με τα λιγοστά βιβλία, αναδεικνύουν σε εικόνα το στίχο του «θα ’θελα να κατουρήσω επαρκώς την ευτυχία σας»
Το υπαρξιακό πρόβλημα ήταν το επείγον, το διακαές, το φλεγόμενο. Αυτό που για τους πολλούς ανθρώπους δεν υπάρχει ως πρόβλημα. Εμπλεος βιωμάτων από την οντολογική καταβύθιση και την Ωκεανια υπαρξιακή αγωνία, διακατέχεται από μία υπερπεριεκτικότητα στη σκέψη του, τέτοια που τον αναγκάζει να πάει πέρα από τις λέξεις. Αλλά πού; Ιδού η παντραγικότητα της ύπαρξης.
Εβγάτε όξω ρε μανάρια από τις λέξεις/
Εβγατεόξω δίχως πουκάμισα/ στους μεγάλους αγώνες της ορατότητας. Αυτός ο πτωχός και πένης, ακτήμων, ασκητικός ποιητής, ο ζάμπλουτος των λέξεων, τις αρνείται.
Η λεγόμενη ποίηση λύση συνέχειας του πνεύματος η φλεγόμενη μεζεδάκι στο άλυτο μας λέει.
Ενας λυγμός είναι ολόκληρος σπαράγματα οι λέξεις του, και μέγας αυταπατώμενος ο ποιητής μας λέει ο ίδιος.
Θέλω να βγω από τις λέξεις βαρέθηκα.
Εμπλεκόμενος όμως βασανιστικά στην προσπάθεια συνεχούς ποιητικής δημιουργίας.
Ιδού η δημιουργική αντίφαση του.
Ασεβής με τις λέξεις, ασεβής με την ποίηση αφού δίηνυσε ολόκληρη την οδό της ευσέβειας όμως.
Το σύμπαν του Καρούζου και αυτό που λέμε πραγματικό κόσμο ειναι ασυμπτώτα.
Και η γλώσσα του ακατάληπτη για τους πολλούς. Ερχεται από το μακρινό μέλλον.
H καθημερινή ζωή, το πρόγραμμα, η ρουτίνα, το καθημερινό κούρδισμα εκατομμυρίων ανθρώπων, συνιστούσε για τον Καρούζο μία κατάσταση αδιανόητη, ισοδυναμούσα με αποκτήνωση.
Ο Καρούζος ζήτησε το ελάχιστο και αυτό ήταν το δύσκολο, ανθρώπινοτερους ανθρώπους σε μία κοινωνία πιο ανθρώπινη.
Ομως η σημερινή κατάσταση της υπαρξιακής κατερήμωσης, της υπερκατανάλωσης, της υλικής ευδαιμονίας, του ατομισμού, της καριέρας και του εγωκεντρισμού δεν επιτρέπει ένα παρόμοιο αίτημα.
Η οντολογία του Καρούζου και η εναγώνια αναζήτηση μιας απάντησης στο μυστήριο της ζωής και στη σκοπιμότητα του κόσμου παραμένει στο περιθώριο, στο υπόγειο.
Τι διαβάζουν οι πολλοί στο εξής εκπληκτικό ποίημα;
Τα γαϊδούρια συγγενικά μου σε όλα/ στατικά πλάσματα στην ερημιά τους/ με τις ώρες ακίνητα στην ύπαιθρο λευτεριά τους/ η ολόσωμη μεταφυσική/ τα γαϊδούρια πολλαπλάσια μηδαμινής ευτυχίας.
Η απάντηση ας μείνει αιωρούμενη…