Α’ ΜΕΡΟΣ
Ο γράφων δεν είναι ιστορικός αναλυτής και δεν επιδιώκει περγαμηνές ιστοριοδιφίας. Απλά είναι «γέννημα και θρέμμα» Μακεδόνας και αγωνιά για την τελική κατάληξη του «Μακεδονικού ζητήματος», που ταλανίζει τα Βαλκάνια και τη χώρα μας εδώ και δύο αιώνες.
Παρακολουθεί από πατριωτικό ενδιαφέρον από κοντά τις κατά καιρούς αφυπνίσεις του, που προκαλούν σοβαρή κρίση στις διακρατικές σχέσεις της Ελλάδας, της πρώην Γιουγκοσλαβίας και της Βουλγαρίας. Διδάσκεται από τη συμπεριφορά των ελλήνων πολιτικών στο βαλκανικό γεωπολιτικό πεδίο και ιδιαίτερα στο «Μακεδονικό ζήτημα,». Συμπεριφορά που θυμίζει τις «μεταμορφώσεις» του τελευταίου από τους αυγούστειους ποιητές του Πόπλιου Οβίδιου Νάσονα (Publius Ovidius Naso). Μια διαχείριση του ζητήματος που αναδεικνύει την πολιτική σκοπιμότητα, την οποία θέτουν ως προτεραιότητα σε κάθε εθνικό πρόβλημα οι εθνοπατέρες μας. Καλή ώρα η οικονομική κρίση που πλήττει τη χώρα μας εδώ και δέκα χρόνια και που πρωτοποριακά για όλο τον κόσμο ανέβασε στον πρωθυπουργικό θώκο 6 έλληνες πολιτικούς.
ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ
Για του λόγου το αληθές αρκεί να κάνει κανείς μια σύντομη αναδρομή στο «Μακεδονικό ζήτημα».
Πρέπει να ξεκαθαριστεί από την αρχή, πως δεν υπήρξε κατά την αρχαιότητα έθνος Μακεδόνων. ούτε κράτος με το όνομα Μακεδονία. Με το όνομα Μακεδονία αναφέρεται μια ελληνική περιοχή με ευμετάβλητα σύνορα. Για παράδειγμα η Μακεδονία τον 1ο π.Χ. κατά τον Στράβωνα έφτανε δυτικά μέχρι την Αδριατική θάλασσα. Δέκα αιώνες αργότερα η Μακεδονία με πρωτεύουσα την Αδριανούπολη κάλυπτε και όλη τη Θράκη. Γι’ αυτό ο αυτοκράτορας Βασίλειος ο Α΄, ο οποίος γεννήθηκε στην Αδριανούπολη επονομάζονταν Μακεδών. Τη χρονική περίοδο από τον 7ο μέχρι το 14ο αιώνα εγκαθίστανται διαδοχικά στη Μακεδονία οι Σλάβοι, οι Βούλγαροι, οι Εβραίοι, οι Οθωμανοί και άλλοι που όλοι τους ονομάζονταν «Μακεδόνες» , αλλά πάντοτε αυτοπροσδιορίζονταν φυλετικά.
Η γαλλική επανάσταση (1789-1799), προκαλεί στην Ευρώπη μια σειρά εθνικών αφυπνίσεων, τις οποίες διαδέχτηκε ένα κύμα εθνικών εξεγέρσεων και επαναστάσεων. Κοντά έναν αιώνα αργότερα ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος (1877-1878) γίνεται αφετηρία έγερσης του «Μακεδονικού ζητήματος». Με βάση τη Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου το Μάρτιο του 1878 το Μαυροβούνιο, η Σερβία και η Ρουμανία απόκτησαν πλήρη ανεξαρτησία, ενώ δημιουργήθηκε η Αυτόνομη Βουλγαρική Ηγεμονία, η οποία ονομάστηκε «Μεγάλη Βουλγαρία» και περιλάμβανε την κυρίως Βουλγαρία, την Ανατολική Ρωμυλία, όλη τη Μακεδονία, καθώς και ένα τμήμα της Αλβανίας. Την ίδια χρονιά τον Ιούνιο η διορθωτική συνθήκη του Βερολίνου θα αποδώσει την Ανατολική Ρωμυλία και τη Μακεδονία στην οθωμανική κυριαρχία.
Βέβαια και οι δύο Συνθήκες είχαν δυσάρεστες συνέπειες στο «Μακεδονικό ζήτημα». Η πρώτη συνθήκη στην πραγματικότητα εξέθρεψε για τη Βουλγαρία το μεγαλοϊδεατισμό για τη Μακεδονία και η δεύτερη το αίσθημα του επιθετικού αλυτρωτισμού για τους μακεδονικούς πληθυσμούς.
Οι Τούρκοι για την ικανοποίηση των φορολογικών τους αναγκών διαχώρισαν διοικητικά τους κατοίκους της Μακεδονίας με βάση τη θρησκευτική ταυτότητα σε δύο μιλλέτια (millet), το χριστιανικό και το μουσουλμανικό. Οι Χριστιανοί μέχρι το 1870 εκπροσωπούνταν στο σύνολό τους από τον Οικουμενικό Πατριάρχη Κωνσταντινούπολης, ανεξάρτητα από τη γλώσσα που μιλούσαν. Η δημιουργία της ανεξάρτητης Βουλγαρικής Εκκλησίας ,της Βουλγαρικής Εξαρχίας, προκάλεσε τις αλυτρωτικές διαθέσεις των Βούλγαρων και σε μικρότερο βαθμό των Σέρβων και των Ρουμάνων. Ο Μακεδονικός αγώνας (1904-1908),το «Ευαγγέλιο της ελληνικής φυλής» κατά τον Εθνάρχη Ελευθέριο Βενιζέλο, δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μια ελληνική αντεπίθεση ενάντια στην επιδιωκόμενη βουλγαροποίηση των χριστιανικών πληθυσμών της Μακεδονίας. Επιρόσθετα ήταν μια εξαιρετική απόδειξη της ελληνικότητας της Μακεδονίας, αφού προσέτρεξε σ’ αυτόν πληθώρα μακεδονομάχων από όλη την Ελλάδα. Μόνο από την Κρήτη καλύπτονταν το 50% και πλέον των Μακεδονομάχων. Εξάλλου οι Μακεδόνες ως Έλληνες έπαιξαν πρωταρχικό ρόλο στην ελληνική επανάσταση και συνέχισαν τους αγώνες ελευθερίας και ένωσης της Μακεδονίας με την Ελλάδα. Είναι ιστορικά γνωστές οι Μακεδονικές επαναστάσεις του 1854,1866,1878,1880 και των Πηχεωνικών του 1881.
Το 1913 στη Μακεδονία ζούσε ένας εκπληκτικός «αχταρμάς» διαφορετικών εθνοτικών , γλωσσικών και θρησκευτικών ομάδων, που έδωσε αργότερα μεταφορικά το όνομα στη σύμμεικτη και γνωστή στην Ευρωπαϊκή κουζίνα «μακεδονική σαλάτα» (salate macedoine). Πράγματι υπήρχαν Έλληνες και Σλάβοι ορθόδοξοι, Τούρκοι και Αλβανοί μουσουλμάνοι, Βλάχοι, Εβραίοι και Τσιγγάνοι.
Η Ελλάδα την περίοδο αυτή εκτός από το προβάδισμα του πρώτου ανεξάρτητου κράτους της Βαλκανικής χερσονήσου είχε επιπλέον και τα πλεονεκτήματα της ελληνικής γλώσσας της χριστιανικής λατρείας, της ακτινοβολίας της ελληνικής παιδείας, των ελλήνων και ελληνόφωνων Βλάχων εμπόρων που κυριαρχούσαν στις περισσότερες μακεδονικές πόλεις και της δραστηριότητας των ελληνικών προξενείων. Μολονότι ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος του 1897, ο γνωστός και ως «Πόλεμος τριάντα ημερών» και ως το « Μαύρο ’97» καθυστέρησε την παρέμβαση της Ελλάδας στα «μακεδονικά δρώμενα», θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς πως η χώρα μας ήταν σε θέση να διαδραματίσει πρωταρχικό ρόλο στα γεωπολιτικά τεκταινόμενα της περιόδου εκείνης. Δυστυχώς το μεγάλο διαχρονικό πάθος της φυλής μας, η διχόνοια, έκανε για άλλη μια φορά το «θαύμα» της. Παράδειγμα η «Εσωτερική Μακεδονική Επαναστατική Οργάνωση» (ΕΜΕΟ) (Internal Macedonian Revolutionary Organization – IMRO) που προπαγάνδιζε για νέα ταυτότητα του «Μακεδόνα» και σε συνεργασία με τα ηγετικά στελέχη της εκκλησίας προωθούσε την εθνική απελευθέρωση από τους Τούρκους με το σύνθημα «η Μακεδονία στους Μακεδόνες».
Με τη συνθήκη του Βουκουρεστίου το 1913 η Μακεδονία μοιράζεται στην Ελλάδα (Μακεδονία του Αιγαίου), στη Βουλγαρία (Μακεδονία του Πιρίν), και στη Σερβία (Μακεδονία του Βαρδάρη). Βέβαια στο υποσυνείδητο των Γιουγκοσλάβων και των Βουλγάρων ήταν καλά φυλαγμένο το όνειρο του «Μακεδονικού Έθνους» που θα διευκόλυνε την επεκτατική τους πολιτική. Η σπίθα αναμόχλευσης του μακεδονικού μεγαλοϊδεατισμού προήλθε πολύ αργότερα.
Πριν από το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο το βουλγαρικό και γιουγκοσλαβικό κομμουνιστικό κόμμα ‘έδειξαν τις μύχιες σκέψεις τους για τη δημιουργία κομμουνιστικού κράτους με το όνομα Μακεδονία, που θα περιλάμβανε ολόκληρη τη βόρεια Ελλάδα. Στο νέο τότε ΚΚΕ έθεσαν ως βασική προϋπόθεση να συμφωνήσει σ’ αυτή τη σκέψη τους αν ήθελε να γίνει μέλος της Κομμουνιστικής Διεθνούς. Ευτυχώς, ύστερα από θυελλώδη αντίδραση, το ΚΚΕ αναθεώρησε αυτή τη θέση. Στη διάρκεια του δεύτερου παγκόσμιου πόλεμου (1939 – 1945), η τότε Σοβιετική Ένωση ανακηρύσσει το 1933 και στα «χαρτιά» για καθαρά γεωπολιτικούς λόγους το «Έθνος Μακεδόνων». Άλλο που δεν ήθελε η Γιουγκοσλαβία. Έτσι στη σύνοδο Jajce στις 29 Νοεμβρίου 1943 ο στρατάρχης Τίτο αποφάσισε την οργάνωση της χώρας του σε ομοσπονδιακή βάση με το όνομα Λαοκρατική Ομοσπονδιακή Γιουγκοσλαβία (Demokratska Federativna Jugoslavija). Τότε η περιοχή των Σκοπίων που λέγονταν Παλιά Σερβία ή Νότια Σερβία ή Vardarska Banovina (Διοίκηση του Βαρδάρη) ονομάστηκε «Λαϊκή Δημοκρατία της Μακεδονίας». Η κίνηση αυτή λόγω και της φιλικής προς τη Δύση στάσης του Τίτο δεν προκάλεσε καμία αντίδραση. Είναι παγκοίνως όμως γνωστό, πως η πολιτική και η εκκλησιαστική πλευρά του λεγόμενου «Μακεδονικού ζητήματος» ήταν εφεύρεση του Αντιφασιστικού Συμβουλίου Εθνικής Απελευθέρωσης της Γιουγκοσλαβίας (Antifašističko Vijeće Narodnog Oslobođenja Jugoslavije). Με την «εθνογένεση» αυτή ο Τίτο απόβλεπε στη συγκράτηση και αφομοίωση στη γιουγκοσλαβική ομοσπονδία των κατοίκων, που κατά πλειοψηφία ήταν βουλγαρικής αυτοσυνειδησίας, καθώς και στην επέκταση της Γιουγκοσλαβίας στην Ελληνική και βουλγαρική Μακεδονία. Για την εξυπηρέτηση των στόχων αυτών επιχειρείται και με τη βοήθεια του εκκλησιαστικού σχίσματος των Σκοπίων η διαμόρφωση νέας «εθνικής φυσιογνωμίας» και κατασκευάζεται νέα «μακεδονική ιστορία». Προς την κατεύθυνση αυτή προσέφερε τα μέγιστα η «Επιτροπή Πρωτοβουλίας για την οργάνωση Ορθοδόξου Εκκλησίας στη Μακεδονία». Εκ των πραγμάτων φαίνεται πως το «μακεδονικό έθνος» των Σκοπίων δεν είναι τίποτα περισσότερο από ένα απλό δημιούργημα ιστορικής εξέλιξης και πολιτικών αποφάσεων και διαταγμάτων. Η αναγνώριση της ύπαρξης «μακεδονικού έθνους» και η ίδρυση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Μακεδονίας ήταν ένας καλοδουλεμένος τεχνητός στόχος των γιουγκοσλάβων αξιωματούχων για την ενσωμάτωση της «Μακεδονίας του Βαρδάρη» στην Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας. Η απόφαση των γιουγκοσλάβων κομμουνιστών να παραχωρήσουν στη Γιουγκοσλαβική Μακεδονία σημαντικό βαθμό αυτονομίας στην πολιτισμική σφαίρα αναγνωρίζεται πως έδωσε μεγάλη ώθηση στην ανάπτυξη της «μακεδονικής εθνικής ταυτότητας». Επιπλέον η καθιέρωση της «τυποποιημένης λόγιας μακεδονικής γλώσσας» ως επίσημης γλώσσας της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» το 1944 συνέβαλε ιδιαίτερα στην κατασκευή της ξεχωριστής «μακεδονικής εθνότητας» και θεωρήθηκε από τη γιουγκοσλαβική κυβέρνηση ως ένα σημαντικό φράγμα στον βουλγαρικό αλυτρωτισμό.
(συνεχίζεται)
* Ο Δρ Βαγγέλης Α. Μπούρμπος είναι Γεωπόνος.