Σε πρόσφατο πολιτιστικό ένθετο της ιταλικής Εφημερίδας “Corriere della Sera” ο Καλαβρός συγγραφέας Corrado Stajano δημοσίευσε ένα άρθρο για την απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Heinrich Kreipe στη Κρήτη.
Την αφορμή έδωσε η μετάφραση στα ιταλικά από τον Giani Pannofino του «Ημερολογίου» ενός από τους πρωταγωνιστές του άθλου, του Ivan William Stanley Moss (1921–1965). Δημοσιευμένο από τον συγγραφέα αμέσως μετά το τέλος του πολέμου, το ιστορικό αλλά γλαφυρό αφήγημα I’ll Met by Moonlight: The Abduction of General Kreipe (‘Αντάμωση με το Φεγγαρόφωτο: Η Απαγωγή του Κράιπε’), που έκανε ευρύτερα γνωστό τον Μός, κυκλοφορεί τώρα στα ιταλικά από τον οίκο Adelphi του Μιλάνο με τίτλο Brutti incontri al chiaro di luna (‘Ανεπιθύμητες Συναντήσεις στο Φεγγαρόφωτο’). Η αναφορά στο μοναδικό αυτό γεγονός του Β΄ Π. Π. αναζωπυρώνει στην Ιταλία το ενδιαφέρον για τις επιτυχείς αντιναζιστικές επιχειρήσεις στην Ελλάδα, αλλά και για το φίλμ των Michael Powell και Emeric Pressburger, που βασίστηκε στο «Ημερολόγιο» του Μος και επενδύθηκε μουσικά από τον Μίκη Θεοδωράκη (1957). Γνωστό στην Αμερική με τον τίτλο «I’ll Met by Moonlight», στην Ιταλία προβλήθηκε με τον τίτλο «Colpo di mano a Creta» («Αιφνιδιαστική [Στρατιωτική] Επιχείρηση στη Κρήτη»). To ιστορικό γεγονός της 26ης Απριλίου 1944, που συντελέστηκε με επιτυχία χάρη στην ευρέως αναγνωρισμένη ηρωϊκή σύμπραξη Κρητών αντιστασιακών, είναι γνωστό• το θυμίζει το μνημείο που ανεγέρθηκε στις Αρχάνες, αλλά και η θλιβερή μνήμη της πυρπόλησης 56 χωριών, και της εκτέλεσης 998 Κρητών ανδρών και γυναικών που ακολούθησαν ως αντίποινα από τους Γερμανούς. Το αφηγείται και ο σπουδαίος Άγγλος ταξιδιωτικός συγγραφέας Patrick Leigh Fermor (1915-2011), ο άλλος πρωταγωνιστής του συμβάντος, τότε αρχηγός της Αγγλικής Αποστολής Αντίστασης S.O.E., και αγαπητός στη Κρήτη, όπου έζησε αρκετά χρόνια συγγράφοντας ταξιδιωτικά και άλλα αφηγηματικά έργα. Ο Stajano εξαίρει το λογοτεχνικό ύφος του Μος με τις γλαφυρές περιγραφές και την ευσύνοπτη εξιστόρηση των γεγονότων, που τον κατέστησε έναν από τους καταξιωμένους συγγραφείς της δεκαετίας του ’50 στην Αγγλία. Σήμερα η Ευρώπη, ειδικά η Ιταλία, τον ανακαλύπτει και πάλι στο πλαίσιο του αδιάπτωτου και πολυδιάστατου ενδιαφέροντος της για τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία της γηραιάς ηπείρου. Το 2015 με τη συμπλήρωση εβδομήντα χρόνων από το τέλος του Β΄ Π. Π. και την ήττα του φασισμού και ναζισμού, η ένωση Iταλών ακαδημαϊκών ιστορικών της νεότερης ιστορίας με αντιπρόεδρο τον Francesco Mineccia (francesco.mineccia@virgilio.it), καθηγητή του Πανεπ. του Σαλέντο στο οποίο διδάσκω, οργάνωσε ένα διεθνές συνέδριο που έλαβε χώρα τόσο στην Ιταλία (Σιένα), όσο και στην Ελλάδα (Πάτρα), και στη Γερμανία (Βερολίνο). Είχα εισηγηθεί τότε τη συμμετοχή της Κρήτης, έχοντας υπ’ όψιν μερικά από τα αναρίθμητα κοινωνικά γεγονότα ευνοϊκής μεταχείρησης που επεφύλαξε η γενναιοψυχία των Κρητών στους Ιταλούς εισβολείς μετά την 8η Σεπτεμβρίου 1943, όταν η πολιτική και στρατιωτική κατάσταση της Ιταλίας άλλαξε παντελώς. Τότε που ο Μουσολίνη αποπέμφθηκε από το Συνέδριο των ομοϊδεατών του φασιστών, και συνελήφθη (25 Ιουλίου), ενώ το Ιταλικό στράτευμα μη έχοντας άλλη διέξοδο, και ενώπιον της καταστροφής της χώρας, παραδόθηκε στους Αμερικανούς οι οποίοι είχαν ήδη αποβαβιβαστεί στη Σικελία στις 10 Ιουλίου 1943. Είναι η χρονιά που είχε αρχίσει η απάνθρωπη καταδίωξη των Ιταλών στη Κρήτη από τους πρώην συμμάχους τους Γερμανούς, και οι Κρητικοί, αγνωνιστές της εθνικής αλλά και πανανθρώπινης ελευθερίας, κατάφερναν πολλές φορές με θυσίες και κίνδυνο της ζωής τους να τους κρύβουν, για να τους διασώσουν από τη ναζιστική θηριωδία που και οι ίδιοι είχαν υποστεί. Πρόκειται για αληθινά περιστατικά, ζωντανές μαρτυρίες της ανθρωπιάς του κρητικού λαού, που η ιστορία δεν κατέγραψε, αλλά που πολλοί από μας άκουγαν μέχρι χθές να αφηγούνται οι επιζήσαντες του τελευταίου πολέμου. Το πόσο μας αναπτέρωναν το ηθικό και μας έκαναν περίφανους για το γένος μας εκείνες οι εξιστορήσεις, όλοι μπορούμε να το ομολογήσουμε. Γιατί δεν θα έπρεπε λοιπόν να γνωστοποιηθούν και στους σύγχρονους Ιταλούς που μελετούν με πάθος την νεότερη ιστορία τους; Το θέμα αυτό είχα συζητήσει συχνά με τους Ιταλούς συναδέλφους ιστορικούς στο Τμήμα μου, και μάλιστα με τον φίλο καθηγητή Μινέτσα (Mineccia) συνδιοργανωτή του συνεδρίου του 2015 που προανέφερα. Συμφωνήσαμε να έλθω σε επικοινωνία με την Εταιρεία Κρητικών Ιστορικών Μελετών. Όμως η ιδέα να γίνει μια από τις συναντήσεις του ιταλικού και διεθνούς συνεδρίου στο Ηράκλειο δεν βρήκε δυστυχώς ανταπόκριση λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων. Και η συμβολή στη προσπάθεια αυτή του γνωστού ιστορικού Κώστα Μαμαλάκη, που δίκαια τιμάται για τις εμβριθείς μελέτες του (καρποί πρωτότυπης ιστορικής έρευνας για το ρόλο της Κρήτης στο Β΄ Π. Π.), δεν απέδωσε, ίσως γιατί το ζήτημα δεν έτυχε του ενδιαφέροντος των αρμοδίων. Ευχόμαστε το θέμα αυτό να βρεί τον κατάλληλο χρόνο της υλοποίησής του στη Κρήτη, δεδομένου μάλιστα ότι η εδώ Ακαδημία Νεότερης Ιταλικής Ιστορίας τρέφει πάντα ενδιαφέρον για τον ρόλο και την δραστηριότητα Ιταλών στρατιωτών (φασιστών και δημοκριτικών) στη Κρήτη κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Με την ευκαιρία θα ήθελα να θυμίσω εδώ ένα άλλο, ιστορικό και καλλιτεχνικό γεγονός κύρους της ιταλογερμανικής κατοχής της Κρήτης, που προσδοκά και αυτό την υλοποίησή του στο νησί. Πρόκειται για τα καλλιτεχνικά έργα (υδατογραφίες και σκίτσα) του φημισμένου Ιταλού ζωγράφου Renzo Biasion (1914-1996), που αποτελούν συγκλονιστικές μαρτυρίες της περιόδου. Στρατευμένος στη Κρήτη από το 1941 (όταν κατέλαβαν οι Ιταλοί το Λασίθι και εγκαταστάθηκαν στον Άγιο Νικόλαο), και καθ’ όλο το διάστημα της παραμονής του στην Ανατολική και κατόπιν στη Δυτική Κρήτη ως το 1943 (οπότε αιχμαλωτίζεται από τους Γερμανούς), ο ήδη ονομαστός στη πατρίδα του Βενετός ζωγράφος Μπιαζόν, απέδωσε πολλά φυσικά και αστικά τοπία της Μεγαλονήσου, αλλά και προσωπογραφίες των κατοίκων της. Τα έργα μελέτησα το 2003, όταν ετοιμάζονταν η έκθεσή τους στη Βενετία, κάνοντας μάλιστα ταύτιση οριμένων κρητικών τοπίων που είχε ζωγραφίσει ο Μπιαζόν χωρίς να τα ονομάσει, και αναθέτοντας την συγγραφή μιας σύντομης ιστορικής αναφοράς στον Γεώργιο Παναγιωτάκη. Το τεχνοιστορικό κείμενο που υπέγραψα, όσο και εκείνο του Παναγιωτάκη, εμπεριέχει ο κατάλογος της έκθεσης Ricordi di Guerra e di Prigionia (‘Ενθυμήσεις Πολέμου και Αιχμαλωσίας’, Μarsilio, Βενετία, 2004), που έγινε στο Palazzo Cini στο San Vio της Βενετίας το 2004, οργανωμένη από τον επιφανή ιστορικό της τέχνης, και καθηγητή του Πανεπ. της Τεργέστης, Giuseppe Pavanello, διευθυντή τότε του κορυφαίου ιταλικού ιδρύματος τέχνης και ιστορίας ‘Giorgio Cini’ (Βενετίας). Αντίτυπα του καταλόγου αυτού δώρισα στις Βιβλιοθήκες του Ιστορικού Μουσείου Κρήτης και της Φιλοσοφικής Σχολής (Ρέθυμνο). Ανάμεσα στα έργα του Μπιαζόν ξεχωρίζουν συγκλονιστικές όψεις του Ηρακλείου και των Χανίων βομβαρδισμένων από τούς Γερμανούς, καθώς και πορτραίτα γυναικών ανταρτισσών (κυρίως από τον Άγιο Νικόλαο), παιδιών και γερόντων του Λασιθίου, εξαθλιωμένων από την Κατοχή. Τα έργα του Μπιαζόν αποτελούν αναμφίβολα μοναδικές ιστορικές, αλλά και ανθρώπινες μαρτυρίες από τη Κρήτη του πολέμου, έναν τόπο ματωμένο, που όμως ο δημοκρατικός Μπιαζόν αγάπησε με πάθος, όχι μόνο για το φυσικό κάλλος του, αλλά περισσότερο για την ανδρεία και μεγαλοψυχία των κατοίκων του. Αυτός ο κόσμος της ανθρωπιάς, του πόνου, αλλά και του έρωτα της Λευτεριάς θα τον στηρίξει, κατά δική του ομολογία (στα γραπτά του), την περίοδο της φρικτής αιχμαλωσίας στα στράτοπεδα συγκέντρωσης της Πολωνίας και κατόπιν της Γερμανίας, όπου μεταφέρθηκε από τους Ναζιστές. Τις ανθρώπινες αυτές αξίες, που είδε να νικούν το θάνατο μέσα στη φοβερότερη δίνη του πολέμου που είχε περιζώσει τη Κρήτη, θα εξυμνήσει αργότερα ο Μπιαζόν σε δυό βιβλία αφιερωμένα στη Μεγαλόνησο: το «Σ’αγαπώ» (Sagapo, Τορίνο, G. Einaudi, 1953), που γνώρισε τέσσερεις επανεκδόσεις ως το 2014 (και την ελληνική μετάφραση του Π. Τσιαμούρα από τις εκδόσεις ‘Ελληνικά Γράμματα’), καθώς και το βιβλίο Spinalonga. Racconto (Milano, All’insegna del pesce d’oro, 1963).
Τα ζωγραφικά έργα του Μπιαζόν, κληροδοτημένα από τον ίδιο στο ίδρυμα ‘Giorgio Cini’ (Γεώργιος Τσίνι) της Βενετίας με την ευχή όπως εκτεθούν κάποτε στη Κρήτη (ευχή που μου είχαν πολλές φορές επισημάνει η χήρα και η κόρη του), δεν έχουν ακόμα γίνει δεκτά. Επανειλλημένες προσπάθειες μου να προτείνω την έκθεση των έργων (έχοντας εξασφαλίσει την πλήρη συγκατάθεση και αγαστή συνεργασία του συναδέλφου και διευθυντή του Τσίνι Δρ. Παβανέλλο) πρώτα στο Δήμο Αγίου Νικολάου το 2006, κατόπιν στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Χανίων (με τον τότε διευθυντή του Θ. Καλούμενο με τον οποίο συζήτησα διεξοδικά το θέμα το 2007, δίνοντάς του φωτοαντίτυπα των έργων του Μπιαζόν), και τέλος στο Ιστορικό Μουσείο Κρήτης το 2011 (με γραπτή πρόταση προς τον πρόεδρό του Αλέξη Καλοκαιρινό) δεν είχαν καμμιά ανταπόκριση. Ο λόγος πιστεύω είναι ότι η πρόταση μου δεν αξιολογήθηκε σωστά, και δεν έγινε προσπάθεια εξεύρεσης οικονομικών πόρων, παρ’ όλο ότι ο διευθυντής του Ιδρύματος Τσίνι μου είχε εκφράσει πολλές φορές την επιθυμία να πραγματοποιηθεί η έκθεση αυτή στη Κρήτη, βεβαιώνοντας με ότι η διεύθυνσή του ήταν πρόθυμη να συμβάλει στο κόστος της μεταφοράς των έργων. Έτσι η επιθυμία μας, η επιθυμία του ίδιου του αείμνηστου ζωγράφου και λάτρη της Κρήτης Μπιαζόν, παραμένει ανεκπλήρωτη. Ας ελπίσουμε όμως ότι η σημερινή υπενθύμιση του θέματος θα τύχει ευνοϊκότερης αποδοχής, και ο Δήμος Ηρακλείου, ή η Περιφέρεια, ή κάποιος επιστημονικός φορέας, θα στέρξει να ανταποκριθεί στην οργάνωση ενός σημαντικού για την νεότερη ιστορία της Κρήτης γεγονότος. Οι ιθύνοντες της Κρήτης το χρωστούν στο λαό της, στη νέα γενιά, αλλά και στους μάρτυρες και αφανείς ήρωες της Λευτεριάς της που προσδοκούν την Ανάσταση, κατά το λόγο του Γιάννη Ρίτσου.