Τη νύφη απάνω στ’ άσπρο μπεγίρη τη πιαίνανε στην εκκλησία ντιμένη και σιασμένη απού εθάμπωνε και τον ήλιο.Απού οπίσο τσι ακριβώς ακλουθούσανε,οι κοπελοπούλες τσι γειτονιάς, με τσι συγγενείς και ούλους τσ’ υποψήφιους γαμπρούς. Μια -μια κοπελοπούλα τη ζηγιάζανε και τη ξαναζηγιάζανε απ’ τη κορφή ως τα νύχια.Ο γαμπρός ήτονε παομένος μ’ ούλη ντου τη δηκολογιά απ’ ώρα πολύ και την ανημένανε στην εκκλησία .
Δεν είχε υπομονή παρά επήγενε πέρα πόδες σαν και να τονέ κηνηγούσανε. Η λάληντου που εκάθουντανε κάτω απού το κηπαρίση σ’ ένα χαράκι απάνω για δε τσ’ άκουγε να στέκει, τον εθόριε να λαλεί ετσά λογιός, δεν απομονεύτηκε άλλο και παίζει ένα πήδο σαν και νάτονε κοπελιά και του σιμώνει φωνιάζοντάς του. Μορέ σύ Στελιό πως λαλείς ετσά μορέ παιδί μου;
Σαν το μιγιασμένο μπεγίρη κάνεις… Κάτσε σ’ ένα τόπο, μα θα στη φέρουνε τη νύφη, απομονέψου λίγα λίγα ακόμης, μα έχεις καιρό και για ούλα τ’ αποδέλιπα. Παναγία μου και Χιστέ μου πως κάνεις παιδάκι μου ετσιδά λογιός;
Τα περάσαμε κι εμείς μα εκάναμε περισότερη υπομονή ντελόγος. Πιες μια σταλιά νερό και στάσου σ’ έναν τόπο σαν και τον άθρωπο, απομονέψου μα στο δρόμο είναι η κοπελιά σου. Κιανείς δεν έλειπε απού τσι στράτες κι απού την εκκλησία.
Τελευταίοι ακλουθούσανε με τσι κατσούνες κουτσά κουτσά και επαραπατούσανε κιόλας η Ζαμπιό που εβαταλάλιε χωρίς στεμό, με το Κακαντωνιώ το γέροντσι, που την είχε ξεροτηγανισμένη με τη ζήλιαντου και με το να τη κακαφοράτε χωρίς αιτία πάνταντου.
Αντωνιώ τονέ λέγανε μα επειδή ήτονε πάνταντου και κακό πράμα τονέ παρανομιάζανε Κακαντωνιώ με το δίκιοντονε οι χωριανοίντου.
Κακαντωνιώ τον ανέβαζε, Κακαντωνιώ τον εκατέβαζε και η Ζαμπιό έβγανε το άχτιτσι ετσά απού τα όσα τσίχε κανομένα.
Κακαντωνιώ να το κατέεις πω δε θα σου περάσει σήμερο το δικό σου να με καναλιάσεις γερά-γερά στο σπίτι απίς τη βλόγα νηστηκιά, περήλυπη και ξεληγωμένη, απού τη πείνα και τσι τσούκνες.Θα κάτσω να φάω, να πιώ και μπορεί και να χορέψω ανέ μου διώξει. Απατός σου γκάψε όπου θέλεις χαμπέρι δε δίνω. Φτάνει κι ο καιρός απού με πιλολάλιες. Μια Ζωή με παραφίλαγες σαν και νάσουνε βλεπές κι εγώ κανένα έχνος το κακορίζηκο κορμί που με πήρες λουλούδι και μέκαψες κι εδά σφαντάσω. Το Κακαντωνιώ σαν είδε πως δε του πέρνα μπλιό τσ’ ακλούθηξε, μα και πάλι τη στρίμωξε σε μια γωνιά απού να μη τσι βγορίζουνε καλά οι λίρες με τα βιολά κι οι γλεντιστάδες να παίρν’ ο νούς τσι αέρα και να παιγνηδίζουνε τα μάθια τσι πέρα -πόδες.
Η Ζαμπιό έτρωγε κι έπινε απ’ ούλα τα καλορίζηκα του γάμου, χωρίς να κητάζει καθόλου το Κακαντωνιώ που εκαταβρόχθηζε ότι έβρισκε μπροστάντου σαν και νάχε μέρες να δεί φαί κι ήτονε ξεληγομένος απού τη πείνα. Μιας κοπανιάς εκιά που ετρώγανε κι επίνανε χωρίς στεμό οι διό γερόντοι, σκιφτοί κι αμίλητοι τονέ σιμώνει ένα ομορφοκόπελο. Ξανθομάλλικο, με μουστάκι, π’ εφόριε μαύρο ποκάμησο, στιβάνια, με μπλάβα μάθια και μ’ ένα κορμάκι που ετηληγάδηζε σαν τη βίτσα κι εβάστα, μια κούπα γεμάτη κρασί κι έκανε σηγεία πέρα πόδες σε ούλες τσι τάβλες.
Μόλις του βγόρησε η Ζαμπιό ετσά πιομένος που ήτονε με χωρίς αντόδια να τρώει και να πίνει σκηφτή κι αμίλητη, εμπήκε και φώνιαζε μ’ ούλη ντου τη δύναμη. Χωριανοί… Να έπαέ κάθεται η πρότη μου γκόμενα, ελάστε να τη καμαρώσετε που σαν και τη νύφη που χορεύει εκειδέ άσταφτε. Με το που τον άκουσε το Κακαντωνιώ σηκώνει ως κι αν δε τ’ άκουγε τη κατσούνα και του την αμολέρνει του κοπελιού κατακέφαλα και κατά θανάτου φωνιάζωντας.
Εδά θα σε μαραγγέψω γώ κατά που σου στέκει μ’ ετούτανά που πολεμάς οπίσο απ’ τη ράχη μου. Ίσα -ίσα που πρόλαβε να ξεσύρει, να σκίψει και να γλιτώσει τη κατσουνιά το κοπέλι.
Ειντάνε μορέ κουζουλέ που πολεμάς λόμπις εκουζουλάθηκες; Να σκοτώσεις μορέ πάεις το ξένο κοπέλι; Εμένα μορέ κουζούλαρη τη γρά, τη φαφούτα θα κητάξει ετούτονά το λουλούδι; Που αλλού πατώ και μεταπατώ κι άλλού βρίσκουμαι εδά ετόσανά χρόνια απού με μάχεσαι σαν του βοριά το νέφι και δεν μ’ απόμεινε παρά μιαν αναπνιά σ’ ένα μόνο κορμί απού σφαντάσει.
Μη του λέεις παιδάκι μου πράμα να σε βλέπει Η Παναγία κι ο Χριστός του τροζού φύγε Αλάργο ντου πέρα -πέρα να μη σου βαρεί, γιατί αυτός πετραδίζει.
Δεν είναι ευτός για κουβέντες μούτε για χορατά.Δε κατέει είντα του γίνεται ντίπης, απού τα νιάταντου κι όη εδά, που εκατάντησε μ’ ετσά λογιός θρασίμη; Μούφαε τα νιάτα μου και εδά σαρακίζει και τα γεραθιά μου. Δεν αποφασίζει ως κι άν τονέ παρακαλώ να τονέ πάρει ο Θεός να ξεκουραστώ κι εγώ μιαν ημέρα και να φάω και γλυκό ψωμί χωρίς τα βαταλαλίσματα ντου.
Παρ’ απίς με θάψει θα τονέ πάρει κι εκείνο ο Θεός θαρώ..