Οι συνήθειες και οι παροιµίες δεν έχουν τελειωµό. Οι ηλικιωµένοι στο περπάτηµά τους τις λένε όταν θα συναντήσουν κάποια συµπεριφορά των νεότερων στις εργασίες και στις συναντήσεις τους για κάποιον λόγο όπως πρόσφατα κάποιος ηλικιωµένος στην πόλη µας πήγε στον µανάβη για να πάρει κάστανα.
Όµως πρώτα τον ρώτησε από πού είναι η καταγωγή τους; Ο µανάβης απάντησε ότι είναι Χανιώτικα και ότι αν θα κάνεις µε το µαχαίρι µια χαραγή σε σχήµα σταυρού στο επάνω µέρος του, όταν θα ψηθεί ανοίγει και ο φλοιός του αποχωρεί ενώ από άλλα µέρη µένει επάνω στην τροφή του και µε δυσκολία τρώγεται. Μόλις άκουσε αυτήν την λεπτοµέρεια, του είπε βάλε µου ένα κιλό. Στο ζύγιασµα τους ήτανε παραπάνω 300γρ. και του λέει είναι παραπάνω. Να τα αφήσω ή να τα κάνω ένα κιλό; Αµέσως του απάντησε :
Το καλό πράγµα λέγανε οι παλαιοί µας ποτέ δεν το γυρίζουν πίσω. Φεύγοντας στο δρόµο θυµήθηκε τις περιπτώσεις που τις λέγανε όλοι την εποχή τους όταν τύχαινε να συµβούν στις παντριές τους, στα ζώα τους και στα προϊόντα τους κλπ και την εφαρµόζανε µε κάθε λεπτοµέρεια πάντα προς το καλύτερο. Πράγµατι το βράδυ ο ηλικιωµένος έκανε ότι του είχε πει ο µανάβης και επιβεβαιώθηκε για την καταγωγή τους και συγχρόνως τα απόλαυσε µε την ρακή της παραγωγής του. Την άλλη µέρα επιδίωξε να συναντηθεί µε τους φίλους του για να τους ενηµερώσει για το πρόσφατο γεγονός µε τον µανάβη και τα κάστανα του. Θα αναφέρω είπε και λίγες περιπτώσεις που είχανε συµβεί την παλιά εποχή όπως: Ο µεγάλος αδελφός µου έµεινε στο χωριό και ήτανε γεωργός και κτηνοτρόφος. Είχε ένα γάιδαρο από τον πατέρα µου και εκτελούσε όλες τις µεταφορές από το σπίτι του στα χωράφια και από εκεί στο σπίτι του κάθε µέρα. Μετά από λίγα χρόνια είχε γεράσει και τον εγκατέλειψε σε ένα ερηµικό χωράφι να ζει µόνος του µέχρι να πεθάνει. Έτσι αναγκάστηκε να αγοράσει ένα νεότερο.
Είχε ακούσει από τον αγροφύλακα ότι στο διπλανό χωριό ένας είχε δύο και πουλούσε τον ένα. Πράγµατι πήγε και τον αγόρασε µε την συµφωνία αν θα έχει χούγια και ελαττώµατα: «να τσινά-να µην στέκεται να τον φορτώνει-να δαγκώνει», θα τον γυρίσει πίσω. Σύµφωνοί; Ναι. Τον πήρε και έφυγε. Αφού ήτανε καλός δεν τον γύρισε. Στο πανηγύρι του χωριού του πωλητή πήγε ο αδελφός µου στην εκκλησία που είχε ένα τάµα. Μετά από την λειτουργία συναντηθήκανε και του είπε ο πωλητής: δεν µου είπες για τον γάιδαρο µου αν είναι καλός ή κακός και αν θα τον κρατήσεις ή θα µου τον γυρίσεις; Αµέσως του απάντησε ότι: το καλό πράγµα ποτέ δεν το γυρίζουν πίσω και σε ευχαριστώ που µου είπες την αλήθεια.
Επίσης από το ίδιο χωριό ένας χωριανός µας είχε δυο κατσίκες για να πίνουνε τα παιδιά του γάλα. Κάθε µέρα τις πήγαινε στα χωράφια του για να βόσκουν δεµένες µε το σχοινί της ή κάθε µια. Μια µέρα που πήγε να τις πάρει, η µία είχε πνιγεί γιατί δεν είχε υπολογίσει την απόσταση από τον πλησίο υπάρχοντα γκρεµνό. Επειδή δεν του επαρκούσε το γάλα για την οικογένεια του, αναγκάστηκε να αγοράσει µία από το γείτονα του που είχε πολλές. Έτσι το βράδυ πήγε στο σπίτι του και του είπε: Θέλω να αγοράσω µια κατσίκα και να βγάζει πολύ γάλα. Αµέσως του απάντησε: Όποια και να πάρεις όλες στην αρµεγή τους βγάζουν µια οκα και παραπάνω το βράδυ το ίδιο και το πρωί και αµέσως την αγόρασε. Το πρωί χαρούµενος την άρµεξε και έβγαλε περίπου µισή οκά και το βράδυ το ίδιο. Στεναχωρήθηκε για το ψέµα του πωλητή αλλά σκέφτηκε ότι ίσως να στεναχωρήθηκε το ζώο επειδή άλλαξε αφεντικό.
Ακόµα της έδωσε και περισσότερες τροφές αλλά καµία αλλαγή. Έτσι την πήγε πίσω και ήρθανε σε έντονη λογοµαχία µε τον πωλητή, την άφησε και έφυγε. Μετά από ένα µήνα πήγε στον καφετζή και του άφησε τα χρήµατα να τα δώσει στον αγοραστή.
Θα τελειώσω είπε αφού προσθέσω ακόµα ότι αυτήν την συνήθεια την κατοχή που είχε µεγάλη φτώχεια την εφαρµόζανε µε κάθε λεπτοµέρεια και οι άνθρωποι στις εργασίες τους όταν ήτανε να πάνε να εργαστούν. ‘Όπως όταν κάποιος είχε πολλά παιδιά για να επιβιώσουν πήγαινε ο πατέρας στους µεγαλοκτηµατίες και µεγαλοκτηνοτρόφους και τους έλεγε να πάρουν ένα παιδί του µόνιµα κοντά τους να εργάζεται µε κάποια συµφωνία «φαµέγιο». Αυτός απάντούσε αν δεν είναι εργατικό και υπάκουο θα το γυρίσω πίσω και έκλεινε η συµφωνία τους.
Λόγω της φτώχειας κάνανε ότι τους λέγανε οι γονείς τους. Όµως ένας πατέρας στο χωριό µου, βρήκε τον µεγαλοκτηνοτρόφο που είχε πάρει ένα παιδί του και τον ρώτησε αν ο γιος µου είναι εργατικός και είναι ευχαριστηµένος. Αυτός του απάντησε: Αν δεν ήτανε θα σου τον είχα γυρίσει πίσω σε πέντε ηµέρες.
Τέλος και σήµερα εφαρµόζεται αυτή η συνήθεια µε περισσότερη αυστηρότητα γιατί περιµένουν πολλοί να εργαστούν που έχουν ανάγκη στην οικογένειά τους.
Γι΄αυτό όταν είναι εργατικοί και τίµιοι σε όλα τα επαγγέλµατα τους κρατούνε συνέχεια µέχρι να πάρουνε την σύνταξη τους. Ενώ τους τεµπέληδες σε λίγο χρονικό διάστηµα τους δίνουν την απόλυσή τους.
*Ο Γιάννης Τσακπίνης, είναι απόστρατος αξιωµατικός