Σαν πνεύμα κακό ο προδότης του Χριστού πρέπει να καεί και παράλληλα να κοροϊδευτούν και να ρεζιλευτούν οι Εβραίοι που ζήτησαν να σταυρωθεί. Αυτό είναι το βασικό κίνητρο του λαού μας στο έθιμο να καίει τον Ιούδα μόλις ακουστεί το χαρμόσυνο αναστάσιμο άγγελμα.
Πανελλήνιο έθιμο με στοιχειώδεις διαφορές κατά τόπους. Και κρατιέται φαίνεται καλά το έθιμο αυτό, αφού πέρυσι ακόμα, στην πόλη μέσα που όχι κάπως, αλλά αρκετά έχουν υποχωρήσει παλιές λαϊκές συνήθειες, πρόσεξα το “Κάψιμο του Ιούδα” στη συνοικία Σπλάντζια. Απροετοίμαστος όμως κι έτσι τό ’δα χωρίς λαογραφικό ενδιαφέρον. Οπως κι αλλού, το ίδιο και στην Κρήτη, οι νιοι παρακινούνται από τους γεροντότερους κι έτσι το έθιμο πέρασε από γενιά σε γενιά χωρίς να ’χει αλλάξει και πολύ. Παντού ο Ιούδας καίγεται γιατί «πρόδωσε το Χριστό» όπως λένε.
Ο τρόπος που φτιάχνεται το είδωλό του και ο τρόπος που καίγεται είναι σχεδόν ο ίδιος. Μόνη ουσιαστική διαφορά στο πότε καίγεται.
Στα Σφακιά καίγεται το Μεγάλο Σάββατο το βράδυ, στο Νεροχώρι τ’ Αποκόρωνα τη Διπλανάσταση, στο Κακοδίκι Σελίνου την ημέρα του Πάσχα, στη συνοικία Αγίου Ιωάννου (Χανιά) το βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου μετά την Ανάσταση, στα Νοχιά Κισάμου το ίδιο, στους Αρμένους τ’ Αποκόρωνα το ίδιο, στη συνοικία Σπλάντζια (Χανιά) τ’ απόγευμα του μεγάλου Σαββάτου.
Στο «κάψιμο του Ιούδα» συμβαίνει και τούτο το περίεργο. Να φυλάουν άγρυπνα, ξύλα και Ιούδα, για να μην πάνε από άλλα γυρωχώρια και τα κάψουν.
Τέτοιοι αστεϊσμοί συχνοσυμβαίνουν και μάλιστα τόσο προσβάλλονται και θυμώνουν οι παθόντες, που ’ρχονται στο σημείο να δημιουργούν τσακωμούς και παρεξηγήσεις από τούτο το πείραγμα. Επίσης συμβαίνει όχι μόνο μπιστολιές να παίζουν την ώρα που καίγεται, αλλά και κανονιές, αν είναι τούτο δυνατό. Οπως αναφέρει ο Γ. Σειστάκης στο σημείωμά του “Η Λαμπρή στο Κρητικό Χωριό” (Παρατηρητής φυλ. 25-4-1954) στο μικρό του χωριό Σφακό Κακοδικίου Σελίνου, συνήθιζαν την ώρα που βάναν φωτιά στον Ιούδα, να βάνουν φωτιά και σ’ ένα κανόνι που βρισκόταν εκεί, λάφυρο από την πολιορκία της Καντάνου το 1897.
Και τώρα παραθέτω τρεις αφηγήσεις διαφόρων προσώπων από διαφορετικούς τόπους για να διαμορφώσει ο καθείς μια ιδέα γύρω από το “Κάψιμο του Ιούδα” που σαν έθιμο σβήνει κι αυτό από τον χρόνο και την πρόοδο.
Η Αννα Σβουράκη, χρονών 60, από τα Νοχιά Κισάμου, αφηγείται έτσι το “Κάψιμο του Ιούδα”: «Ανήμερα του Μεγάλου Σαββάτου επαίρναμε τα κοπέλια ένα ραβδί και γυρίζανε από πόρτα σε πόρτα για να μαζέψουν κουρέλια και τσούλια για να σιάξουν τον Ιούδα. Οντε τα μάζευγαν έλεγαν “Ελεήστε με τσούλια τον Ιούδα τον Ισκαριώτη απού πρόδωσε τον Χριστό μας”. Ο,τι των έδουδαν τα κρεμούσαν στο ραβδί κι ύστερα πηγαίναν και σιάχναν τον Ιούδα. Κάνανε σταυρό δυο ξύλα, τα ντύνανε με ό,τι είχανε μαζέψει, του βάζαν ένα παλιό καπέλο από ψαθί και γύρω στο λαιμό μιαν αλυσίδα από χοχλιδόκουπες γιατί όπως έλεγαν οι παλιοί ποτίσανε το Χριστό με χοχλιδοζούμι οι γι’ Οβραίοι για κείνονα και κάθε Μεγάλη Παρασκή δεν τρώνε χοχλιούς.
Τότε στένανε στην εκκλησιά απόξω πάνω σε ξύλα που μαζεύγαν όλη την εβδομάδα και τα μεσάνυχτα του Μεγάλου Σαββάτου ως έλεγε ο παπάς το “Χριστός Ανέστη” με τη φωνή “Να κάψουμε τον Ορφανό” του δούδανε φωτιά.
Κείνηνα την ώρα πετούσαμε κι εμείς οι κοπελιές τα δαχτυλίδια απούχαμε φτιαγμένα από το βαγί τω Βαγιώ για να καούνε μαζί ντου».
Ο Κωστής Μπραουδάκης, χρονών 58, τζαγκάρης από τους Αρμένους τ’ Αποκόρωνα αφηγείται «Είναι φτιαγμένος ο Ιούδας από παλιόρουχα γεμισμένα άχερα, μ’ ένα καπέλο κι ένα κομπολόι χοχλιδόκουπες στο λαιμό και το Μεγάλο Σάββατο ως πιάνει και βραδιάζει ξεπορτίζουν τα κοπέλια και
φωνάζουν “στα ξύλα του Ιούδα, στα ξύλα του Ιούδα”. Και σαν τ’ απομαζέψουν στένουνε τον Ιούδα πάνω, του χύνουνε πετρέλαιο και του δούδουνε φωθιά πριχού το “Χριστός Ανέστη”, ώστε να τονε βρει ο παπάς να καίγεται όντε θα το λέει!….».
Και τέλος ο Μανούσος Καλιτεράκης χρονών 73, από το Νεροχώρι τ’ Αποκόρωνα αφηγείται «Μαζεύουν ξύλα ούλη τη Μεγαλο- βδομάδα και στένουνε απάνω τον Ιούδα που πρόδωσε το Χριστό, φτιαγμένον από κουρέλια και με μούρη από ασπρόλιθο που πάνω ντου είναι ζωγραφισμένα μάθια, μύτη, στόμα.
Γυρίζουν και μαζεύγουν και λαμπριάτικα (καλιτσούνια, αυγά, κουλουράκια) και τα τρώνε μετά το κάψιμο που γίνεται με χάχανα και μπαλωθιές τη Διπλανάσταση από το φως του “Χριστός Ανέστη”. Τον Ιούδα και τα ξύλα φυλάουνέ ντα για να μην μας τα κάψουνε απ’ άλλα χωριά!…»
ΜΙΧΑΛΗΣ ΓΡΗΓΟΡΑΚΗΣ
(Χανιώτικα νέα, 20-4-68)