Διήγημα
Ήταν μια φορά τέσσερα αδέλφια που ζούσαν σε μια μικρή πολιτεία. Οι γονείς τους δεν είχαν χρήματα να τα σπουδάσουν, τα παιδιά λοιπόν έπρεπε να διαλέξουν να μάθουν μια τέχνη για να ζήσουν. Ο μεγαλύτερος ήθελε να γίνει φούρναρης. Ο δεύτερος ήθελε να γίνει υποδηματοποιός. Ο τρίτος ήθελε να γίνει ράφτης και ο τέταρτος δεν έβρισκε κάποια τέχνη να του αρέσει. Στο τέλος αποφάσισε πως θα πάει να ζήσει στο βουνό, στο χωριό του παππού του. Ο πατέρας ρώτησε:
-Όλα καλά, μα πώς θα ζήσεις, παιδί μου; Εμείς δεν έχουμε περιουσία, μόνο ένα κομμάτι αγριάδα* στον Πέρα Δέτη** του Μηλόδασους.
-Μην ανησυχείς, πατέρα, εγώ θα τα καταφέρω.
-Θα πας στην ερημιά; Δεν θ’ αντέξεις ούτε μια μέρα, εκεί! Είπαν τα αδέλφια του και γέλασαν.
Η μητέρα ετοίμασε για κάθε παιδί ένα βουργιάλι*** με ελιές και παξιμάδι, για να έχουνε να τρώνε στο δρόμο. Ύστερα έδωσε την ευχή της στους γιους της και τους ξεπροβόδισε****.
Ο πρώτος γιος έμαθε την τέχνη του φούρναρη και έζησε πολύ καλά. Οι άνθρωποι πήγαιναν, κάθε πρωί,να αγοράσουν ζεστό, φρέσκο ψωμί και μετά έκαναν τις υπόλοιπες δουλειές τους. Ο δεύτερος έμαθε την τέχνη του τσαγκάρη και έφτιαχνε στιβάνια*****, παπούτσια και σανδάλια. Όλοι αγόραζαν ένα ζευγάρι παπούτσια για να “καλυκώσουν”****** τα πόδια τους, όπως έλεγαν. Το Πάσχα, μάλιστα, όλοι οι νονοί και οι νονές αγόραζαν κόκκινα παπούτσια για τα βαφτιστήρια τους.
Ο τρίτος γιος έγινε ράφτης και έραβε πουκάμισα, σακάκια και παντελόνια.
Τα τρία αδέλφια έβγαζαν ένα καλό μεροκάμματο. Ο μικρός γιος ανέβηκε στο βουνό. Εκεί βρήκε ένα μικρό σπιτοκάλυβο του παππού του, κάμποσα παλιά εργαλεία και ένα κομμάτι γης που είχε γεμίσει αγριόθαμνους. Ο πατέρας είχε την έγνοια του μικρού γιου του και έλεγε:
-Τι να κάνει άραγε ο μικρός γιος μου; Είναι περήφανος και, αν δυσκολευτεί να τα βγάλει πέρα, φοβάμαι πως δεν θα θελήσει να ζητήσει βοήθεια…
Πιο πέρα από το σπίτι όπου πήγε να ζήσει ο μικρότερος γιος, ζούσε ένας γέροντας χωρικός, ο Αρχαίων, παρέα με τον γάτη και τον σκύλο του. ‘Ηξερε πολλές ιστορίες και γνώριζε πολλά για την αγροτική ζωή. Παλιότερα ήταν βοσκός και γεωργός και μελισσοκόμος. Ύστερα, καθώς περνούσαν τα χρόνια, μαζεύτηκε στο σπίτι και φρόντιζε μονάχα τον κήπο που είχε στην αυλή. Ο νέος είδε πως ο Αρχαίων μπορούσε να τον βοηθήσει με όσα γνώριζε και τον ρωτούσε συχνά:
-Για πες μου, μπαρμπα Αρχαίονα, ποια είναι τα μανιτάρια που δεν έχουν δηλητήριο;
-Πες μου σε παρακαλώ, ποια χόρτα να μαζέψω για να τα μαγειρέψω;
-Μπάρμπα Αρχαίωνα, έχω τρεις αγριελιές στο χωράφι. Πώς θα τις κεντρίσω*******, για να γίνουν ήμερες;
Ο Αρχαίων έλεγε όλα όσα γνώριζε στο νέο και σε κάμποσο καιρό εκείνος έμαθε πολλά για την τέχνη του γεωργού. Έμαθε για όλα τα δέντρα και τα φυτά που υπήρχαν γύρω, για τα άγρια χόρτα και τα βότανα του βουνού.
Έμαθε κάθε πότε φυτεύεται ο κήπος, έμαθε για τη συγκομιδή του λαδιού, έμαθε και για τις μηλιές.
ο τόπος εκεί κάποτε λεγόταν Μηλόδασος, επειδή έβγαζε πολλά και ωραία μήλα. Τώρα πια είχε ερημώσει, τα περισσότερα δέντρα είχαν μαραζώσει. Όμως ο νέος γεωργός φύτεψε στο χωράφι του πολλές μηλιές, διάφορες ποικιλίες και βοήθησε και κάποια παλιά δέντρα να επιβιώσουν.
Μια φορά, ύστερα από λίγα χρόνια, μαθεύτηκε πως θα περάσει ένας άρχοντας από το Μηλόδασος. Είχε, λέει, κάποιο τάσιμο να ξεπληρώσει στον Άγιο του Χωριού. Ο άρχοντας είχε μια κόρη που ήταν φιλάσθενη και πολύ αδύνατη. Η αρχοντοπούλα δεν έβρισκε κάτι για να φάει με την όρεξή της. Κάποια στιγμή, μάλιστα, είχε κινδυνέψει να πεθάνει από την εξάντληση, και οι γιατροί την κράτησαν με τα χίλια ζόρια στη ζωή. Τότε ο πατέρας της είχε τάξει στον Άγιο μια λαμπάδα δυο μπόγια ψηλή. Η αρχοντοπούλα έζησε, αλλά και πάλι κόντευε να φέξει******** από την αδυναμία. Όλα τα φαγητά και τα γλυκά της φαινόταν άνοστα.
Ο Αρχαίων είπε:
-Aναρωτιέμαι, τι κέρασμα να προσφέρουμε στον άρχοντα και τη συνοδεία του, μια και θα διαβούν από το δρόμο μας…
Ο νέος γέλασε με τα λόγια αυτά:
-Σάματις έχουμε κάτι να τους κεράσουμε; Αυτοί, τρώνε φασιανούς και αγριογούρουνα, τούρτες με κρέμα φράουλας και σιρόπι βύσσινου, δαμάσκηνα ψημένα με σελινόριζα, εμείς τι να τους κεράσουμε;
O Αρχαίων κοίταξε σκεπτικός έξω από το παράθυρο και είπε:
-Θα τους κεράσουμε καραμελλωμένα μήλα!
Ο νέος τώρα παραξενεύτηκε ακόμα πιο πολύ:
-Καραμελλωμένα μήλα; Δεν ακούγεται και τόσο σπουδαίο!
O Αρχαίων εξήγησε:
-Δεν θα είναι κάτι που συνηθίζουν να τρώνε ο άρχοντας και η κόρη του. Εγώ ξέρω πώς να φτιάχνω καραμελλόμηλα. Το έμαθα από τον παππού μου, που είχε όλων των ειδών τις μηλιές. Θα σου δείξω την τέχνη. Φαίνεται εύκολο, μα δεν μπορεί να το πετύχει ο καθένας.
Πραγματικά, ξεδιάλεξαν τα καλύτερα από μια ποικιλία μηλιάς που έβγαζε πολύ μικρά μήλα, ευωδιαστά και κόκκινα.Αφού έβγαλαν τα κουκούτσια τους, τα έπλυναν και τα στέγνωσαν. Ύστερα , ο Αρχαίων ετοίμασε στη χύτρα το σιρόπι , που είχε μέσα χυμό από ρόδι και κυδώνι, μαζί κάποια άλλα υλικά και μυρωδικά, όπως τα έγραφε η μυστική συνταγή. Το σιρόπι κόχλασε και άφρισε. Όταν ήρθε η ώρα, ο γέροντας βούτηξε ένα-ένα τα μήλα, που είχε στερεώσει σε μικρά κομμάτια από καλάμι, μέσα στη χύτρα. Αμέσως ύστερα τα έβγαλε και τα τοποθέτησε, με την καλαμένια βάση, σε ένα μεγάλο, φρεσκοψημένο σταφιδόψωμο, για να κρυώσουν. Το σιρόπι σχημάτισε μια διάφανη, λαμπερή και αυωδιαστή κρούστα γύρω από τα μικρά κόκκινα μήλα. Και ποιος δεν θα ζήλευε αυτό το υπέροχο γλύκισμα;
Ο νέος έβαλε το στρογγυλό σταφιδόψωμο με τα καραμελλωμένα μήλα σε μια μεγάλη πιατέλα και στάθηκε, μαζί με τον Αρχαίωνα, έξω από την πόρτα του σπιτιού.
Πέρασε ο άρχοντας με την κόρη τους και τη συνοδεία του και το κορίτσι κοντοστάθηκε, καθώς πλησίαζαν. Είδε την ομορφοστολισμένη, ευωδιαστή πιατέλα και είπε:
-Πατέρα, ας δοκιμάσουμε αυτό το κέρασμα!
Κεράστηκαν, η αρχοντοπούλα έφαγε και δεύτερο μήλο και ο άρχοντας ρώτησε:
Ποιος έφτιαξε αυτό το γλυκό;
Ο Αρχαίων είπε:
-Ο ανιψιός μου, άρχοντά μου. Αυτός εδώ που βλέπετε, είναι πρώτος μάγειρος και ζαχαροπλάστης. Ξέρει όλα τα μυστικά για τα πιο νόστιμα, αγνά και υγιεινά φαγητά και γλυκά! Και, αν μου επιτρέπετε, είναι καλό να γνωρίζουμε όλοι πως “Ένα μήλο την ημέρα, το γιατρό τον κάνει πέρα!”
Ο άρχοντας είπε, δίχως δεύτερη σκέψη:
-Θέλω να έρθει στο αρχοντικό μου και να αναλάβει αυτός την κουζίνα.
Για να μην τα πολυλογούμε, ο νέος έγινε μάγειρος και ζαχαροπλάστης στο αρχοντικό. Αργότερα παντρεύτηκε την αρχοντοπούλα, που, χάρη στην περιποίηση και τα φαγητά που έτρωγε, φτιαγμένα από αγνά υλικά, δυνάμωσε και έγινε καλά. Μαζί πήγαιναν συχνά στο Μηλόδασος και έβλεπαν τον Αρχαίωνα, τον σκύλο του και τον γάτο του. Ύστερα από κάμποσο καιρό η αρχοντοπούλα άποφάσισε να ζήσει για πάντα εκεί, στο βουνό με τις μηλιές, μαζί με τον αγαπημένο της σύντροφο.
Εκείνοι έζησαν καλά κι εμείς καλά να ζιούμε*********
με παραμύθια αποσπερνά********** όμορφα να περνούμε!