Μετά την απελευθέρωση της Κρήτης από τους Άραβες το 961, η Κυδωνία έχει υποβαθμιστεί σε επίπεδο ”χωρίου” σε σχέση με το ένδοξο παρελθόν της. Περιορίζεται στον χώρο της ακρόπολης, της οποίας η οχύρωση είναι σε μια κατάσταση εγκατάλειψης. Ο μόνος λόγος ύπαρξής της είναι το πολύτιμο λιμάνι, πύλη επικοινωνίας με την υπόλοιπη αυτοκρατορία.
Σε μια γενικότερη αλλαγή της κεντρικής πολιτικής φαίνεται και εδώ μια τάση ενίσχυσης της ενδοχώρας. Έτσι η έδρα της Επισκοπής μεταφέρεται στην Αγιά, όπου ανακατασκευάζεται ο παλαιοχριστιανικός ναός της Παναγίας και αλλάζει και το όνομά της. Φαίνεται πιθανό, όπως έγινε ανεπιτυχώς και στην περίπτωση του Χάνδακα, ότι επιχειρήθηκε και εδώ η μεταφορά της πόλης στο μεγάλο φρούριο Κάστελος Βαρυπέτρου, κάτι που δεν είχε συνέχεια.
Η περιοχή των Χανιών περιήλθε τελευταία στην κυριαρχία των Βενετών εξαιτίας της έντονης επαναστατικής δραστηριότητας των κατοίκων. Με διάταγμα του 1252 δίνεται η εντολή της ανακατασκευής της πόλης, των οχυρώσεων και του λιμανιού, η χάραξη δρόμων και πλατειών και η ανέγερση ναών και άλλων δημόσιων κτηρίων. Η πόλη μέχρι το 14ο αιώνα περιορίζεται στο χώρο της ακρόπολης, ενώ περιμετρικά της κτίζονται οι μεγάλες μονές των Δυτικών ταγμάτων. Στο Καστέλι, συγκεντρώνονται οι κατοικίες των φεουδαρχών, δίνοντας στην περιοχή μια εικόνα σύγχρονης ευρωπαϊκής πόλης με υστερογοτθικά χαρακτηριστικά.
Ο Σκωτσέζος περιηγητής του 16ου αιώνα Lithgow αναφέρει την ύπαρξη 97 εντυπωσιακών μεγάρων στο Καστέλι. Τον περιτειχισμένο οικισμό διέσχιζε ο κεντρικός δρόμος (Corso), η σημερινή οδός Κανεβάρω, η οποία ένωνε την ανατολική με τη δυτική πύλη, ενώ δυο μικρότερες πύλες υπήρχαν βόρεια (στην οδό Αφεντούλιεφ στη λίθινη σκάλα) και νότια (στην οδό Κατρέ). Στο μέσο του Corso, στην πλατεία Αγίας Αικατερίνης, στη θέση παλαιοχριστιανικής βασιλικής, πιθανώς του καθεδρικού της πόλης, κτίστηκε ο νέος καθεδρικός ναός της Παναγίας (Duomo) και στην οδό Αγίου Μάρκου η γυναικεία Μονή της Santa Maria dei Miracoli (Παναγίας των Θαυμάτων), ενώ μικρά παρεκκλήσια αναφέρεται πως υπήρχαν ενσωματωμένα στα μέγαρα των φεουδαρχών. Η ακρόπολη με το τείχος και τα κτήριά της σε λεπτομέρεια εικονίζεται σε δυο χάρτες του Angelo Oddi (1601) και έναν του Hercole Nani (1613).
Οι Βενετοί έποικοι φρόντισαν για εκτεταμένες επεμβάσεις στο τείχος, κυρίως από την εσωτερική του πλευρά, που σωζόταν σε κακή κατάσταση, όπως διαπιστώσαμε κατά τις πρόσφατες εργασίες, κατασκεύασαν τις τέσσερις πύλες και πραγματοποίησαν ορισμένες αλλαγές της πορείας του τείχους όπως στη βορειοδυτική του γωνία, στην πλατεία της Μεραρχίας. Εξαιτίας της υψομετρικής διαφοράς μια μονότοξη γέφυρα οδηγούσε στην ανατολική πύλη, η οποία κατεδαφίστηκε με τη διαπλάτυνση της οδού Δασκαλογιάννη. Το κυριότερο κτίσμα των Βενετών πάνω στο λόφο ήταν το διοικητήριο (palazzo) του ρέκτορα της περιοχής των Χανιών στη βορειοδυτική πλευρά πάνω στο τείχος.
Το palazzo φαίνεται σε μια καλή απεικόνιση της πόλης από τον G.Corner το 1625 και σε άλλες που την αντιγράφουν, ενώ εξαιρετικά χρήσιμες για την έκταση και τη μορφή του είναι μεταγενέστερες απεικονίσεις, όπως αυτή του αρχιτέκτονα Friedrich Hessemer το 1829 και άλλες πριν από το 1850, που κατεδαφίστηκε το μεγαλύτερο μέρος του. Καταλάμβανε το μεγαλύτερο μέρος της δυτικής πλευράς της οδού Λιθινών, όπου υπήρχε και ο ναός του προστάτη της Βενετίας Αγίου Μάρκου, ερείπια του οποίου πάνω στο Βυζαντινό τείχος φαίνονται σε φωτογραφίες της δεκαετίας 1860-1870 και σε χαρακτικά.
Στο τέρμα της οδού Λιθινών σώζεται η πύλη του Αρχείου, ενώ ένα διαβατικό οδηγεί στην κλειστή πλατεία ανατολικά του palazzo. Όπως φαίνεται στο ακριβές σχέδιο του Hessemer το μέγαρο στηριζόταν σε μεγάλα οξυκόρυφα τόξα από την εξωτερική πλευρά, ενώ διακρίνονται τυπικά οξυκόρυφα παράθυρα, χαρακτηριστικά που οδηγούν στη χρονολόγησή του στον 13ο αιώνα. Επεκτεινόταν, παράλληλα με την οδό Αφεντούλιεφ μέχρι το κτήριο των Οθωμανικών Φυλακών, το κάτω μέρος των οποίων είναι πύργος του τείχους. Αντίθετα από την εσωτερική πλευρά και μέσα στο σωζόμενο τμήμα του palazzo (οικία +Μίνω Ησυχάκη) σώζονται έντονα μανιεριστικά αρχιτεκτονικά στοιχεία, που υποδηλώνουν την ανακατασκευή της πλευράς αυτής κατά τον 17ο αιώνα. Το μεγαλύτερο μέρος του κατεδαφίστηκε γύρω στο 1850 για να κτιστεί στη θέση του το Οθωμανικό Διοικητήριο (Κονάκι).
Σήμερα σώζεται ένα μέρος του σε μια σειρά κατοικίες πάνω στο τείχος, ενώ τα ερείπιά του σε μικρό βάθος επεκτείνονται στη δυτική και τη βόρεια πλευρά της πλατείας και φτάνουν σε πλάτος περίπου μέχρι το μέσο της, όπως διαπιστώθηκε από ανασκαφική έρευνα της Εφορείας Βυζαντινών Αρχαιοτήτων πριν από λίγα χρόνια. Η ανασκαφή και ανάδειξή των ερειπίων παρουσιάζει ενδιαφέρον.
Δυστυχώς η συνοικία Καστέλι, η ωραιότερη της Κρήτης, με το πλήθος τα αρχοντικά μέγαρα, κυριολεκτικά διαλύθηκε από τους Γερμανικούς βομβαρδισμούς του 1941, που είχαν ως στόχο τις στρατιωτικές εγκαταστάσεις (Μεραρχία, νεώρια), οι οποίες ωστόσο έμειναν ανέπαφες σε αντίθεση με την υπόλοιπη συνοικία. Τις καταστροφές ολοκλήρωσε η εφαρμογή του νέου ρυμοτομικού σχεδίου του Δοξιάδη μετά τον πόλεμο, με τις ρυμοτομήσεις και την εφαρμογή του αστικού αναδασμού, καθώς και οι επεμβάσεις της Δημοτικής Αρχής, όπως ήταν η κατεδάφιση της ανατολικής και της νότιας πύλης. Παρόλα αυτά η συνοικία δεν έχει χάσει το χαρακτήρα της και η αυστηρότερη εφαρμογή του Αρχαιολογικού Νόμου συνέβαλε στη διατήρησή της ως μιας περιοχής αμιγούς κατοικίας.
Η αποκάλυψη στη θέση των ερειπίων σημαντικών στοιχείων από το απώτερο παρελθόν της πόλης ενισχύει την ανάγκη ιδιαίτερης προστασίας και ανάδειξης της διαχρονικής εξέλιξής της, ένα μοναδικής σημασίας Αρχαιολογικό Πάρκο στο οποίο αποτυπώνεται ολόκληρη η Ιστορία της Κρήτης. Η διατήρηση του χαρακτήρα της ως τόπου ήπιας κατοικίας, που διατηρήθηκε μέχρι σήμερα με πολύ κόπο, θα πρέπει να συνεχιστεί μακριά από προσπάθειες ανιστόρητων φορέων, ή επιχειρηματιών να τη μετατρέψουν και αυτήν σε ένα σούπερ μάρκετ τουριστικής δραστηριότητας, όπως η υπόλοιπη παλιά πόλη, κάτι που αποτελεί και επιθυμία των μόνιμων κατοίκων, τους οποίους και θα πρέπει να σεβαστούμε.
* Ο Μιχάλης Ανδριανάκης είναι επίτιμος έφορος Αρχαιοτήτων