ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΗ ΑΛΗΘΕΙΑ
Στην αυλή του ωδείου Χανίων, συγκεντρώνονται τα “πουλιά” του τρίτου σμήνους. Κοριτσάκια – μαθήτριες του δημοτικού – πρόσεχαν, να τηρούν τους κανόνες συμπεριφοράς στα παιχνίδια και τη συναναστροφή, με τα άλλα κορίτσια. Το γαλάζιο πουλί, το γοργό πουλί και το σοφό πουλί, ήταν οι επικεφαλής του ¨σμήνους¨ και πρόσφεραν στα παιδιά, ό,τι καλύτερο μπορούσαν από παραστασούλες, τραγούδια και χρήσιμες ασχολίες.
Εκεί, στην αυλή του Ωδείου, υπήρχε ένα σκοτεινό, ανήλιο δωματιάκι, που μπορεί να το χρησιμοποιούσαν ως αποθήκη. Το δάπεδο, κάποτε, ίσως, ήταν στρωμένο με μία μορφή τσιμέντου, αλλά, την εποχή των «πουλιών», είχε καταστραφεί και αποκάλυπτε – σε πολλά σημεία – χώμα. Παράθυρο- και αν υπήρχε – δεν φαινόταν. Αυτά που αντίκριζε, όποιος επλησίαζε εκείνο – το παράπηγμα, ήταν ένα σιδεροκρέββατο παλιό, με στρώμα βουλιαγμένο στη μέση. Κάποια στρωσίδια – μάλλον καθαρά – σκέπαζαν αυτό το κρεβάτι και κοντά του, ήταν ένα τραπεζάκι με μία κανάτα νερού, δύο τρία πιάτα και δύο μεταλλικά κύπελλα. Σ΄ ένα καρφί, μία «χωμένη» πετσετούλα ανέμιζε από το αεράκι της αυλής, που μπαινόβγαινε από την ανοικτή πόρτα του «δωματίου». Έξω από αυτό, υπήρχε μία σβησμένη φουφού ή κάτι σαν πυρομάχι – όπως ονομάζουν, σε χωριά – την πρόχειρη εστία για το μαγείρεμα. Άλλος χώρος, βοηθητικός, δεν υπήρχε. Ίσως να χρησιμοποιούσε κάποια κοινόχρηστη «τουαλέτα» , αυτή που κατοικούσε στο δωματιάκι, που έμοιαζε με τρώγλη. Τρώγλη, ακριβώς.
Το μπάνιο, γινόταν σε σκάφη, μερικές φορές το χρόνο. Παρ΄όλα αυτά, το Κατερινιώ, δεν παραπονιόταν. Ήταν ολομόναχη σ΄αυτόν τον κόσμο, και χαιρόταν που δεν βρεχόταν τον χειμώνα, αφού είχε ένα κατάλυμα, να ξαπλώνει και να αναπαύεται, όση ώρα δεν έκανε δουλίτσες, όπως έλεγε. Κάποιες φορές, τις Κυριακές, καθόταν σε μία καρέκλα, έξω από την πόρτα της, περιμένοντας τα πουλάκια να κελαηδήσουν. Τα προσκοπάκια ήταν αυτά. Η ωραιότερη ημέρα της εβδομάδας ήταν, για το Κατερινιώ, αυτή. Η Κυριακή. Τρείς ώρες περίπου, δεν ήταν λίγες να χαίρεται, ακούγοντας τα τραγούδια και τα παιχνίδια τους. Ακούγοντας…
Γιατί δεν έβλεπε καθαρά, φυσιογνωμίες και αντικείμενα. Μόλις, ένα περίγραμμα. Από τα παιδιά της προσκοπικής ομάδας – ένα κοριτσάκι – η Νάγια, αφού τελείωναν οι εκδηλώσεις της ομάδας, επισκεπτόταν το Κατερινιώ, για λίγο. Φαινόταν να προβληματίζεται, για τον τρόπο που «ζούσε». Λυπόταν που ήταν ολομόναχη στη ζωή και έμενε σ΄ένα άθλιο δωμάτιο, σκοτεινό, που μύριζε μούχλα από την υγρασία του χειμώνα. Πάντα, της έδινε κάτι, που έφερνε από το σπίτι της ή το χαρτζιλίκι από γονείς ή τη γιαγιά. Την επισκεπτόταν και όταν δεν είχε προσκοπισμό. Κάποιες φορές δεν πήγε μόνη. Για να πιστέψουν – όσα διηγόταν – οι φίλες της, παρακάλεσε την Άννα – μία καλή φίλη από το δημοτικό – τότε – να την επισκεφτούν μαζί. Δεν ξέχασε, ούτε η Άννα, τις εικόνες, που δεν ξεχνούσε η Νάγια.
Πλησίαζαν Χριστούγεννα. Μετά από είκοσι δύο μέρες, ακριβώς, θα έλεγαν τα κάλαντα, θα χαιρόταν ο κόσμος – όπως πάντα χαίρεται, με τις μεγάλες γιορτές – και οι πιο φτωχοί ακόμη. Ελπίζουν, πως, άγιες ημέρες, κάτι μπορεί να «κερδίσουν», από τη φιλανθρωπία εκείνων, που, τέτοιες μέρες, τους θυμούνται. Έστω – και αν – τον περισσότερο χρόνο – αυτοί φυτοζωούν στη λησμονιά.
Η Νάγια, θα πρόσφερε ένα καλό και χρήσιμο δώρο στη μεγάλη, μοναχική φίλη της, αλλά θα αποκάλυπτε ποιο ήταν, όταν θα ήταν έτοιμη να το παραδώσει.
Αρχές -δύο ή τρείς- Δεκέμβρη, βρέθηκε στην αυλή του Ωδείου και κτυπούσε την πόρτα της Κατερινιώς, λέγοντας ποια είναι. Για να μην τρομάξει. Η πόρτα ήταν κλειστή, βέβαια, μέσα στο καταχείμωνο και η γυναικούλα, εκεί, θα κρύωνε οπωσδήποτε. Φρόντισε, η Νάγια, γι΄ αυτό και για πολύ περισσότερα…
Μόλις άνοιξε η πόρτα, διέκρινε το κοριτσάκι – το Κατερινιώ – και αναθάρρησε. «Με τέτοιο κρύο, βγήκες έξω…» της λέει
«Ήρθα να σας ζεστάνω», απάντησε η μικρή. «Έχω και καλά νέα, να σας πω. Θα γνωρίσετε τον πατέρα μου. Θέλει να σας δει. Τους έφερα ρούχα, μια καινούρια ρομπίτσα, νυχτικά, παντόφλες και μία μεγάλη πετσέτα. Έφερα και ωραία σαπούνια. Θέλετε, να σας βοηθήσω να κάνετε το μπάνιο σας, στη σκάφη;» Ρώτησε η Νάγια. « Όχι ντρέπομαι. Δεν θέλω να με βλέπουν, όταν πλύνομαι. Μπορείς, όμως, να με βοηθήσεις, να ζεστάνω νερό, στη φουφού; Πάρε το μεγάλο τσουκάλι, που είναι κάτω από το τραπέζι». Υπήρχε ένα ντουλάπι δαπέδου, παλιό, αλλά εκεί φύλαγε άλλα πράγματα, δικά της. Ήταν το «σεντούκι» των αναμνήσεων του παρελθόντος της.
Με δυσκολία άναψε η φωτιά, γιατί ο αέρας παγωμένος και τσουχτερός, εμπόδιζε να διατηρηθεί. Τα κατάφερε – τελικά – η Κατερινιώ, με τη βοήθεια της Νάγιας, που είχε παγώσει. Κουβάλησε το καυτό νερό στο δωμάτιό της και αφού έβαλε ένα γουβαδάκι δίπλα στη σκάφη, λέει στο κορίτσι. «Τώρα φύγε. Μπορώ να πλυθώ. Θα σαπουνιστώ, με το σαπούνι που έφερες».
Απλώνει ένα νυχτικό, η μικρή, πάνω στο κρεββάτι, ακουμπά τη ρόμπα στην πλάτη της μικρής, γδαρμένης πολυθρόνας και αφήνει την πετσέτα στην καρέκλα, να μην ψάχνει, αφού δεν μπορούσε, το Κατερινιώ…
Το απόγευμα, πριν νυχτώσει, βρισκόταν, με τον πατέρα της, στην αυλή του Ωδείου, πάλι, η Νάγια.
Της άνοιξε, αμέσως, λες και περίμενε την επίσκεψη.
Μύριζε το δωμάτιο σαπούνι, από το μπάνιο της Κατερινιώς, που φορούσε την καινούρια ρόμπα και τις παντόφλες, που της πρόσφερε η μικρή φίλη της. Ήταν μικροσκοπική και η ρόμπα σερνόταν κάτω, όμως, ήταν χαρούμενη. Καμάρωνε τις ζεστές παντόφλες και χάϊδευε τη μάλλινη ρόμπα της, χωρίς να πάψει να ευχαριστεί, συνέχεια. «Δεν βλέπω τι φορώ. Χαίρομαι, γιατί έχω να βάλω – καινούριες παντόφλες και ρόμπα, από τότε που σταμάτησα τη δουλειά μου», είπε με παράπονο.
Πριν πάθουν τα μάτια της, περιπλανιόταν με το καροτσάκι της, όπου την εγνώριζαν, διαλαλώντας την πραμάτεια της.
«Είχα καλά πράματα», υποστήριζε με καμάρι. Τα ξερολούκουμά μου, τα φιστίκια, τα αμύγδαλα, όλα, ήταν πρώτα. Πουλούσα, ό ,τι ήθελαν οι κυρίες… αλλά…» Πολλά μπορεί να συμβούν απρόβλεπτα και δυσάρεστα.
Ήταν γυναίκα της πόλης, όμως, πολύ φτωχή.
Είχε το σώμα της ένα κυκλικό σχήμα, αν και δεν ήταν παχιά, από την εγκατάλειψη και την έλλειψη «στηριγμάτων», απαραίτητων – ιδιαίτερα- στον θώρακα ηλικιωμένων γυναικών.
Το στοιχείο που την χαρακτήριζε, ήταν η χοντρή πλεξίδα, γύρω στο κεφάλι, σαν στεφάνι και η καθαρή, δυνατή φωνή της. Ανέφερε, η Νάγια, πως θα πρέπει να τραγουδούσε ωραία.
«Δεν ξέρω τραγούδια. Λέω καλά τα τροπάρια.
«Πες ένα», παρακάλεσε, η Νάγια.
Δεν δίστασε εκείνη. Άρχισε να ξεχύνεται μία φωνή, που απλώθηκε και θα ακουγόταν έξω από το δωμάτιο – τρώγλη και ίσως, να έφτανε στην κοντινή ακτή. Θα σκέπαζε, σίγουρα, το μουγκρητό της θάλασσας, που θα υποχωρούσε, σ΄αυτή την αποκάλυψη μπροστά της, από την Κατερινιώ. Έψαλλε «τη υπερμάχω» που της άρεσε πολύ.
Της είπε, πως ήταν και ο πατέρας της μαζί, που στεκόταν στην άκρη του δωματίου, κοντά στην πόρτα.
«ωχ και εγώ έψαλλα, ντροπή!… Ντρέπομαι τώρα», έλεγε και ξανάλεγε η καημένη και κτυπούσε τις παλάμες, πάνω στο σωματάκι με τη ρόμπα. Ο πατέρας της Νάγιας, δεν ήταν οφθαλμίατρος, αλλά καλός παθολόγος.
Έκανε κάποιες ερωτήσεις, της έδειχνε κάποια αντικείμενα για να τα αναγνωρίσει και εκείνη καταλάβαινε πιο πολύ, με την αφή. «Διορθώνεται», είπε ο πατέρας της Νάγιας. «Καταρράκτη έχετε. Θα χειρουργηθείτε, πολύ σύντομα».
«Δηλαδή θα βλέπω;» Ρώτησε το Κατερινιώ.
«Θα βλέπετε και καλά, μάλιστα, ήταν η απάντηση του πατέρα.
Εκφράζεται η ευγνωμοσύνη με πολλούς τρόπους. Ένας είναι τα δάκρυα της χαράς. Άρχισε να κλαίει η καημένη και έδινε ευχές στον καθένα χωριστά. Πατέρα, κόρη και τον γιατρό, που θα την χειρουργούσε.
Γονάτισε και ήθελα να φιλήσει τα χέρια, τα πόδια του κοριτσιού, όταν την διαβεβαίωσαν πως θα έκανε πάλι, ό, τι πριν κάμποσα χρόνια, όταν μπορούσε να πλέκει, να ράβει, να συμμαζεύει τα πράγματα της.
«Θα μπορώ να βλέπω τα πρόσωπά σας. Να μάθω ποιοι είστε, ¨είπε, ενώ τακτοποιούσε το μπογαλάκι της, στη δερμάτινη καφετιά τσάντα, για ψώνια, που της χάρισε η Νάγια.
Την παρέδωσε, ο πατέρας της, στον οφθαλμίατρο που θα την χειρουργούσε. Η κλινική υπήρχε δίπλα στην αυλή του Ωδείου. Την χώριζε ένας λεπτός τοίχος, από το δωματιάκι της Κατερινιώς.
Η εγχείρηση του καταρράκτη δεν ήταν, τότε, απλή υπόθεση και μάλιστα ταυτόχρονα, σχεδόν, στα δύο μάτια, όταν γινόταν…
Παραμονή Χριστουγέννων, επέτρεψε, ο γιατρός, επίσκεψη.
Όπως ήταν φυσικό, πήγε – να την δει – η Νάγια. Την συνόδεψε ο πατέρας της, αλλά δεν προχώρησε μέχρι τον θάλαμο. «Πήγαινε στη φίλη σου», είπε στην κόρη του. «Αλλά μην την κουράσεις. Πες της, πως θα της χαρίσεις – όταν βγει – τα μαλλιά και τις χοντρές βελόνες, για να πλέκει».
Κάποτε, ως κοπέλα, έπλεκε δαντέλες, εργόχειρα διάφορα, κουβέρτες και τα πουλούσε, για να μπορεί να πληρώνει το ενοίκιο της και να αγοράζει τα πράγματα που πουλούσε, στο καροτσάκι της. Τώρα, πια, δεν έπλεκε κομψοτεχνήματα. Ήταν και τα μάτια, μεγάλωνε κιόλας…
Η συνάντηση, στο δωμάτιο της κλινικής, ήταν πάρα πάνω από συγκινητική.
Η Κατερινιώ, να μη θέλει ν΄ αφήσει από την αγκαλιά της τη Νάγια. Ο οφθαλμίατρος να έχει μείνει άναυδος, ακούγοντας την ιστορία με την μικρή και την – ώριμης ηλικίας – φίλη της, ενώ το κορίτσι επαναλάμβανε: «Χαράς το πράγμα».
Ο πατέρας ένοιωθε υπερηφάνεια για το παιδί του και συνειδητοποιούσε πως θα γινόταν καλός άνθρωπος. Θα μοιραζόταν τον πόνο με εκείνους που δεν θα μπορούσαν να τον υποφέρουν μόνοι, θα βοηθούσε, με όποιες δυνάμεις διέθετε, όσους είχαν ανάγκη βοήθειας, χωρίς να της το ζητήσουν. Στο βάθος της ψυχής της, η Νάγια, δάκρυσε. Δεν πίστεψε πως έκανε κάτι σπουδαίο. Κατάλαβε, όμως, πως χαιρόταν πολύ, βαθιά, μέσα στην ψυχή της, γι΄αυτό που πρόσφερε σ΄ένα άνθρωπο μόνο και φτωχό.
Ένοιωσε, ακόμη, πως αυτό θα έπρεπε να συνεχιστεί στη ζωή της, ό, τι και αν γινόταν, όπως και να ήταν. Έπρεπε να ακολουθήσει τη φύση του χαρακτήρα της, έστω και αν αυτό – κάποιες φορές – θα είχε κόστος. Έστω και αν, κάθε καλό που θα έκανε, έπεφτε στο κενό. Έτσι γίνεται…