Σημαντικός παράγοντας που επηρεάζει την ποιότητα της διατροφής των παιδιών της σχολικής ηλικίας είναι και τα τρόφιμα που διατίθενται στα σχολικά κυλικεία, γιατί οι μαθητές, συνήθως προτιμούν τρόφιμα ζαχαρώδη και πλούσια σε λίπος, και μάλιστα κακής ποιότητας. Παρόλα αυτά, για τα είδη που πωλούνται στα σχολικά κυλικεία, υπάρχει συγκεκριμένο νομοθετικό πλαίσιο, που επιτρέπει τη διάθεση: – σάντουιτς και τοστ τυριού, – ψωμιού τύπου 90%, – τυριών ελληνικής παραγωγής, – ουλουριών, σταφιδόψωμων και φρυγανιών, – παστεριωμένου γάλακτος και γιαουρτιών, – φρούτων εποχής και φυσικών χυμών χωρίς ζάχαρη, – ξηρών καρπών, – τυρόπιτων και σπανακόπιτων, καθώς και – τσαγιού και καφέ, μόνο για το προσωπικό του σχολείου. Τα τρόφιμα αυτά, σύμφωνα με το νόμο, θεωρούνται ως ενδεδειγμένα για την προστασία της υγείας των μαθητών, γι’αυτό και η πώληση άλλων προϊόντων, αποτελεί παράβαση του νόμου και αιτία καταγγελίας της σύμβασης με τον κυλικειάρχη. Ωστόσο, για την ποιότητα των διατιθέμενων προϊόντων προκύπτουν σημαντικά προβλήματα για το επιτρεπόμενο ποσό υδρογονωμένων λιπαρών οξέων που μπορεί να περιέχονται στα τρόφιμα ή το είδος του διατιθέμενου ψωμιού, δηλαδή αν αυτό είναι λευκό, μαύρο ή πιτυριούχο. Ως προς την οικονομική διάσταση της σχολικής διατροφής, πρέπει να γίνει κατανοητό ότι τα περιθώρια κέρδους του κυλικειάρχη, δεν μπορεί να είναι υψηλά, αλλά και ούτε και οι οικονομικές απαιτήσεις του σχολείου από τον κυλικειάρχη να είναι μεγάλες, γιατί το κυλικείο συνιστά μέρος του γενικότερου σχολικού περιβάλλοντος, που μπορεί, και αυτό, να συμβάλλει στην ποιοτική αλλαγή του, και όχι ευκαιρία ίδρυσης, μεγαλοκερδοφόρας, ιδιωτικής επιχείρησης. Γι’ αυτό είναι δικαιολογημένη, αλλά και ποιοτικά δημιουργική, η στάση του Συλλόγου Μισθωτών Κυλικείων Δημοσίων Σχολείων Ν. Χανίων, που προτείνει (στην ετήσια γενική του συνέλευση), τη θεσμική θωράκιση του επαγγέλματος των κυλικειαρχών, επειδή η ισχύουσα νομοθεσία επιτρέπει την ενασχόληση με τα κυλικεία σε επαγγελματίες που -συνήθως- δεν έχουν καμμιά προηγούμενη εμπειρία, κατάρτιση ή εκπαίδευση. Έτσι ο σύλλογος αυτός θεωρεί ότι η εκπαίδευση αυτή χρειάζεται να διαρκεί τουλάχιστον 120 ώρες, για να μπορέσουν οι επαγγελματίες αυτοί να παρέχουν υπεύθυνες και καλύτερες υπηρεσίες στην ποιοτική και υγιεινή διατροφική υγεία των μαθητών (Χ.Ν., 5.9.2019, σελ. 9). Πέρα όμως από την επινοικίαση, χρήση και αξία του κυλικειακού χώρου, το σχολείο παρέχει και άλλες δυνατότητες λειτουργίας του κυλικείου, όπως το να εργαστούν για το κυλικείο, εθελοντικά, γονείς των μαθητών ή και να αναλάβουν οι ίδιοι οι μαθητές, μέσω των συμβουλίων τους, τη διαχείριση του κυλικείου, γεγονός που θα προωθούσε την κοινωνικοποίησή τους, την υπευθυνότητά τους και τη συνειδητή λειτουργία τους, ως υπεύθυνων -αυριανών- πολιτών που διαχειρίζονται -συλλογικά- το αγαθό και την αξία της διατροφικής τους υγείας (Α. Αθανασάκης – Ν. Ευσταθίου, Διατροφική Αγωγή Υγείας, Εκδ. Χρήστος Δαρδανός, Αθήνα 2013). Ωστόσο, για να υλοποιηθεί το εγχείρημα αυτό και το σχολικό κυλικείο να αποτελέσει υγιή πυρήνα έλξης των μαθητών και των μαθητριών, χρειάζεται να εφαρμοστεί στο σχολειό τους, ένα πρόγραμμα διατροφικής αγωγής υγείας, που θα προβλέπει ένα διαιτολόγιο υγιεινής διατροφής, με όλα τα βασικά θρεπτικά συστατικά. Γιατί με αυτόν τον τρόπο, η διατροφική έρευνα γύρω από το κυλικείο, συνιστά ένα παιδαγωγικό εργαλείο που μπορεί να συντελέσει στη διαμόρφωση υγιών διατροφικών συμπεριφορών στη σχολική μονάδα. Στο πρόγραμμα αυτό υγιεινής διατροφικής κουλτούρας οι μαθητές εργάζονται συλλογικά, βιωματικά, διερευνητικά και διεπιστημονικά για την ποιότητα των τροφίμων που διατίθενται στα κυλικεία. Δηλαδή, οι μαθητές ανακαλύπτουν, συλλέγουν, επεξεργάζονται και παρουσιάζουν πληροφορίες, υλικά και ιδέες, αυτό πολυποίκιλες πηγές πληροφόρησης για τα θρεπτικά συστατικά των τροφίμων. Στη συνέχεια, συζητούν και υποβάλλουν προτάσεις στις ομάδες εργασίας τους, για την παρασκευή, πώληση και διανομή τους. Επίσης, στις μικρότερες αξίες του Δημοτικού και του Γυμνασίου, οι μαθητές δραματοποιούν τις προτάσεις τους, σε μικρά, θεατρικά δρώμενα, υποδυόμενοι τους ρόλους του κυλικειάρχη, του Διευθυντή του σχολείου, των εκπαιδευτικών, των μαθητών-πελατών, των γονιών και άλλων μελών της σχολικής κοινότητας. Σε μεταγενέστερο χρόνο, η διατροφική έρευνα μπορεί -έμπρακτα- να καταλήξει στην παρασκευή και διανομή των τροφίμων του κυλικείου, μέσα από την αυτο-διαχείρισή του, σε μορφή, ίσως, σχολικού συνεταιρισμού, που θα διαθέτει ασφαλή, ποιοτικά και υγιεινά -και όχι επιβλαβή- τρόφιμα. Συμπερασματικά, ένα τέτοιο σχολικό κυλικείο, που λειτουργεί με αυτο-διαχειριστική λογική, υπευθυνότητα και ευσυνειδησία, βασισμένο σ’ ένα εξισορροπημένο μοντέλο μεσογειακής διατροφής, μπορεί να συμπληρώνει το καθημερινό διαιτολόγιο των μαθητών και να δρα, συμβουλευτικά στην οικογένεια, για την κάλυψη των θρεπτικών και βιοτικών αναγκών των μελών της.