Το κίνημα στο Γουδί (1909), εκτός από τις πολιτικές μεταρρυθμίσεις του Ελευθερίου Βενιζέλου, προκάλεσε μεγάλες αλλαγές και στο θέατρο, στη μουσική και στον παραδοσιακό χορό. Την πρώτη δεκαετία του 1900 οι Έλληνες λογοτέχνες υποστήριζαν ένα «εθνικό θέατρο» με προτεραιότητες τη δραματουργική τέχνη και τη γλώσσα (υπάρχει το Γλωσσικό Ζήτημα, καθαρεύουσα ή Δημοτική), με βάση τα κλασικά μοτίβα της ηθογραφίας και του ιστορικού δράματος αντί για το «ελεύθερο» θέατρο και τη θεατρική τέχνη καθεαυτή. Ο Νίκος Καζαντζάκης, με το πρώιμο θεατρικό του έργο της περιόδου 1906-1910 («Ξημερώνει», «Έως πότε», «Φασγά», «Κωμωδία» και «Πρωτομάστορας»), ήταν αυτός που προσπάθησε να εκσυγχρονίσει το νεοελληνικό θέατρο γονιμοποιώντας τη θεματολογία, τη δράση και τους ήρωες των έργων του με τα αντίστοιχα έργα των μεγάλων ευρωπαίων θεατρικών συγγραφέων, όπως ο Χένριχ Ίψεν, ο Μώρις Μάτερλιγκ, ο Άουγκουστ Στρίντμπεργκ, κ.ά. Επίσης, επηρεάζεται και συνδιαλέγεται με τα αισθητικά ρεύματα του Νατουραλισμού, του Αισθητισμού, του Συμβολισμού και του Εξπρεσιονισμού, καθώς και τις ιδέες μεγάλων φιλοσόφων του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα (Νίτσε, Μπερξόν).
Οσον αφορά στη μουσική ο μουσικός πολιτισμός της Ελλάδας τις δυο πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα χαρακτηρίζεται από τη μετάβαση από την Επτανησιακή μουσική σχολή στη Νεοελληνική Εθνική Σχολή, η οποία αναπτύσσεται στα πρότυπα των εθνικών μουσικών σχολών της Ευρώπης. Στο περιοδικό Παναθήναια τον Νοέμβριο του 1901 εμφανίζεται το «μανιφέστο Λαμπελέτ» του Γεωργίου Λαμπελέτ (1875-1945), ένα άρθρο με τίτλο «Η εθνική μουσική. Η λαϊκή», το οποίο αναφέρεται στη δημιουργία εθνικής μουσικής με τη χρησιμοποίηση κλασικών προτύπων πάνω σε ελληνικά μοτίβα. Ακολουθεί ο Διονύσιος Λαυράγκας (1860-1941), ο οποίος συνθέτει την πρώτη Ελληνική σουΐτα (1903), το πρώτο συμφωνικό έργο της Ελληνικής Εθνικής Σχολής. Το 1908 ο Μανόλης Καλομοίρης (1883-1962), αν και ανήκει στη γερμανική μουσική σχολή («αντίπαλος» της επτανησιακής) η οποία στρέφεται στη βαγκνερική συμφωνική μουσική, υιοθετεί την πρόταση Λαμπελέτ και στη συναυλία του Ωδείου Αθηνών προτείνει τη δημιουργία «εθνικής μουσικής» με βάση το δημοτικό τραγούδι. Έτσι, δημιουργείται τις δεκαετίες του 1910, 1920 και 1930 η «μόδα» της εθνικής μουσικής με βάση το δημοτικό τραγούδι και τους εθνικούς ποιητές, Κωστή Παλαμά, Γεώργιο Δροσίνη, Ιωάννη Πολέμη, κ.ά.
Σε αυτά τα πολιτικά, μουσικά και κοινωνικά πλαίσια το 1911 η Εφορεία Μουσικής του Λυκείου Ελληνίδων Αθηνών, το οποίο είχε ιδρύσει η Καλλιρρόη Παρρέν, πρότεινε τη συγκρότηση επιτροπής από τους μουσουργούς, Γιώργο Λαμπελέτ, Διονύση Λαυράγκα, Σπυρίδων Σαμάρα και Μανόλη Καλομοίρη για την ενορχήστρωση των λαϊκών ακουσμάτων σύμφωνα με τους κανόνες της ευρωπαϊκής μουσικής. Από αυτούς οι Λαμπελέτ και Καλομοίρης αποδέχθηκαν την πρόσκληση και συνεργάστηκαν με τους κορυφαίους χοροδιδασκάλους της εποχής, όπως ο Βλαχογιάννης, ο Γενήσαρλης, ο Ποντίδας, ο Ματσούκας και ο Καρκαβίτσας, με σκοπό την ενορχήστρωση και της μουσικής των παραδοσιακών χορών. Επίσης, το Λύκειο Ελληνίδων είχε προσλάβει τον χοροδιδάσκαλο Ανδρεόπουλο, ο οποίος δίδασκε τη ρυθμική αγωγή των χορών σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Εν κατακλείδι, θα λέγαμε ότι για μια ακόμη φορά η Τέχνη προηγήθηκε της ζωής και συγκεκριμένα της πολιτικής ζωής, καθώς οι μεγάλες αλλαγές στη μουσική, στο θέατρο και στον χορό δρομολογήθηκαν από τις αρχές του 1900, αλλά καθιερώθηκαν μετά το 1909.
Πηγές
1. Αλιγιζάκης Α., « Η εθνική μουσική», https://www.fractalart.gr/i-ethniki-moysiki. 2/8/2021.
2. Γλυτζουρής Α. «Πόθοι αετού και φτερά πεταλούδας», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 2009.