Κι η νύχτα, σβυσμένη γόπα. Κι ο άνεμος, μιά ακροβατούσα σιωπή. Κι ύστερα κατασκήνωσες στο κάστρο. Περίεργα ζεστό είναι το κάστρο. Θα ‘λεγες πως, οι τόσες απουσίες, έγιναν αστροκέντητη κουβέρτα. Νιώθεις την ενθαλπία της.
Και το φθινόπωρο που έρχεται, κονιάκ ξεχασμένο σε δρύινο λεπτοσκαλισμένο νου. Θαρρείς πως είσαι λαθρεπιβάτης του χρόνου. Των καιρών. Και των ανέμων. Όταν κάνεις λόγια αυτό που πλανάται στη ψυχή, αυτή γαληνεύει. Θάλασσα που σου είπε όλα τα μυστικά της. Κάτω από το βλέμμα στρουθίου περιπλανόμενου. Μίκρηνε η έρημος. Δε σε χωρά πιά. Κι ο ουρανός, ένας αιματοβαμένος ψεύτης. Που σε καλεί μεταμεσονύχτια. Αποζητόντας τη συντροφιά σου. ”Έλα να κάνουμε ένα τσιγάρο ουρανέ” λες. ”Βάλε και μιά ρακή” λέει αυτός. Όλα φαίνονται σωστά όταν όλα είναι λάθος. Ένα κοινώς αποδεχτό λάθος. Μειδίαμα κρυφό πίσω από τους καπνούς. Η πολιτικώς ορθή σκέψη θα μας φάει τελικά. Ψιθυρίζουν οι μύθοι σου. Έχουν κσιρό να φανούν τα γεράκια. Θ’ αλλάξουν οι εποχές φαίνεται. Θα γίνουν ακόμα πιο σκοτεινές από οτι ήδη είναι. Τα γεράκια το ξέρουν αυτό. Πάνε να κυνηγήσουν ψηλά στα όρη που υπάρχει ακόμα φως. Ένα κλεμένο φως. Από το χάρισμα που τόσο φοβάσαι. Κάθε χάρισμα και μια ανάσταση. Κάθε χάρισμα και μιά δανισμένη αιωνιότητα. Μέχρη τώρα αρνιόσουν το δώρο. Από το φόβο της ελευθερίας. Όμως το πέταγμα ήταν εκεί και περίμενε πότε θα δεις τα φτερά σου. Που εναγωνίως κεντούσαν τα αραβουργήματα της χαμένης Αλάμπρας σου. Διεργασίες εσωτερικής καύσης. Μεγάλη ζεστασιά όταν καίγεται η ψυχή σου. Λες έγινες ο ενθαλπων τηνενθαλπία. Άρχισε να φυσά. Και οι Δρύδες γλεντοκοπούν φωνάζοντας πειράγματα, σε σένα και στους απελθόντες φόβους σου. Που έφυγαν προ πολλού. Έτσι ξαφνικά. Μιά νύχτα που γελούσες καταρακτοδώς. Και έμεινες τώρα μαζί με τους ανέμους στο κάστρο σου. Ακροβατόντας σε θεμέλια παλιά και επικινδύνως ελεύθερα.