Μόλις εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Παπαζήση το νέο βιβλίο του Οµότιµου Καθηγητή του Πανεπιστηµίου Κρήτης Μηνά Σαµατά.
Ο τίτλος του βιβλίου είναι «Το Κοµµατικό Κράτος στην Ελλάδα στα 50 χρόνια από τη Μεταπολίτευση (1974-2024)», µε υπότιτλο «Αναλύσεις του κοµµατικού γραφειοκρατισµού του κράτους και του ατελέσφορου εκσυγχρονισµού του». Το βιβλίο προλογίζει ο Οµότιµος Καθηγητής του ΕΚΠΑ Αντώνης Μακρυδηµήτρης. Οι µελέτες του Μηνά Σαµατά στον εν λόγω τόµο διατρέχουν κατά κύριο λόγο τις πέντε δεκαετίες της µεταπολίτευσης, αν και γίνονται αναφορές και στην προγενέστερη µετεµφυλιοπολεµική περίοδο. ∆ιερευνά διεξοδικά τα αίτια δηµιουργίας του κοµµατικού-πελατειακού φαινοµένου και διαπιστώνει τη δυσκολία για µια άµεση πιθανή αντικατάστασή του από την αξιότητα και την αξιοκρατία, παρόλο που αυτές επαγγέλλονταν στο Πρώτο Επαναστατικό Σύνταγµα της Επιδαύρου (1822) (µε την φράση «δοτήρ δε τούτων µόνη η αξιότης εκάστου»).
Για τον συγγραφέα η κατάργηση του κοµµατικού κράτους παραµένει µια πρόκληση επίκαιρη, ένα πρόβληµα ανοιχτό, το οποίο και αναλύει διεξοδικά στα 14 κεφάλαια και τις 390 σελίδες του βιβλίου. Παρουσιάζει στον αναγνώστη την µετάλλαξη του κράτους στα 50 χρόνια µετά τη Μεταπολίτευση του 1974 σε «κοµµατικό κράτος» υπό τη διακυβέρνηση των κοµµάτων εξουσίας Ν∆ και ΠΑΣΟΚ και την διάβρωση της δοµής και λειτουργίας του από τον λαϊκίστικο και κοµµατικό γραφειοκρατισµό. Πριν από αυτό, αναφέρεται συνοπτικά στα θεµέλια του συγκεντρωτικού και πελατειακού κρατισµού τα οποία τέθηκαν από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους από τη Βαυαροκρατία, ενώ αργότερα µετά τον εµφύλιο πόλεµο υλοποιήθηκε το κτίσιµο ενός καταπιεστικού αστυνοµικού κράτους σε µια «καθοδηγούµενη δηµοκρατία» (guided democracy) από τον αµερικάνικο παράγοντα, που ολοκληρώθηκε µε τη στρατιωτική δικτατορία το 1967. Εξετάζει δηλαδή τα δοµικά αίτια και τις νοοτροπίες που συνέβαλλαν στην αναπαραγωγή του «αυταρχικού-καταπιεστικού γραφειοκρατισµού» στη µεταπολεµική Ελλάδα (1950-1974), αναλύει την µετεξέλιξή του στη µεταπολίτευση αρχικά σε «κοµµατικό γραφειοκρατισµό» (1974-2010), έπειτα σε µνηµονιακό «κράτος χρέους» (2011-2019), και εσχάτως στο υπάρχον πρωθυπουργικό, υπερσυγκεντρωτικό «επιτελικό κράτος» (από το 2019) του οποίου το πραγµατικό πρόταγµα διακυβέρνησης φάνηκε να είναι η εδραίωση της προσωπικής ηγεµονίας του Κυριάκου Μητσοτάκη στο κόµµα του και στην κοινωνία.
Έτσι εξηγείται η αποτυχία των επανειληµµένων προσπαθειών εκσυγχρονισµού του ελληνικού κράτους, καθώς οι πραγµατικές επιδιώξεις των κοµµάτων εξουσίας είναι να µην θιγούν οι πελατειακές στρατηγικές τους. Στη µελέτη υποστηρίζεται και τεκµηριώνεται ότι η όλη λειτουργία της Ελληνικής ∆ηµόσιας ∆ιοίκησης δεν είναι «παθολογική», αλλά µάλλον λειτουργική από το παγιωµένο σύστηµα κοινωνικοπολιτικού ελέγχου, τον «κοµµατικό γραφειοκρατισµό». Ο συγγραφέας διαπιστώνει ότι µια πραγµατική απογραφειοκρατικοποίηση στρέφεται τελικά ενάντια στα συµφέροντα των πελατειακών κυβερνητικών κοµµάτων και γι’ αυτό ο κρατικός εκσυγχρονισµός παραµένει περιορισµένος, διακοσµητικός και ανώδυνος.
Καταγγέλλει τις κοµµατικές νοµενκλατούρες των κυβερνώντων κοµµάτων που κυριάρχησαν στην µεταπολίτευση (Ν∆ και ΠΑΣΟΚ) που αποτελούνται (ιδίως πριν την κρίση) από περίπου 3.000-4.000 κοµµατικά στελέχη, τα περισσότερα µέλη της Κεντρικής Επιτροπής και του κοµµατικού συνδικαλισµού σε κρατικές θέσεις, διοικητικά συµβούλια, πολιτικά γραφεία κ.λπ. Πρόκειται συχνά για µη εκλεγέντες βουλευτές, συνδικαλιστές, πρώην νοµάρχες-περιφερειάρχες και δηµάρχους, πολιτευτές, απόστρατους συνταξιούχους, ακόµα και συγγενείς υπουργών και βουλευτών, οι οποίοι κατά πάγια πια κοινοβουλευτική παράδοση, είτε διορίζονται σε µόνιµες οργανικές θέσεις του δηµοσίου ή στη Βουλή, είτε καταλαµβάνουν υψηλόβαθµες θέσεις στην κρατική µηχανή και αντικαθίστανται ή µετατίθενται σε κάθε κυβερνητικό ανασχηµατισµό.
∆ιευκρινίζει ότι το «λερναίο κοµµατικό κράτος» επέκτεινε εναλλακτικά τον κοµµατικό έλεγχο σε όλα τα πεδία, από τα ραδιοτηλεοπτικά µέσα, τις τράπεζες, τους συνεταιρισµούς, τους ΟΤΑ, τις ∆ΕΚΟ, τα συνδικάτα, τα επιµελητήρια, ακόµη και τα νοσοκοµεία και το εκπαιδευτικό σύστηµα, και εδραίωσε εκτεταµένη διαπλοκή µε οικονοµικά συµφέροντα.
Εν συνεχεία αναφέρεται σε πολλά σηµαντικά θέµατα κρατικής λειτουργίας, όπως είναι ο τρόπος διορισµού και αξιολόγησης των δηµοσίων υπαλλήλων, τα «παραθυράκια» καθώς και οι «ντροπολογίες» που εκ των προτέρων εντάσσονται στα σχετικά και άσχετα νοµοθετήµατα για τους «ηµετέρους» και τα «δικά µας παιδιά». Αναγνωρίζει ως σηµαντική την διοικητική µεταρρύθµιση του Ν. 2190/94 για την ίδρυση του ΑΣΕΠ από την τελευταία κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ επί Ανδρέα Παπανδρέου και αναφέρεται µε θετικά σχόλια στον Αναστάσιο Πεπονή (Ρεθύµνιος εκ µητρός, το γένος Σαουνάτσου) ο οποίος πρωτοστάτησε στην ίδρυση του ΑΣΕΠ, που υπονοµεύτηκε από το «βαθύ ΠΑΣΟΚ». Υπενθυµίζει ότι εξαιρετικά µεγάλος αριθµός από βουλευτές και επαγγελµατικά κοµµατικά στελέχη έχουν συνδεθεί µε σοβαρά σκάνδαλα κακοδιοίκησης, διαπλοκής και διαφθοράς χωρίς λογοδοσία και κυρώσεις, µε ελάχιστους εξ αυτών να έχουν οδηγηθεί στις φυλακές.
Για τη µνηµονιακή περίοδο αναφέρεται στις βεβιασµένες µνηµονιακές «µεταρρυθµίσεις» στο «ελληνικό εργαστήριο λιτότητας» και τις σηµαντικές ευθύνες του κοµµατικού κράτους για τη χρεοκοπία, ενώ αποδεικνύει ότι το ελληνικό πολιτικό σύστηµα συχνά τροφοδοτεί τη ρουσφετολογία και τη διαφθορά στη διαχείριση των κοινοτικών πόρων. Υπογραµµίζει ότι τα µνηµονιακά δρακόντεια µέτρα λιτότητας που συρρίκνωσαν τις δηµόσιες δαπάνες και επέβαλαν αναγκαστικές οριζόντιες περικοπές σε ολόκληρο τον δηµόσιο τοµέα µε κατάργηση οργανισµών και µαζικές απολύσεις δηµοσίων υπαλλήλων, σε καµία περίπτωση δεν αποτελούν πολιτικές κρατικού εκσυγχρονισµού. Η δε κατάργηση του κράτους πρόνοιας, αλλά και του ρόλου του κράτους ως εργοδότη, που παρείχε εργασιακή ασφάλεια µε µονιµότητα, σταθερό µισθό, ιατροφαρµακευτική περίθαλψη και αξιοπρεπή σύνταξη σε ένα µεγάλο µέρος του ενεργού πληθυσµού, κυρίως αποφοίτων ΑΕΙ, αύξησε την κοινωνική ανασφάλεια και τη µετανάστευση στο εξωτερικό.
Αναλύοντας τον κοµµατικό γραφειοκρατισµό στην εκπαίδευση και στα πανεπιστήµια, καταλήγει ότι το κοµµατικό κράτος βλάπτει σοβαρά και τα εθνικά συµφέροντα, αφού καλλιεργεί συγκρουσιακή πόλωση και δεν επιτρέπει συναντίληψη για τα µείζονα θέµατα της χώρας, όπως τις Ελληνοτουρκικές διαφορές, τους εξοπλισµούς, το Μακεδονικό, το ασφαλιστικό, το δηµογραφικό και τη διαχείριση φυσικών καταστροφών, µε αποτέλεσµα την αδυναµία χάραξης και εφαρµογής µακροπρόθεσµης, υπερ-κοµµατικής, εθνικής πολιτικής. Επιπλέον τονίζει ότι η κοµµατοκρατία υπονοµεύει τη θεσµική ∆ηµοκρατία και την αξιακή λειτουργία των θεσµών, προκαλώντας κρίση εµπιστοσύνης των πολιτών σε αυτούς. Σηµειώνει επίσης την παράνοµη και αντιδηµοκρατική πρακτική των υποκλοπών των τηλεφωνικών επικοινωνιών φίλων και αντιπάλων διαχρονικά από πολλές κυβερνήσεις.
Βάλλει κατά του Αθηνοκεντρικού κοµµατικού κράτους και των παραφυάδων του στην επαρχία και θεωρεί ότι αν και είναι πολύ δύσκολη η κατάργησή του, απαιτείται µια ουσιαστική περιφερειακή ανασυγκρότηση της χώρας µε αµεσοδηµοκρατικό τρόπο, που θα είναι αποτέλεσµα κινηµατικών διεργασιών των δηµοκρατικών πολιτών και ιδίως της ελληνικής νεολαίας µέσα και έξω από τη χώρα.
Ενόψει της συνταγµατικής αναθεώρησης προτείνει µια αναγκαία θέσµιση από αντίβαρα και ασυµβίβαστα, καθώς και ελεγκτικούς µηχανισµούς µε δρακόντειες κυρώσεις ενάντια στην κοµµατο-πελατειακή πατρωνία και τη διαµόρφωση νέων πολιτών µε ανεξάρτητο δηµοκρατικό ήθος. Το υδροκέφαλο κοµµατικό κράτος θα πρέπει επί τέλους να αντικατασταθεί από ένα αποκεντρωµένο «κράτος των πολιτών» µε διαφάνεια και λογοδοσία, µε µια ουσιαστική και ριζοσπαστική περιφερειακή αποκέντρωση µε αµεσοδηµοκρατική αυτοδιοίκηση και τοπική οικονοµική αυτοδιαχείριση, σύµφωνα µε την παράδοση του Ελληνικού Κοινοτισµού και την Ευρώπη των Περιφερειών. Επίσης, υποστηρίζει ότι είναι εφικτή η ψηφιακή, διαδραστική δικτύωση των τοπικών κοινοτήτων µας µε τις κοινότητες της Ελληνικής ∆ιασποράς, για να συγκροτηθεί ένα παγκοσµιοτοπικό «∆ικτυωµένο Ελληνικό Έθνος» σύµφωνα µε την οραµατική σύλληψη του αείµνηστου σπουδαίου καθηγητή στο ΜΙΤ Μιχάλη ∆ερτούζου για τον «Oικουµενικό ∆ικτυακό Ελληνισµό».
Να ευχηθούµε στον καθηγητή Μηνά Σαµατά να είναι καλοτάξιδο το νέο του βιβλίο. Σε έναν τόµο που πέρα από πλούσια πληροφορία και ανάλυση, θέτει ερωτήµατα, διερευνά απαντήσεις και κάνει ένα πλήθος προτάσεων ρίχνοντας ιδέες προς συζήτηση. Εύχοµαι η κοινωνία των ενεργών πολιτών να τις αδράξει προς περαιτέρω διερεύνηση. Ο τελικός στόχος, λέει ο συγγραφέας και θα συµφωνήσουµε, είναι να είµαστε όλοι εµείς ενεργοί σώφρονες πολίτες, συµβάλλοντας στην ένωση κοινωνίας και κράτους για το δηµόσιο συµφέρον.