Κι είναι το μαζί, θυμίαμα από βότανο απαγορευμένο. Που κρύβεται. Στον καθένα. Τα νέφελα είναι λέφτερα. Και γι’ αυτό καταιγίδες φέρνουν. Κι αλλάζουν τους καιρούς.
Μα πως να πάρεις οποιοδήποτε αντάλλαγμα για τη ψυχή σου ;
Μα εγώ στα παιδιά θα μιλήσω. Θα τους τα πω όλα. Να ξέρουν. Να μείνει μαγιά.
Με λυπήθηκε η βροχή και δεν ήρθε. Καθώς ο νους, βυθιζόνταν, μεσοχείμωνα. Στο, αγαπημένο του, ανεκπλήρωτο.
Και ξέρεις τι μου λείπει περισσότερο; Ένας καφές, με ότι πιο πολύ πεθύμησα. Να έχω. Και να μ’ έχει. Κάποιες φορές, ξημερώνει. Μόνο μέσα μας. Αλλά αυτό, καλό είναι.
Η ψυχή, είναι σα τα παλιά ρολόγια. Όπως τη κουρντίσεις, τέτοια ώρα θα δείξει. Και ξέρεις;
Μ’ ένα φιλί αρχίζουν όλες οι αγάπες. Μ’ ένα φιλί, αρχίζει κι η Μεγάλη Εβδομάδα. Μ’ ένα φιλί, αρχίζουν όλα. Και μ’ ένα φιλί, τελειώνουν όλα. Κι αυτό που μένει. Είναι το φιλί. Τελικά.
Και ‘γω, μένω ευγνώμων. Για όλους. Και για όλα. Και θέλω να σου πω. Τα ψίχουλα, το πέταγμα τα’ί’ζουν. Οντε ακούς πολλά απαγορεύεται, καλύτερα ν’ αρχίσεις να σκέφτεσαι.
Εμένα δεν θα μου απαγορέψει κανείς να σκέφτομαι. Όποιος σκέφτεται, λέφτερος είναι. Να πίναμε ένα καφεδάκι. Στο μπαξέ. Καταμεσίς στων Ερώντων την πόλη.
Τι κι αν είναι χιονιάδες οι καιροί; Σκοπός είναι, μέσα μας, να λιάζει. Αγάντα. Και μη νομίσεις πως θ’ αργήσει η ώρα. Θα ‘ρθει η ώρα. Για όλα. Διότι, με τις γαλιφιές της ξαστεριάς, χιόνι δε περνά. Δυναμώνει. Μα εγώ, να ξέρεις. Όλα θα τα πω στον ουρανό. Διότι, να νανουριστείς, εύκολό ‘ναι. Να ξυπνήσεις όμως, θέλει να ‘χεις μεγάλες κοχόνες. Μα, να ‘τανε όλα. Μιά βόλτα στη λιακάδα.
Μα δες. Νυχτώνει. Ξημερώνει. Είμαστε όλοι ίδιοι απέναντι στο φως. Και τι είναι το σκοτάδι;
Το σκοτάδι είναι, το φως που κοιμάται. Μα, όλα είναι ένα. Είτε τα μοιράσεις. Είτε όχι. Μα πώς να χωρέσει αυτό το ένα. Στο μηδέν μας. Μα πάλι, το ένα,σ το μηδέν δίνει νόημα. Και ‘γω, που στο μηδέν είμαι, ελπίζω σ’ αυτό το ένα.
Προς το παρόν, η πολυκοσμία του μηδενός, επαναπαύεται. Σε δάφνες ψεύτικες. Του κόσμου τούτου. Που θαρρείς, πως οι οπτασίες του, το θρέφουν.
Μα εγώ ποθώ, το κόκκινο κρασί των ταξιδιών. Με σταθμούς αστάθμητους. Και με ατέλειωτες βόλτες σε άγνωστα σοκάκια. Έχοντας περιέργεια πολλή. Για το αν αυτά, σε ξέφωτο, θα οδηγήσουν.
Ὅταν ἡ πέννα δὲν γράφει, μὰ ζωγραφίζει,
τότε ἡ Ὅρσα ὑφαίνει στὸν ἀργαλειό
ἀστροφεγγιὲς
στῆς νύχτας τὰ σκοτάδια.
Τὰ σέβη μου.
Σας διάβασα μιά και δυό φορές και σας γνώρισα καλλίτερα.
Τα χρώματα της πέννας σας ονειρομαστορέματα για σκέψη
Μπράβο σας Κυρία μου.