Αρχές του αιώνα μας διάβασα το βιβλίο του μακαριστού Ειρηναίου Γαλανάκη “Στοχασμοί από την Αγία Σοφία” και με γοήτευσε όπως και τα άλλα του βιβλία. Ξεχώρισα ένα κεφάλαιο με τίτλο “Το Κονοστάσι του χωριού μου” και το καταχώρισα στο βιβλίο μου “Προσκυνητάρια (Εικονοστάσια) στην Κρήτη”.
Ερεύνησα όμως και βρήκα έξω από το Νεροχώρι το κονοστάσι του Γέροντα όπως το περιέγραφε. Ηταν το έτος 2001 και δεν γνωρίζω αν σώζεται ακόμη. Επρεπε να έχει γύρω κάποιο κάγκελο. Παραθέτω το κείμενο του Μακαριστού.
«Από το χωριό μου το Νεροχώρι, χυταρίζαμε στην Πλάκα, τη βρύση με το κρύο νερό και ανηφορίζαμε στο Γρόθο για να πάμε πίσω στις χαλέπες του Παπά Κωτσολά. Εκεί λοιπόν στ’ Αναστασιανά, που τελειώνουν τα κατωμέρια με τις ελιές κι αρχίζουν οι χαλέπες με τις χαρουπιές και τα πουρνάρια είναι το Κονοστάσι στον τοίχο του δρόμου, τριγυρισμένο από λυγιές και τραμυθιές.
Είναι μια τετράγωνη στήλη από μεγάλες πέτρες και πηλάσβεστο, που μοιάζει με κεντρική κολώνα της Αγίας Τράπεζας.
Πότε κτίστηκε και γιατί βρίσκεται στη θέση αυτή δεν έμαθα ποτέ μου. Από τις παλιές δουλεμένες πέτρες όμως, που βρίσκονται εκεί τριγύρω μπορεί να υποθέσει κανείς πως παλαιότερα υπήρξε εκεί κάποιος οικισμός με Εκκλησούλα, που γκρεμίστηκε σε κάποιο χαλασμό της Κρήτης από Σαρακηνούς ή Τούρκους. Στα παιδικά μου χρόνια, όλοι που περνούσαμε πρωί – βράδυ από κει κάναμε το Σταυρό μας κι αν ήταν σκοτεινιασμένα νοιώθαμε κάποιο φόβο.
Συχνά με τα βοσκαρούδια βάζαμε το Κονοστάσι σημάδι, που θα περιμέναμε ο ένας τον άλλο ή που θα χωρίζαμε στο δρόμο για να πάμε όλοι στη Μαδαρή κι άλλοι στις Λεμονάτες και τα Καμίνια.
Καντήλι δε θυμάμαι ποτέ ν’ ανάβει κι ούτε υπάρχει θέση καντηλιού σ’ αυτό το Κονοστάσι.
Κάπου – κάπου όμως βλέπαμε στη ρίζα του κάποιο σπασμένο κεραμίδι με σβημένα κάρβουνα.
Κάποια γριούλα από κείνες τις παλιές Χριστιανές της Κρήτης που τη Μ. Παρασκευή και τις άλλες Αγιες Ημέρες βγαίνανε και θυμιάζανε τα ξωκλήσια και τα κονοστάσια των χωριών τους, ίσως η θεία Σταυρούλαινα ή η Μακρονικολίνα, να ’ρχόταν ως εδώ να θυμιάσει και τούτο το απόμερο κονοστάσι.
Μικρό παιδί και έφηβος σαν περνούσα από το Κονοστάσι αυτό έκανα το Σταυρό μου και τώρα που είμαι γέροντας σταματώ και ασπάζομαι τις αγιασμένες πέτρες του.
Τις πέτρες αυτές που μέσα στη σιωπή τους “κράζουν” και διηγούνται την πίστη του Θεού.
Τις πέτρες εκείνες, που τις έστησε κάποιος φίλος του Θεού, για να διηγούνται την πίστη, το πιο παλιό και το πιο τρανό σημάδι της ανθρωπιάς του ανθρώπου.
Αλήθεια, τι μυστήριο που υπάρχει και σε τούτα τα λόγια που ο Χριστός είπε κάποτε στους Φαρισαίους που του ζητούσαν να μαλώσει τους Μαθητές του γιατί υμνούσαν την Θεότητά Του και κείνος τους απάντησε:
«Εάν ούτοι σιωπήσωσιν, οι λίθοι κεκράξονται» (Λουκ. 19,10). Σε πολλά μέρη του κόσμου αλλόθρησκοι, άθεοι και αντίχριστοι έχουν απαγορεύσει το κήρυγμα και τη λατρεία του Χριστού.
Κλειστές ή γκρεμισμένες Εκκλησίες, ερειπωμένα Μοναστήρια και Κονοστάσια στους έρημους δρόμους μιλούνε με τις πέτρες τους και διαλαλούνε στους αιώνες το μυστήριο της Πίστης.
Χαίρομαι σα βλέπω στους δρόμους της Κρήτης αυτά τα παλιά πέτρινα κονοστάσια και λυπάμαι γιατί στην εποχή μας τα εικονοστάσια που στήνονται, σε ατυχήματα και τάματα, είναι τσίγκινα και γκρεμίζονται από τους ανέμους εύκολα. Και ακόμη ασχημίζουν το φυσικό περιβάλλον. Τα προσέχουν άραγε αυτά οι ιερείς μας;
Το Εικονοστάσι του χωριού μας.
Το είδαν μια φορά τα παιδικά μου μάτια, μπήκε στις παιδικές μου αναμνήσεις κι έγινε μαζί με τόσα άλλα, μέγιστα και ελάχιστα, σημάδι και πλούτος στην ψυχή μου. Και τώρα μπορεί να λέω και γι’ αυτό τα λόγια του Rilke:
«Κύριε αν θέλεις να με τιμωρήσεις πάρε μου ό,τι θέλεις. Μη μου πάρεις τις παιδικές μου αναμνήσεις».
Ευτυχισμένα τα παιδιά που μεγαλώνουν με καθαρές κι αγνές αναμνήσεις. Και μακάριοι, γονείς και δάσκαλοι, που θρέφουν τα παιδιά τους με όμορφες και άγιες αναμνήσεις (Φεβρ. 1989)».