Το είδα τις προάλλες το κουφάρι καθώς περνούσα βιαστική απ’ έξω…
Το είδα και λυπήθηκε η ψυχή μου…
Στεκόταν εκεί, στο χώρο που πάντα ήταν!
Με τη φωτιά που το κατέφαγε ν΄ αφήνει σκούρους λεκέδες στο ερειπωμένο του κορμί. Με τους σφοδρούς αγέρηδες των ημερών να το πελεκούν από παντού! Μέσα απ’ εκείνα τα στενά παράθυρα των πυργίσκων του να φεύγουν ρυάκια τα νερά της βροχής που το χτυπούσε ασυγκίνητη απ’ το πρωί, μούσκευε το πεσμένο δάπεδό του, τα πληγωμένα του ντουβάρια, και τα εξασθενούσε….
Το είδα το κουφάρι και βούρκωσα…
Τι να προσδοκά πλέον, εκεί που στέκει μες τη μοναξιά και την εγκατάλειψη;
Να θυμάται άραγε, παλιές δόξες;
Ν’ ακούει μήπως τον απόηχο βήματων τόσων και τόσων που δεκαετίες ανεβοκατέβαιναν -φορτωμένοι χαρτιά κι ευθύνες- τις ξύλινές του σκάλες;
Ν’ αναστενάζει βαθιά χωρίς ήχο, καθώς ο νους γυρίζει πίσω στο τότε, όταν άνοιξε ξανά και γέμισε μνήμες μαχητών κι ηρωικών στιγμών;
Μα σε τι να το ωφελούν τώρα όλ’ αυτά, μέσα στον κυκεώνα των τυφώνων που μας βρήκαν;
Τίποτα δεν είν’ αρκετό πλέον για να τραβήξει την προσοχή μας;
Μόνο κι έρημο πια, υποχρεωμένο να είναι, να βαδίζει το δρόμο της φθοράς;
Μιας φθοράς που συντελείται με γοργούς ρυθμούς!
Πονάει η ψυχή μου να το βλέπω!
Ασήκωτη η σκέψη να περάσω κάποια μέρα δίπλα από ένα σωρό πέτρες, πελεκητές του άλλοτε, εκεί που ακόμα…ακόμα στέκει το μνημείο μας κι εκλιπαρεί…