Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου, 2024

Το κουαρτέτο του Χάρλεμ

» James Baldwin (μτφρ. Χρήστος Οικονόμου, εκδόσεις Πόλις)

Το αναθεματισμένο το αίμα τινάχτηκε πρώρα απ’ τα ρουθούνια του, ύστερα σφυροκόπησε τις φλέβες του λαιμού του, σαν κατακόκκινος χείμαρρος ξεχύθηκε απ’ το στόμα του, πλημμύρισε τα μάτια του και τον τύφλωσε – και ο Άρθουρ σωριάστηκε κάτω, κάτω, κάτω, κάτω, κάτω.
Στο τηλεφώνημα δεν μπήκαν σ’ αυτές τις λεπτομέρειες, ούτε και στο τηλεγράφημα. Μου ζητούσαν μόνο να πάω επειγόντως, γιατί ο αδερφός μου ήταν νεκρός. ο βρετανικός Τύπος ανέφερε λακωνικά πως ένας “μισοξεχασμένος νέγρος κλαψιάρης τραγουδιστής” (έτσι περιέγραψαν τον αδερφό μου) είχε βρεθεί νεκρός στις αντρικές τουαλέτες στο υπόγειο μιας λονδρέζικης παμπ. Κανείς δεν μου εξήγησε πώς πέθανε. Οι αμερικανικές εφημερίδες έγραψαν για τον “γεμάτο συναίσθημα” τραγουδιστή γκόσπελ που πέθανε στην άχαρη ηλικία των τριάντα εννέα ετών.
Η ένταση της ανάγκης του αφηγητή καθορίζει εν πολλοίς και την ένταση της αφήγησης στο μυθιστόρημα αυτό. Το αναθεματισμένο το αίμα, έτσι ξεκινά την αφήγησή του ο Χαλ, το αναθεματισμένο το αίμα που τινάχτηκε πρόωρα απ’ τα ρουθούνια του Άρθουρ. Η ένταση δίνεται εξ αρχής. Ο αδερφός μου σωριάστηκε κάτω, κάτω, κάτω, κάτω, κάτω, κι εγώ πρέπει να πω την ιστορία του. Ακούστε τη.
Ο Άρθουρ Μοντάνα είναι νεκρός. Ο αδερφός του, και για χρόνια ατζέντης του, Χαλ θα διηγηθεί αυτή την ιστορία. Την ιστορία του μικρού Άρθουρ, που γεννήθηκε στο Χάρλεμ, γνώρισε τους δρόμους και τις γωνιές του, με όχημα τη μουσική ταξίδεψε στον Νότο, εκεί που το κίνημα για τα δικαιώματα των μαύρων έδινε καθημερινές μάχες. Αυτή την ιστορία ενηλικίωσης μιας γενιάς, της μουσικής γκόσπελ, του έρωτα, της φιλίας και της αναζήτησης ταυτότητας. Της σόλο καριέρας του Άρθουρ προηγήθηκε το κουαρτέτο, τέσσερις φίλοι, μια παρέα μικρών αγοριών. Τα ταξίδια, οι πρόβες, οι συναυλίες, τα όνειρα, οι φόβοι, η πορεία προς την ενηλικίωση. Ο συγγραφέας δεν επιθυμεί να κρατήσει σε αγωνία τον αναγνώστη, δεν είναι αυτή η πρόθεσή του. Ο Άρθουρ Μοντάνα είναι νεκρός. Και αυτό δεν αλλάζει. Ο Χαλ θα διηγηθεί την ιστορία του αδερφού του και μέσω αυτής την ιστορία τη δική του, αλλά και την ιστορία μιας ολόκληρης εποχής, σε μια Αμερική που άλλαζε. Στις εποχές των μεγάλων αλλαγών πάντα κάποιοι συνθλίβονται.
Ο Χαλ θα υποδυθεί τον παντογνώστη αφηγητή όπου χρειαστεί, η ιστορία πρέπει να ειπωθεί, δεν θα προσπαθήσει να μας παραπλανήσει όμως, εξ αρχής θα μας το δηλώσει αυτό, περιγράφοντας τις τελευταίες στιγμές του αδερφού του στις αντρικές τουαλέτες μιας λονδρέζικης παμπ, παρότι ούτε στο τηλέφωνο, ούτε στο τηλεγράφημα μπήκαν σε αυτές τις λεπτομέρειες, ζητώντας του απλώς να πάει να παραλάβει τη σορό του νεκρού αδερφού του.  Και αυτά τα κενά της ιστορίας πρέπει να καλυφθούν, για όσα δεν αρκούν οι διηγήσεις και οι εκμυστηρεύσεις τρίτων, ο Χαλ πρέπει να σχηματίσει τα κομμάτια του παζλ και να τα τοποθετήσει με σεβασμό στο ταμπλό. Είπαμε, όμως, είναι η ένταση της ανάγκης του αφηγητή αυτή που καθορίζει την αφήγηση, που πείθει για την αλήθεια των όσων αφηγείται, ακόμα και εκείνων που τεχνικά δεν μπορεί να γνωρίζει, μια σύμβαση την οποία ο αναγνώστης αποδέχεται με την καρδιά, αδιαφορώντας για τις εξηγήσεις που το μυαλό ζητά.
Ο Μπάλντγουιν στο Κουαρτέτο του Χάρλεμ, το τελευταίο του μυθιστόρημα, επιχειρεί κάτι φιλόδοξο, να αποτυπώσει μια ολόκληρη εποχή, να μιλήσει για τα πάντα, θαρρείς, για τις φυλετικές διακρίσεις, για την ομοφυλοφιλία, για την οικογένεια, για την παιδική ηλικία, για την πατρότητα και τη μητρότητα, για τη φιλία, για την εκκλησία, για τη θρησκεία, για τη μουσική, για την Ευρώπη, για το Χάρλεμ και τον Νότο, για τον έρωτα, για τη μοίρα, για την απώλεια, για την ανάγκη για μνήμη και λήθη. Και μπορεί ο προβολέας να φωτίζει αυτό τον αξέχαστο ήρωα που συνέθεσε, τον Άρθουρ Μοντάνα, όμως εκεί που διαφαίνεται το μεγαλείο της συγγραφικής δεινότητας του Μπάλτγουιν είναι στη σύλληψη του αφηγητή, καθώς δεν είναι απλώς αυτός που απογειώνει την ιστορία, αλλά αποτελεί τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο ατομικό και το συλλογικό, είναι αυτός που επιτρέπει στον συγγραφέα να αφηγηθεί κάτι μεγαλύτερο. Ο Χαλ θα μπορούσε να είναι ο βολεμένος μαύρος του συστήματος, εκείνος που δεν ένιωσε, από κάποια στιγμή και μετά, στο πετσί του το χρώμα του, εκείνος που δεν διεκδίκησε τίποτα και όμως απόλαυσε τα περιθώρια του συστήματος, την ανάγκη του για κέρδος και για επίφαση ίσων ευκαιριών. Ο Χαλ θα μπορούσε να είναι ο νοικοκυραίος οικογενειάρχης, ο φιλήσυχος πολίτης που δεν θέλει φασαρίες και προβλήματα. Και εν μέρει υπήρξε αυτός ο άνθρωπος, υπήρξε μέρος της πλειοψηφίας. Αυτόν επιλέγει για αφηγητή του ο Μπάλντγουιν. Έναν αφηγητή που μοιάζει ελάχιστα ηρωικός.
Ο Χαλ δεν έκανε κάτι για το οποίο θα μπορούσε να τον κατηγορήσει κανείς, εκτός από αυτό δηλαδή, πως δεν έκανε τίποτα για το οποίο θα μπορούσε να τον κατηγορήσει κανείς. Επιμένω στον Χαλ, κάπως παράδοξα ίσως, και δεν αναφέρομαι τόσο στον Άρθουρ, γιατί νιώθω πως εδώ βρίσκεται κάτι πολύ ενδιαφέρον. Ο Χαλ αφηγείται τη ζωή του Άρθουρ, ενός ανθρώπου με έντονα πάθη. Η αγάπη του Χαλ για τον Άρθουρ, η αδερφική αυτή αγάπη είναι που οπλίζει κατάλληλα τον Χαλ για να αφεθεί στην αφήγηση αυτή, αυτή η αδερφική αγάπη είναι που πείθει τον αναγνώστη πως ένας άοσμος χαρακτήρας όπως ο Χαλ μπορεί να αφηγηθεί με τέτοια ένταση, κινούμενος από πραγματική ανάγκη, την ιστορία του αδερφού του, και άπαξ και ο αναγνώστης πεισθεί για τη συναισθηματική αυτή ευαισθησία του Χαλ, τότε μπορεί να αποδεχτεί την ειλικρίνεια της αφήγησής του και στα σημεία που αναφέρεται και στα υπόλοιπα πρόσωπα, με τα οποία δεν τον συνδέουν αντίστοιχοι δεσμοί. Αφού είναι ικανός να αγαπήσει, η αφήγησή του είναι πειστική.
Η βαθιά ανθρώπινη λογοτεχνία του Μπάλντγουιν δεν παύει στιγμή να είναι αμιγώς πολιτική, ασπαζόμενος την αριστοτελική ρήση. Ακριβώς όμως επειδή είναι βαθιά ανθρώπινη δεν είναι μονοδιάστατα στρατευμένη. Η λογοτεχνική αξία του μυθιστορήματος δεν ακολουθεί την κοινωνικοπολιτική του μαρτυρία, αλλά την αναδεικνύει, την εξυψώνει και την καθιστά επίκαιρη ακόμα και σε μια εποχή όπως η σημερινή, στην οποία ένα μέρος των τότε διεκδικήσεων μπορεί να θεωρηθεί -απερίσκεπτα- παρωχημένη. Οι χαρακτήρες, παρά την όποια στερεοτυπική υποψία, πείθουν και συγκινούν αβίαστα, προκαλώντας τη σπουδαία για την ανάγνωση εμπειρία της ενσυναίσθησης. Η διαχείριση του χρόνου, οι αναλήψεις και οι προλήψεις, αλλά και το διαρκώς μεταβαλλόμενο αφηγηματικό παρόν εντείνουν την αίσθηση ζάλης που διαθέτει μια αφήγηση υπό το βάρος της απώλειας.
Η μετάφραση του Χρήστου Οικονόμου φαίνεται να είναι ικανοποιητική, άλλωστε βρίσκεται σε γνώριμα για τον ίδιο λογοτεχνικά μέρη. Μια σίγουρα ενδιαφέρουσα επιλογή μεταφραστή για ένα απαιτητικό βιβλίο όπως αυτό. Εκτός από την επιθυμία να διαβάσω ξανά το Δωμάτιο του Τζοβάνι, το Κουαρτέτο του Χάρλεμ μου έφερε στον νου το πλέον ίσως αδικημένο βιβλίο της περσινής χρονιάς, το Graffitti Palace του A.G. Lombardo, αλλά και τις νουβέλες του Εντουάρ Λουί (Ας τελειώνουμε με τον Εντύ Μπελγκέλ, Ιστορία της βίας) και τη διαφορά με την οποία τίθεται λογοτεχνικά σήμερα το θέμα του φύλου και της σεξουαλικότητας.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Εντός εκτός και επί τα αυτά

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα