Ενα τέτοιο κούρκουτο εξυπηρετούσε την γραμμή Χανιά – Σφακιά την εποχή εκείνη.
Εκτός από τους επιβάτες, κουβαλούσε στις σχάρες και τα μπαγκάζια του, καλάθια και κοφίνια με φαγώσιμα για τα εργένικα σφακιανάκια στην πόλη, ξεραμένες προβιές των σφαχτών και τσουβάλια με μαλλιά και πατάτες για πούλημα, παντός είδους τυροκομικά, ασκολίμπρους και σταμναγκάθια, κότες και κοκόρους δεμένα σφικτά ανά δυάδες για να μην πετάξουν κι αμνοερίφια σφιχτά μπουζιασμένα για σφάξιμο.
Κι ό,τι άλλο είχε έκαστος για ξεπούλημα στη χώρα, (θυμούμαι κάποιο πάμπτωχο που είχε στείλει για πούλημα ένα τσουβάλι βρούβες αλλά δεν πουλήθηκαν του άτυχου και τους τις γύρισε πίσω ο εισπράκτορας ολόξερες)… δεν πειράζει θα τσι φάει η αίγα μου είπε..
Το μεσημέρι στην επιστροφή για Σφακιά, ήταν φορτωμένο με τσουβάλια από αλεύρια, τσουβαλάκια με όσπρια, κασέλες με φρύσες κ μπακαλιάρους για όλο τον χειμώνα… και απαραιτήτως κάθε επιβάτης μια χάσικη κουλούρα περασμένη στον αγκώνα για να φαίνεται, και μια σουδιανή παλαμίδα στην χέρα πιασμένη από τον ορά, για να την δείχνει.
Οταν ήταν φίσκα το λεωφορείο, εκτός από τους όρθιους στο διάδρομο υπήρχαν και σκαμνάκια για όσους δεν άντεχαν την πολύωρη ορθοστασία.
Σ’ ένα τέτοιο σκαμνάκι είχε κάτσει κι η νεαρή δασκάλα του Ασκύφου που σηκώθηκε για χάρη της ο αγροφύλακας από τη γιαλιά.
Στη διακλάδωση του Αλικάμπου μπήκε από την πίσω πόρτα ένας μεσόκοπος παπάς κι ο οδηγός του φώναξε να έρθει μπροστά στο πρώτο κάθισμα.
Δεν χωρούσε όμως να περάσει από τον διάδρομο ο πάτερ γιατί ήταν και ολίγον τι καλοθρεμμένος κι ο ευγενικός εισπράκτωρ είπε στην δασκαλίτσα σε άπταιστα Σφακιανά.
Σε παρακαλώ κοπέλα μου σήκωσε ψηλά τα πόδια σου να περάσει ο κύριος παπάς.
Εσείς μένετε σπίτι….!!!
Y.Γ.
Η εικόνα ίσως περιέχει: ένα ή περισσότερα άτομα και υπαίθριες δραστηριότητες