Η Ελλάδα εξαιτίας του εµφυλίου πολέµου έζησε τον διεθνή γεωπολιτικό και ιδεολογικό διπολισµό στο πετσί της. Έχουµε τον διαχωρισµό των πολιτικών δυνάµεων σε “εθνικόφρονες” και “αντεθνικές” και που διαρκεί στη χώρα για 30 χρόνια.
Το πολιτικό σύστηµα πέρασε µεγάλες πολιτικές και ιδεολογικές εντάσεις. Μεταδικτατορικά όµως έχουµε µεγάλες τοµές στο πολιτικό σύστηµα. Τα κόµµατα λειτουργούν ελεύθερα και τα εξωθεσµικά κέντρα εξουσίας παραµερίζονται (παλάτι, στρατός).
Τα κόµµατα από τον παραδοσιακό τρόπο οργάνωσης τους που στηριζόταν στους προσωπικούς δεσµούς, εξελίσσονται σε µαζικά. Οι πολιτικοϊδεολογικές παρατάξεις γίνονται µαζικά κόµµατα. ∆εν είναι όµως ταξικά κόµµατα. Τα µεγάλα κόµµατα εξουσίας είναι πολυσυλλεκτικά και διαταξικά κόµµατα. Οι πολιτικές συγκρούσεις είχαν αρθρωθεί όχι σε µια ταξική αντιπαράθεση, αλλά σε µια πολιτική και ιδεολογική αντιπαράθεση. Αυτό δεν σηµαίνει όµως ότι καταργήθηκε η πάλη των τάξεων, όπως ισχυρίζονται οι θαυµαστές του καπιταλισµού. Υπάρχει µια παραδοξολογία στα όσα διακηρύσσουν. Λένε ότι έχει εκλείψει η πάλη των τάξεων, σαν να ζούµε σε µια αταξική κοινωνία. Μα τις αταξικές κοινωνίες τις είχαν τα καθεστώτα του υπαρκτού σοσιαλισµού και όχι οι καπιταλιστικές κοινωνίες! Μπορεί λοιπόν στο πολιτικό µας σύστηµα να µην υπάρχει ταξική ψήφος, αλλά υπάρχει η πάλη των τάξεων. Και υπάρχει γιατί υπάρχει ο άκρατος καπιταλισµός.
Για παράδειγµα. Ο βιοµήχανος ψηφίζει το ίδιο κόµµα µε τον εργάτη.
Αυτό δεν είναι ταξική ψήφος.
Ο τραπεζίτης παίρνει το σπίτι του πτωχευµένου δανειολήπτη.
Αυτό είναι πάλη των τάξεων.
Το πολιτικό σύστηµα λοιπόν δεν καθορίστηκε από µεγάλες ταξικές αντιθέσεις. Παρόλα αυτά όµως οι πολιτικές αντιπαραθέσεις είχαν οδηγήσει σε υψηλή πολιτική πόλωση. Αυτό προήλθε από τον κοµµατικό διπολισµό, που ήθελε “καρφωµένος” τους ψηφοφόρους τους διαµέσου της επιβολής του πάθους των δηµοσίων αντιθέσεων και τον χωρισµό της κοινωνίας σε δύο ασυµβίβαστα στρατόπεδα. Μεταδικτατορικά λοιπόν περάσαµε από µία ελεγχόµενη δηµοκρατία, στη δηµοκρατία των κοµµάτων. Τα κόµµατα κυριάρχησαν στη δηµόσια ζωή, άλωσαν το κράτος και “πολιόρκησαν” την κοινωνία. Αυτή η ισχύς των κοµµάτων εξουσίας καλλιέργησε αυταρχικές νοοτροπίες και αντιδηµοκρατικές συµπεριφορές.
Αποτέλεσµα αυτής της κοµµατικής κυριαρχίας, είναι ο πολιτικός µαρασµός και η χρεωκοπία της χώρας. Οι µισοί Έλληνες απέχουν από τις εκλογές και η Ελλάδα είναι η πιο χρεοκοπηµένη χώρα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η λειτουργία ενός οπισθοδροµικού κοµµατικού συστήµατος εξέθρεψε τον εκτραχηλισµό του ήθους και ύφους της εξουσίας, τον αυταρχισµό της κοµµατικής νοµενκλατούρας, την άλωση του κράτους από τα κόµµατα και τη φεουδοποίηση του δηµοσίου τοµέα.
∆υστυχώς τα κόµµατα από πολιτισµικοί θεσµοί µεταβλήθηκαν σε εκλογικές µηχανές κατάληψης της εξουσίας. Μια πολιτική που στέρησε τον εκσυγχρονισµό του ελληνικού κράτους και εµπέδωσε την πεποίθηση στον πολίτη ότι χωρίς κοµµατική υποστήριξη δεν µπορεί να προχωρήσει στη ζωή. Κράτησε τον πολίτη “καρφωµένο” σ’ ένα κοµµατικό φανατισµό, για να τον κρατά σαν όµηρο.
Είχε µπολιαστεί τόσο πολύ ο ψηφοφόρος που δεν τον περίσσευαν δυνάµεις να αντισταθεί σ’ αυτό το σαθρό καθεστώς. Είχε συγχωνευθεί µε τον ιδιοτελή ρεαλισµό και ο δήθεν κοµµατικός πατριωτισµός είχε γίνει η ίδια η ουσία της προσωπικής του ανέλιξης. Η εξουσία του κοµµατικού κράτους είχε ενσκήψει τόσο πολύ στην κοινωνία, σαν τη δύναµη της φύσης. Η κοινωνία σταµάτησε να πειθαρχείται από την αξιοκρατία, τον ζήλο για την εργασία,τη φιλαλληλία. Η κοινωνία στροβιλιζόταν γύρω από το εκάστοτε κοµµατικό συµφέρον και τις κοµµατικές σκοπιµότητες. Επικράτησε λοιπόν στην Ελλάδα το κράτος των κοµµάτων. Μια εξέλιξη που πάλι διαχώρισε τους Έλληνες σε δύο κατηγορίες. Στους επιθυµητούς και µη στο κράτος. Προδικτατορικά λειτουργούσε το διπλό κράτος. ∆ηλαδή είχαµε τη λειτουργία των φιλελεύθερων θεσµών για την εθνικόφρονα παράταξη, ενώ για την αριστερά τη λειτουργία των κατασταλτικών µηχανισµών. Το κράτος ήταν προσιτό για ένα τµήµα του λαού µας. Το ίδιο συνέβη και µεταδικτατορικά. Το κράτος ήταν προσιτό για τους οπαδούς της κυβερνώσας παράταξης. Πρέπει λοιπόν να γίνει πίστη στον πολίτη ότι όταν το κράτος είναι ακηδεµόνευτο, τότε µπορεί να είναι προσιτό για όλους τους Έλληνες. Ένα κράτος σύγχρονο, δηµοκρατικό, αξιοκρατικό και υπερκοµµατικό δεν έχει λειτουργήσει τη χώρα µας. Η πολιτική ηγεσία έχει διακηρύξει ότι χρειάζεται εκσυγχρονισµό, αναδόµηση και ότι πρέπει να γίνει επιτελικό, αλλά δυστυχώς ακόµα είναι όµηρος του κοµµατικού συστήµατος.
∆εν προσπάθησαν λοιπόν ούτε τα κόµµατα ούτε η κοινωνία. Σχεδόν πάντοτε οι συνήθειες της κοινωνίας και η κυβερνητική συµπεριφορά συµπορεύονται. Τα κόµµατα λοιπόν έχουν µεγάλες ευθύνες στη λειτουργία της δηµοκρατίας. ∆εν είναι επιχειρήσεις για να µετρούν κάθε φορά το κόστος ή όφελος. Πρέπει κάθε φορά να υπηρετούν τον νέο πολιτικό ορίζοντα που καθορίζεται από τρεις παράγοντες. Τη σταθεροποίηση της ∆ηµοκρατίας, την ανάγκη επίλυσης των κοινωνικών προβληµάτων και τον προσανατολισµό της χώρας από το γεωπολιτικό και οικονοµικό περιβάλλον. Αυτοί οι παράγοντες επιδρούν είτε στη γέννηση νέων κοµµάτων είτε στον θάνατο των παλαιών.
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ∆ΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ
Τα κόµµατα αποτελούν τον πυλώνα µιας κοινοβουλευτικής ∆ηµοκρατίας θα πρέπει όµως να σέβονται την ανεξαρτησία των εξουσιών και να αφήσουν ελεύθερους τους άλλους δηµοκρατικούς θεσµούς να επιτελούν το έργο τους. Οι κοµµατικές παρεµβάσεις σε θεσµούς, κοινωνικές οργανώσεις αποδυναµώνουν τη συµµετοχική ∆ηµοκρατία. ∆υστυχώς δεν έχουν αφήσει ανεπηρέαστο και ανενόχλητο κανένα δηµοκρατικό θεσµό. Το κοµµατικό σύστηµα πανταχού παρόν! ∆εν έχει αφήσει ανεξάρτητη την τοπική αυτοδιοίκηση. Ύστερα από κάθε εκλογική διαδικασία τα κόµµατα µετρούν τους “δικούς” τους δηµάρχους. Λες και οι “άλλοι” ανήκουν σε… εχθρική χώρα! ∆εν έχει αφήσει τα πανεπιστήµια να ακολουθήσουν την αυτοδιοίκηση τους, όπως προβλέπει το Σύνταγµα. ∆εν αναθεωρείται η διάταξη του Συντάγµατος που το εκάστοτε κυβερνητικό κόµµα διορίζει την ηγεσία της δικαιοσύνης. Αυτό είναι γνώρισµα ενός αυταρχικού κοµµατικού κράτους. ∆εν έχει αφήσει ανεξάρτητους τους επιστηµονικούς συλλόγους. Ακόµα κι εκεί έχουµε κοµµατικά ψηφοδέλτια. ∆εν έχει αφήσει ανενόχλητο το εργατικό, το φοιτητικό και αγροτικό κίνηµα. Το αποτέλεσµα είναι ορατό. Λίγοι πια συµµετέχουν σ’ αυτά. ∆εν έχει αφήσει ανεξάρτητες τις αθλητικές οµοσπονδίες, ακόµη και τους συλλόγους γονέων και κηδεµόνων!
Αυτή η καταδυνάστευση της κοινωνίας από την υπερβολική παρουσία των κοµµάτων, πιστεύω ότι έχει κουράσει τον λαό και τον έχει αποµακρύνει από τη δραστηριότητα της ∆ηµοκρατίας.
Η ζηµιά όµως έχει γίνει για την κοινωνία, για το κράτος, για τη ∆ηµοκρατία. Το σύστηµα που οικοδοµήθηκε δεν έγινε τυχαία. ∆εν ήταν “φυσικό φαινόµενο”. Στόχος του ήταν να καθηλωθεί το πνεύµα του πολίτη, για να µην του περισσεύουν πνευµατικές δυνάµεις να αντισταθεί σ’ ένα σύστηµα που στηρίζει τα συµφέροντα µιας ολιγάριθµης τάξης ανθρώπων. Μιας τάξης που ελέγχει την οικονοµία και προσδιορίζει την πολιτική. Έχει επιβληθεί σαν αναγκαιότητα για τη λειτουργία του κράτους και της φιλελεύθερης ∆ηµοκρατίας. Σ’ αυτόν τον στόχο συνεισφέρει και ο παραµερισµός του κρατικού παρεµβατισµού στην οικονοµία. Έχει “θεοποιηθεί” ο άκρατος καπιταλισµός και το επακόλουθο σύστηµα του νεοφιλελευθερισµού. Αυτό το καθεστώς αναπτύσσει το σύστηµα της καπιταλιστικής ανάπτυξης που φροντίζει για τον ιδιωτικό πλουτισµό των λίγων. Και µάλιστα µε τη βοήθεια του κράτους. Ενός κράτους που στηρίζεται στους κόπους του συνόλου των φορολογουµένων. ∆εν λειτουργεί λοιπόν τυχαία αυτό το σύστηµα. Πολιτικό, κοµµατικό και κοινωνικό! Ο στόχος τους είναι σαφής. Η ακινητοποίηση, ο αποπροσανατολισµός και ο περιορισµός του πολίτη στις διεκδικήσεις πολιτικές, οικονοµικές και κοινωνικές. Μια τέτοια πολιτική οικοδοµεί µια καχεκτική δηµοκρατία. Αλλοτριώνεται η ρωµαλεότητα της κοινωνίας και ο αγώνας του λαού για την ανέλιξη της ∆ηµοκρατίας και της κοινωνίας αδυνατίζει. Ο πολίτης µπορεί να πιστεύει ότι µε την ψήφο του ασκεί κυριαρχία. Όµως, κατ’ ουσία καταλείπει την υποτιθέµενη “εξουσία” του. Η ∆ηµοκρατία πιστεύει ότι έρχεται κάθε τέσσερα χρόνια. Η ∆ηµοκρατία είναι όµως τρόπος ζωής. ∆ηµοκρατία θα πει ότι οι άνθρωποι θα µπορούν µόνοι τους να χαράξουν τους κοινούς κανόνες της δραστηριότητας τους. ∆ηµοκρατία θα πει ότι καµία εξουσιαστική αριστοκρατία δεν θα µπορέσει να ξεγελάσει τον λαό, επικοινωνώντας µαζί του µε κολοβωµένα δικαιώµατα.
∆ηµοκρατία θα πει πως οι πολίτες µπορούν να συµβιβάσουν την ελευθερία µε την κοινωνική δικαιοσύνη. Ο πολίτης δεν είναι ελεύθερος όταν έχει προβλήµατα επιβίωσης. Είναι υπήκοος.
∆ηµοκρατία θα πει ότι υπάρχει καθολική αξιοπρέπεια στον λαό. ∆ηµοκρατία θα πει ότι στηρίζει τη συναδέλφωση των λαών, ότι δεν υπάρχει ρατσισµός και αγωνίζεται για την ειρήνη. ∆εν στηρίζει τη βία των πολέµων. Στηρίζει τη στάση των ειρηνόφιλων γιατί αυτοί προσδιορίζουν τη σωστή πλευρά της ιστορίας. ∆ηµοκρατία θα πει πως οι άνθρωποι µπορούν να αγωνίζονται χωρίς να κατασπαράζονται. Θα πει πως οι διαφορές τους δεν θα φτάνουν στην παροδική λύσσα του εµφυλίου πολέµου. Θα πει πως ποτέ δεν θα αναζητήσουν στη δικτατορία, ακόµα και στην πρόσκαιρη, τη πένθιµη εκεχειρία και τη δειλή αδράνεια. ∆ηµοκρατία θα πει πως οι πολίτες, ακόµα κι αν εργάζονται αδιάκοπα για να επαρκέσουν στις ιδιωτικές και οικιακές του ανάγκες, θα έχουν χρόνο ελευθερίας πνεύµατος για να ασχοληθούν µε τα κοινά. Οι κυρίαρχοι της εξουσίας θέλουν αδιάφορους πολίτες. ∆εν πιστεύουν ότι ο καλός πολίτης είναι ο ελεύθερος και ενεργός πολίτης, ο συνειδητός και υπεύθυνος πολίτης.
Οι φανατισµένοι οπαδοί των κοµµάτων δεν είναι ελεύθεροι πολίτες. Αυτοί δεν µπορούν να υπηρετήσουν ένα σύγχρονο πολιτικό σύστηµα.
ΟΙ ΜΕΤΑΡΡΥΘΜΙΣΕΙΣ
Είναι γεγονός όµως ότι στα τελευταία χρόνια και µάλιστα µετά τη χρεωκοπία της χώρας, τα φαινόµενα του κοµµατικού φανατισµού έχουν µειωθεί. ∆εν υπάρχουν στην ίδια ένταση όπως τα ζήσαµε παλαιότερα. ∆εν διαµορφώνονται τόσο πολύ οι συνειδήσεις και οι συµπεριφορές από τον κοµµατικό φανατισµό και δεν ζούµε σήµερα µαζικές κινητοποιήσεις των κοµµάτων, όπως παλαιότερα. Οι λαϊκίστικες δοξασίες και η πολιτική πόλωση έχουν µετριασθεί. Πρέπει να έχει γίνει αντιληπτό από το κοµµατικό σύστηµα και την κοινωνία.
Σήµερα το πολιτικό σύστηµα ασχολείται µε τις λεγόµενες µεταρρυθµίσεις. Εάν υπάρξουν αληθινές µεταρρυθµίσεις για το κράτος, την κοινωνία, το πολιτικό σύστηµα είναι καλοδεχούµενες. Να υπηρετούν όµως τον λαό και όχι τα συµφέροντα. Οι τελευταίες προτάσεις για τη φοροδιαφυγή και την παιδεία δεν είναι µεταρρυθµίσεις. ∆εν είναι µεταρρύθµιση η ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστηµίων, διότι το κοινωνικό αγαθό της ανώτατης παιδείας εµπορευµατοποιείται. Αναπτύσσονται δύο τάξεις στη νεολαία µας. Εκείνων που έχουν την οικονοµική δυνατότητα µιας ιδιωτικής παιδείας, ακόµα και χωρίς ικανότητες και εκείνων που δεν υπάρχει άλλος δρόµος, παρά µόνο το δηµόσιο πανεπιστήµιο. Και µάλιστα ύστερα από επίπονες προσπάθειες. Η παιδεία ούτε εξαγοράζεται ούτε εµπορευµατοποιείται. Οι ιδιωτικοποιήσεις λοιπόν της παιδείας αλλά και της υγείας δεν είναι µεταρρυθµίσεις, γιατί δεν υπηρετούν τον λαό θα υπηρετήσουν το µονοπωλιακό κεφάλαιο, που δυστυχώς θέλει να εισβάλει και στους βασικούς πυλώνες του κοινωνικού κράτους… Καµία µεταρρύθµιση δεν προχωρά όταν δεν υπηρετεί το λαϊκό συµφέρον και δεν υπάρχει κοινωνική συναίνεση. Οι εκφράσεις που χρησιµοποιούνται για µεταρρύθµιση και περί µη κερδοσκοπικών πανεπιστηµίων είναι παραπλανητικές.
Χαρακτηρίζεται σαν µεταρρύθµιση ο νέος νόµος κατά της φοροδιαφυγής. Θα ήταν µεταρρύθµιση αν αντιµετωπιζόταν η φοροδιαφυγή της λαθραίας διακίνησης καυσίµων που ανέρχεται σε πάνω από 10 δισ. και όχι το µεροκάµατο του… περιπτερά! Να µη βαφτίζουµε λοιπόν το ψάρι κρέας τόσο αβασάνιστα. Ο τόπος έχει ανάγκη από µεταρρυθµίσεις που θα υπηρετήσουν το κράτος και την κοινωνία. Να απευθύνονται όµως και στους ισχυρούς. Ο εκσυγχρονισµός του πολιτικού µας συστήµατος είναι ένα επίπονο έργο. Ένα κράτος υποταγµένο στην εξάρτηση δεν εκσυγχρονίζεται αυτοµάτως. Μια κοινωνία που έχει αλλοτριωθεί σε µεγάλο βαθµό από τη λειτουργία του πελατειακού κράτους, δεν αλλάζει εύκολα συνήθειες. Θα χρειαστεί πολιτική βούληση και συστράτευση όλων των αναγεννητικών δυνάµεων του τόπου. Παραδείγµατα από το παρελθόν επιβεβαιώνουν τον ισχυρισµό µου.
Θεσµοθέτησε ο Πεπονής ένα τίµιο σύστηµα εισαγωγής στο δηµόσιο µε τον ΑΣΕΠ, για να χτυπήσει το “καρκίνωµα” του ρουσφετισµού και το κοµµατικό σύστηµα τον έστειλε στο… σπίτι του. ∆εν ξαναβγήκε βουλευτής, γιατί περιόρισε το κοµµατικό ρουσφέτι!
Πιστεύω όµως ότι η ελληνική κοινωνία σε µεγάλο ποσοστό είναι σήµερα προσιτή στον εκσυγχρονισµό που πολιτικού συστήµατος. Με τη χρεωκοπία αποµυθοποιήθηκαν στρατηγικές και κοµµατικές σκοπιµότητες που τη δηµιούργησαν. Ο λαός µας φαίνεται ότι ξανακοιτάζει την πρόσφατη ιστορία του και επανεπεξεργάζεται τα νέα βιώµατα του υπό το φως νέων πολιτικών τοµών, που αναδείχθηκαν την τελευταία δεκαετία. Παλαιότερα οι εκσυγχρονιστικές δυνάµεις δεν είχαν τη δύναµη να τραβήξουν τη χώρα µπροστά. ∆εν άφηνε το πολιτικό σύστηµα και το κατεστηµένο για να µη χάσει τα προνόµια του. Το κλίµα λοιπόν είναι προσφορότερο για τη δράση των εκσυγχρονιστικών δυνάµεων, όπου κι αν βρίσκονται. Χρειάζεται όµως η συµπόρευση του λαού µ’ αυτές τις δυνάµεις είτε της πολιτικής, είτε της διανόησης, είτε της επιστήµης, είτε της εργασίας. Αλίµονο στον τόπο µας αν δεν έχουν αποµείνει τέτοιες δυνάµεις εκσυγχρονισµού.
Ο τόπος δεν έχει µέλλον!
*Ο Βασίλης Πεντάρης
είναι π. βουλευτής Χανίων