Πέμπτη, 14 Νοεμβρίου, 2024

Το κρητικό αγρίμι και ο τρομαγμένος έρωτάς του

Αφιερωμένο στο δολοφονηθέν θυληκό αγρίμι αυτών των ημερων, παραθέτω δημοσίευμα σε aθηναϊκή εφημερίδα πριν απο κάποιες δεκαετίες του αλησμόνητου υμνητή της Μαδάρας και των ανθρώπων της, Νίκου Αγγελή.

Ποτέ στην ιστορία του έρωτα όλων των αιώνων και όλων των ζωντανών οργανι­σμών, τα ερωτικά ζευγάρια δεν είχαν ν’ αντιμετωπίσουν τόσους κινδύνους, για να πραγματοποιήσουν την ένωσή τους, όσους τα παράξενα αγρίμια των κρητικών βου­νών. Τα περισσότερα πεθαίνουν τις χλωμές νύχτες του Νοέμβρη, αναζητώντας το ταίρι τους στα απρόσιτα Λευκά Όρη.
Σήμερα, πολύ δύσκολα βλέπει κανείς ένα αγρίμι. Ζουν σαν τρομαγμένα φαντά­σματα στα πιο απλησίαστα γκρεμνά των Σφακιανών βουνών και στο θρυλικό φα­ράγγι της Σαμαριάς, μια τραχιά μαχαιριά που μπήγεται είκοσι χιλιόμετρα βαθιά, από τις ακτές του Λιβυκού, στην καρδιά των Μαδάρων. Τα θηλυκά δυο-τρία μαζί, τα αρσενικά εντελώς μόνα. Μια απίθανη στιγμή με μύριες προφυλάξεις, βγαίνουν από τις κρύπτες τους, αρπάζουν μερικά βλαστάρια αγριελιάς και ξαναγυρίζουν με το θάνατο στην ψυχή. Ο άνθρωπος ενεδρεύει παντού, ύπουλος, επίμονος, εφευρε­τικός, με τον κεραυνό στα χέρια.
Όμως, το Νοέμβρη, η μυστική δύναμη που κατευθύνει τη ζωή θα τα προστάζει να βγουν, να κινδυνέψουν, να αναζητήσουν το ταίρι τους στα διάβροχα καταράχια. Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει η πιο δύσκολη, η πιο περίεργη ερωτική ιστορία.
Πανόμοιο με το σημερινό παρουσιάζουν οι σφανδόλιθοι το αγρίμι της μινωικής εποχής. Τα λεπτά μακριά πόδια του, το σκληρό γένι του, τα μεγάλα αρθρωτά και κυρτά, σαν σπαθιά κέρατά του και τα ανήσυχα αυτιά του δεν έχουν αλλάξει καθό­λου μέσα στους αιώνες. Είναι η ίδια, η μοναδική στον κόσμο ράτσα των κρητικών αιγάγρων. Μόνο που τότε, στο ιερό φαράγγι της Σαμαριάς, δεν ενέδρευαν οπλι­σμένοι κυνηγοί. Και δεν γίνονταν πόλεμοι. Το αγρίμι δεν ήταν τρομαγμένο. Και ο έρωτάς του θα ήταν απλός.
Εκείνη την εποχή το φαράγγι ήταν ιερό, γεμάτο μυστήριο, δέος και δαιμόνια. Οι άνθρωποι δίσταζαν να παραβιάσουν τις γρανιτένιες πύλες του. Μόνο ο Απόλλωνας που πήγε να εξαγνισθεί για το φόνο του δελφικού Πύθωνα, θα κινούσε από την πανάρχαιη Τάρρα του Λιβυκού, από το ναό του μάντη Καρμάνορα, για ένα ερωτικό περίπατο με τη νύμφη Ακακάλλη, στο Παρθένο δάσος. Και η τοξότρια Άρτεμις που προστάτευε τη μικρή πολιτεία του βουνού, την Καινώ, μπορεί να κατέβαινε στις πηγές, για να κυνηγήσει. Κανένας άλλος δεν θα τάραζε την ησυχία των αγριμιών.
Θηρία ποτέ δεν έζησαν σε κείνους τους τόπους.
Βέβαια, κάπου στις άκριες του πυκνού δάσους των κυπαρισσιών που κατασκέπαζε πάντα τις Μαδάρες, πλησίαζαν κυνηγοί με τόξα.
Μα τα βέλη δεν έφταναν μακριά. Ακολούθησαν πόλεμοι. Κατακτήσεις. Το φαράγγι έγινε το καταφύγιο των καταδιωγμένων και πεινασμένων ανθρώπων. Η φωτιά των βοσκών εξαφάνισε το μεγαλύτερο μέρος του δάσους. Το νόστιμο κρέας των αγριμιών ερέθισε τους ανθρώπους που άρχισαν να τα καταδιώκουν μέρα νύχτα με πονηριά και αγριότητα. Από τότε, αιώνες τώρα, τα αγρίμια κινούνται πολύ λίγο και ζουν πάντα με την ψυχή στο στόμα.
Τον Νοέμβρη όμως… Τίποτε δεν μπορεί να τα κρατήσει. Είναι το κάλεσμα της ζωής τρομερό.
Το αρσενικό, σαν αληθινός ιππότης, αναλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος του κινδύνου. Νύχτα βαθειά γλυστρά από τη «μονή» του. Πατεί στέρεα με τα κομψά, επιδέξια πόδια του πάνω στους βράχους. Κάθε τόσο σταματά και οσμίζεται τον αέρα.
Είναι απίστευτη η όσφρηση αυτή του ζώου. Μπορεί να νιώσει την παρουσία ανθρώπου, όταν ο άνεμος είναι βοηθητικός, από εκατοντάδες μέτρα μακριά.
Ξέρει ότι το χρώμα του, που ασπρίζει λιγάκι την εποχή του οργασμού, μπορεί να το προδώσει. Γι’ αυτό κινείται μέσα από σκιές και κλαδιά. Τα μάτια του αστράφτουν σαν διαμάντια στο σκοτάδι και προσπαθούν να διακρίνουν τον εχθρό. Και η μύτη του αγωνίζεται να ανακαλύψει την ανθρώπινη παρουσία, αλλά και να εντοπίσει τη «μονή» του θηλυκού. Αν δεν πέσει στις πυκνές ενέδρες που στήνουν ειδικά αυτόν τον καιρό οι λαθροθήρες, θα βρει κάποτε τη σπηλιά του θηλυκού. Ο πόθος όμως δεν το παρασύρει σε ασύνετες κινήσεις. Πριν να πλησιάσει τη σπηλιά της αγαπημένης, κάνει δυο βόλτες, οσμίζεται, προσπαθεί να ακούσει, να δει. Ύστερα ανεβαίνει στο πάνω μέρος της σπηλιάς και βγαίνει αργά-αργά στο χείλος της.
Εκεί πάλι η μύτη και τα αυτιά του θα κάνουν μια ύστατη ανιχνευτική προσπάθεια.
Δεν θα ήταν σωστό να προδοθεί, από μιαν απροσεξία του, η φωλιά εκείνης.
Τελικά παίρνει τη μεγάλη απόφαση: γκρεμίζει με το πόδι του ένα μικρό πετραδάκι στην είσοδο της σπηλιάς. Τα αγρίμια μπορεί να μην κοιμούνται ποτέ, μπορεί ο ύπνος τους να είναι τόσο ελαφρός, που τον διώχνει το πέσιμο ενός φτερού. Μπορεί ακόμη τις μέρες του οργασμού, η σανάδα, το θηλυκό αγρίμι, να περιμένει άγρυπνη σαν την Ιουλιέτα, το παράξενο σύνθημα. Ωστόσο, με το πρώτο πετραδάκι δεν δείχνει να συγκινείται. Από σεμνοτυφία θα σκεφθείτε. Μα δεν είναι έτσι. Παντού ο φόβος στη ζωή των αγριμιών. Οι δολοφόνοι στήνουν παγίδες στις σανάδες τούτη εποχή. περνούν από τις σπηλιές, ρίχνουν μια πετρούλα δοκιμαστικά και περιμένουν να δουν τι θα γίνει. Και αυτό το ξέρουν τα θηλυκά.
Θα χρειαστεί και άλλη πέτρα, λοιπόν, και άλλη. Το αρσενικό θα περιμένει αρκετή ώρα με απερίγραπτη αγωνία. Κάποτε το δυνατό αυτί του θα ακούσει τα δειλά βήματα της αγαπημένης. Αλλά μια στιγμή ακόμα: Εκείνη, προτού βγει, θα αφήσει ένα σιγανό, βραχνό βέλασμα. Και θα περιμένει απάντηση.
Ξαφνικά, μέσα στο σκοτάδι θα φανεί το όμορφο κεφάλι της σανάδας. Με τόση καταδίωξη, είναι απίθανο αν άλλη μια φορά ολόκληρο το χρόνο συναντιόνται μόνο αγρίμια. Φαντασθείτε τη συγκίνηση και την αγωνία της στιγμής… Ανεβαίνει το θηλυκό, κατεβαίνει το αρσενικό. Πλησιάζουν δειλά-δειλά με αθόρυβα βήματα. Σμίγουν τα κεφάλια τους σε μια αναγνωριστική διαδικασία, που μετατρέπεται σε τρυφερό χάδι.
Ύστερα ο πόθος τόσων καιρών ξεσπά σε μια έντονη ερωτική εκδήλωση μέσα σε μια ατμόσφαιρα βιασύνης και αγωνίας. Πόσες φορές δεν τα σκοτώνουν έτσι αγκα­λιασμένα…
Μετά… Μετά προχωρούν λίγο μαζί μέσα στα δέντρα. Είναι σκυθρωπά και λιγό­τερο φοβισμένα. Η φροντίδα τους για τη ζωή είναι μειωμένη. Πάντα όμως, σε κάθε λίγα βήματα, σταματούν και προσπαθούν να ακούσουν. Όχι βέβαια τα νερά του Ταρραίου που τραγουδούν ακόμα τον έρωτα του Απόλλωνα και της Ακακάλλης, κα­θώς κινούν τα νεροπρίοντα των Σφακιανών. Ούτε τ’ αγριοπερίστερα που κλαυθ­μυρίζουν μέσα στα σκοτάδια του Μαντικού άντρου ένα μοιρολόι για τη χαμένη Καινώ. Ούτε τον άνεμο που ψιθυρίζει στα γκρεμνό το θρύλο του Δασκαλογιάννη. Προ­σπαθούν να ακούσουν ανθρώπινα βήματα, να μυρίσουν ανθρώπινη “αποβολή”, θά­νατο, που παραμονεύει παντού τις κρίσιμες αυτές στιγμές που η φύση προστάζει με­ρικές τολμηρές κινήσεις.
Σε λίγο με την ίδια προφύλαξη, οι ερωτευμένοι, ένας δεξιά άλλος ζερβά χάνονται πάλι μέσα στα δάση. Η ιστορία θα επαναληφθεί λίγες νύχτες ακόμη. Και ο Νοέμβρης δεν κρατά πολύ, περνά γρήγορα στην απίστευτη σιωπή του φαραγγιού. Η ηδονή και τα βάσανα της μεγάλης αποστολής τελειώνουν για φέτος.
Και ποιος ξέρει αν κανένα θα είναι τυχερό να γλυτώσει από τις σφαίρες, για να ζήσει πάλι τον επόμενο χρόνο μια τέτοια παράξενη ερωτική νύχτα στα γκρεμνά.
Σε λίγους μήνες θα δει το φως ένα ισχνό αγριμάκι, καρπός της φθινοπωρινής αγωνίας. Είναι ένα πλάσμα έξυπνο και ευκίνητο. Και πολύ φοβισμένο. Από τη γέν­να μέχρι το θάνατο…».

(Από το βιβλίο μου το “Αγρίμι της Κρήτης”, έκδοση 2001, όπου καταγράφονται σε δώδεκα σελίδες οι προσπάθειες μισού αιώνα για να προστατευθεί το σύμβολο της Κρήτης, όπως αξιέπαινα ανάφερε η κα δασάρχης και τη συγχαίρουμε γι’ αυτό. Και ακόμη δεν υπάρχει Κρι – κρι αλλά ο αίγαγρος της Κρήτης. Το όνομα αυτό είχε δοθεί σε συγκεκριμένο αγρίμι κάποτε).


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Μικρές αγγελίες

aggelies

Βήμα στον αναγνώστη

Στείλτε μας φωτό και video ή κάντε μία καταγγελία

Συμπληρώστε τη φόρμα

Ειδήσεις

Χρήσιμα