To Κυπριακό είναι η αντοχή των εθνικισµών στον χρόνο. Η αδυναµία επίλυσής του, το επιβεβαιώνει. Οι εθνικοί εγωισµοί και ναρκισσισµοί, κρατούν ζωντανό το τείχος της διαίρεσης. Ο εξοβελισµός της αλήθειας και του ρεαλισµού, καθιστά το πρόβληµα της Κύπρου ανεπίλυτο. Η συντήρησή του στο διηνεκές, ανατροφοδοτεί φαντασιώσεις, εµµονές, αντιπαλότητα ακόµη και εχθροπάθεια. Οι τραγωδίες και τα τραύµατα αξιοποιούνται για την προώθηση ανοµολόγητων επιδιώξεων.
Οι γέφυρες επικοινωνίας που είχαν κτιστεί µεταξύ των δύο κοινοτήτων, µε πολλές προσπάθειες, έχουν σχεδόν κοπεί. Το πρόταγµα της συνύπαρξης, χάνει συνεχώς έδαφος. Οι φυσικοί και ηθικοί αυτουργοί που την αντιστρατεύονται, βρίσκονται στο Βορρά και στο Νότο και έχουν ονοµατεπώνυµο. Η περιχαράκωση και η αναδίπλωση, συνιστούν πραγµατικότητα.
Και το κυριότερο, η αποτελµάτωση του Κυπριακού βαθαίνει περαιτέρω το ρήγµα. Η αποξένωση των δύο κοινοτήτων έχει ενισχυθεί. Χαρακτηριστική περίπτωση είναι η µη επανεκλογή του Τουρκοκύπριου πρώην Ευρωβουλευτή του ΑΚΕΛ, Νιαζί Κιζιλγιουρέκ, µολονότι το κόµµα αυτό εµφανίζεται σήµερα υπέρµαχο της επανένωσης της Κύπρου.
Ο κρίκος των χαµένων ευκαιριών, καταγράφεται στο συλλογικό υποσυνείδητο Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, ως ένας δυσεπίλυτος γρίφος. Η µνήµη και η λήθη θα συγκρούονται διαρκώς µε το σύνδροµο της ήττας, αλλά και τις άτοπες προσδοκίες. Το βέβαιο είναι, πως όταν τα βιώµατα εξαντλούνται, το µόνο που µένει είναι µια µελαγχολική αποτύπωση για κάτι που µπορεί να υπήρξε ή ουσιαστικά να µην υπήρξε ποτέ.
Τα προβλήµατα τα οποία δηµιουργήθηκαν το 1963, µετά την πρόταση του Μακάριου για την τροποποίηση των 13 σηµείων του Συντάγµατος, πυροδότησαν ανεξέλεγκτες αντιδράσεις. Οι πληγές που άνοιξε η τουρκική εισβολή τον Ιούλιο του 1974, δύσκολα γιατρεύονται. Η αλήθεια είναι ότι οι νεότερες γενιές των Ελληνοκυπρίων, δεν έχουν βιώσει τις οδυνηρές παραστάσεις. Ούτε έχουν εµπειρίες συνύπαρξης µε τους Τουρκοκυπρίους, όπως συνέβαινε µε τις προηγούµενες γενιές. Εύλογο είναι στο «∆εν ξεχνώ», να προσδίδουν µια άλλη διάσταση Το γεγονός ότι η πλειονότητά τους, όπως δείχνουν οι έρευνες, δυσκολεύεται να αποδεχθεί την ανάγκη συνύπαρξης, αναµφίβολα κάτι σηµαίνει. Πρόκειται απλώς για απογοήτευση ή υποκρύπτει κάποιες άλλες επιθυµίες;
Πάντως το σίγουρο είναι ότι οι ατέρµονες συζητήσεις επί των πρωτοβουλιών που ανέπτυξαν κατά καιρούς τα Ηνωµένα Έθνη, προκάλεσαν αναµονές οι οποίες στη συνέχεια εξανεµίστηκαν. Οι ιδέες του Μπούτρος Γκάλι το 1992, το Σχέδιο Ανάν το 2004, το πλαίσιο Γουντέρες το 2017, δεν βρήκαν την απαιτούµενη ανταπόκριση. Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες οδηγήθηκαν σε ναυάγιο.
Ακόµη και το µεγάλο κεκτηµένο της Συµφωνίας του Ελσίνκι το 1999, που πέτυχαν µε οξύνοια και επιδεξιότητα οι χειρισµοί του Έλληνα Πρωθυπουργού Κώστα Σηµίτη σε συνεργασία µε τον αείµνηστο Πρόεδρο της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας Γλαύκο Κληρίδη, υπονοµεύθηκε από τους θιασώτες του δόγµατος, « Η µη λύση του Κυπριακού, είναι καλύτερη από την οποιαδήποτε λύση».
Το περιώνυµο αυτό δόγµα υπηρέτησαν µε επιµονή, ο Σπύρος Κυπριανού, ο Τάσος Παπαδόπουλος, ο ∆ηµήτρης Χριστόφιας, ο Νίκος Αναστασιάδης καθώς και ο Κώστας Καραµανλής. Απεναντίας φωτεινές εξαιρέσεις ήταν ο Γιώργος Βασιλείου, ο Γλαύκος Κληρίδης και ο αρχιτέκτονας της ένταξης της Μεγαλονήσου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, Κώστας Σηµίτης. Αποκαλυπτικό είναι ότι τη µοναδική φορά που η Κύπρος απεξαρτήθηκε από τις δυνάµεις της αδράνειας, της αναβλητικότητας, ακόµη και των εθνικιστικών εµµονών, πέτυχε χάρη της Συµφωνίας του Ελσίνκι το απροσδόκητο: Τη συµµετοχή της στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Εντούτοις µε τα όσα στη συνέχεια ακολούθησαν, ιδιαίτερα έπειτα από την απόρριψη του σχεδίου Ανάν, υπέσκαψαν σηµαντικά το ευνοϊκό κλίµα που είχε δηµιουργηθεί από την κατάλυση των οδοφραγµάτων, την περίοδο 2003-2004. Αν οι Ελληνοκύπριοι δεν το είχαν καταψηφίσει µε ποσοστό µάλιστα 76%, σήµερα µε βάση το χρονοδιάγραµµα που προβλεπόταν, θα είχαν επιστραφεί η Μόρφου και η Αµµόχωστος, θα είχαν αποχωρήσει ο στρατός κατοχής αλλά και ο στρατός των εγγυητριών δυνάµεων. Θα είχαν περιοριστεί οι τούρκοι έποικοι σε 45.000 από 150.000 και πάνω που είναι σήµερα. Το σηµαντικότερο, δεν θα υπήρχε τούρκος στρατιώτης στο νησί.
Ωστόσο, ο εθνικισµός του Τάσου Παπαδόπουλου υπήρξε ο ισχυρότερος καταλύτης, συµβάλλοντας δραστικά στην καλλιέργεια απορριπτικών αντιλήψεων. Οι πολιτικές ηγεσίες που τις εξέφρασαν, δεν δίστασαν να ενοχοποιήσουν τους υποστηρικτές της διζωνικής, δικοινοτικής οµοσπονδίας. Και κάτι άλλο εξίσου σηµαντικό: Μπόλιασαν την ευρύτερη κοινή γνώµη, ελληνοκυπριακή και τουρκοκυπριακή µε τον φόβο, την ανασφάλεια και τη αβεβαιότητα. Επακόλουθο ήταν η Κύπρος να επανακάµψει στα αδιέξοδα στρατηγήµατά της, φροντίζοντας να οχυρωθεί πίσω από την τουρκική επιθετικότητα και αδιαλλαξία.
Με το ναυάγιο των συνοµιλιών στο Κραν Μοντανά το 2017, χάθηκε άλλη µια εξαιρετική ευκαιρία. Η άρνηση των Ν. Αναστασιάδη και του τότε κύπριου υπουργού εξωτερικών Ν. Χριστοδουλίδη, καθώς και του έλληνα οµολόγου του Ν. Κοτζιά, να δεχθούν το πλαίσιο Γκουτέρες, οδήγησε στην κατάρρευση της πρωτοβουλίας του Γενικού Γραµµατέα του ΟΗΕ. Ενώ η Τουρκία το αποδεχόταν. Όπως επισηµαίνει ο κύπριος ιστορικός Χρυσόστοµος Περικλέους, η τουρκική πλευρά συµφωνούσε µε την κατάργηση της Συνθήκης Εγγυήσεων του 1960 και την αντικατάσταση της, µε έναν πολυµερή µηχανισµό ασφάλειας υπό τα Ηνωµένα Έθνη, στον οποίο θα µετείχε και η Τουρκία δίχως δικαίωµα µονοµερούς επέµβασης. ∆εχόταν επίσης την αποµάκρυνση όλων των κατοχικών στρατευµάτων, µε παραµονή µόνο των αγηµάτων ΕΛ∆ΥΚ-ΤΟΥΡ∆ΥΚ (950-650), µε επανεξέταση στα δώδεκα χρόνια.
Όµως για άλλη µια φορά οι µαξιµαλισµοί επικράτησαν, διαιωνίζοντας τα αδιέξοδα του Κυπριακού. Ταυτόχρονα άνοιξαν το δρόµο για δυσµενέστερες εξελίξεις. Έτσι άλλωστε µπορούν να ερµηνευτούν τόσο η εκλογική ήττα του προοδευτικού ηγέτη των Τουρκοκυπρίων κ. Μουσταφά Ακιντζί στα κατεχόµενα, όσο και η επικράτηση στην Προεδρία της Κυπριακής ∆ηµοκρατίας του κ. Νίκου Χριστοδουλίδη, γνωστού για τις αδιατάρακτες πολιτικές σχέσεις του µε τους εκφραστές του απορριπτικού στρατοπέδου.
Μάλιστα οι κυβερνητικοί του εταίροι αντιστρατεύονται ανοιχτά την επίλυση του Κυπριακού, στο πλαίσιο της διζωνικής, δικοινοτικής οµοσπονδίας. Με άλλα λόγια είναι οι κατεξοχήν αντίπαλοι και αρνητές της. ∆εν είναι τυχαίο ότι στη διεθνή κοινότητα, επικρατεί η αντίληψη πως ο Ν. Χριστοδουλίδης δεν διακατέχεται από τον διακαή και ειλικρινή πόθο της επίλυσης.
Μετά τα όσα έχουν προηγηθεί, οι συνέπειες των στρατηγηµάτων, των τακτικισµών και της αναβλητικότητας, έχουν λειτουργήσει εις βάρος των Ελληνοκυπρίων. Ταυτόχρονα οδηγούν στη διεύρυνση των τουρκικών διεκδικήσεων και απαιτήσεων. Η επανέναρξη των συνοµιλιών για την εξεύρεση λύσης, συνδέεται ευθέως µε τις διαθέσεις και τις αντιλήψεις που επικρατούν και στις δύο κοινότητες.
Τα καίρια ερωτήµατα είναι: Επιθυµούν οι ελληνοκύπριοι τις διαπραγµατεύσεις; Είναι πρόθυµοι να δεχθούν µια συµφωνία που θα στηρίζεται στη λογική µιας διζωνικής, δικοινοτικής οµοσπονδίας; Αντιλαµβάνονται τους κινδύνους τουρκοποίησης του βορείου τµήµατος και τις επιπτώσεις που θα έχει µια τέτοια εξέλιξη, µε χιλιάδες τούρκους εποίκους να κατακλύζουν ολόκληρο το νησί αν δεν επιτευχθεί η επανένωσή του; Στα εύλογα αυτά ερωτήµατα, οφείλουν να δώσουν καθαρές απαντήσεις. ∆ιαφορετικά οι προοπτικές που διαγράφονται θα είναι δυσοίωνες.
Η κινητικότητα που αναπτύσσεται τις ηµέρες αυτές για το Κυπριακό, έρχεται να δείξει το πραγµατικό ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας και πρωτίστως του Οργανισµού Ηνωµένων Εθνών καθώς και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η πρόθεση του Α. Γκουτέρες να εµπλακεί ξανά στις συνοµιλίες για την επίλυσή του, αλλά και η πρόσκληση στον τούρκο υπουργό εξωτερικών Χ. Φιντάν να συµµετάσχει στο άτυπο Συµβούλιο των ΥΠΕΞ της Ε.Ε, είναι αναµφίβολα θετικές εξελίξεις.
Παρόλα αυτά, η Κυπριακή ∆ηµοκρατία, προς το παρόν τουλάχιστον, δεν δείχνει να έχει µια συγκεκριµένη και εµπροσθοβαρή στρατηγική που θα αποσκοπεί σε µια αµοιβαία επωφελή συµφωνία και για τις δύο κοινότητες. Η επίκληση της διασύνδεσης του Κυπριακού µε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, παραπέµπει σε λογικές τιµωρίας της Τουρκίας. Πρόκειται για επικοινωνιακούς χειρισµούς που αποσκοπούν στην καλλιέργεια εντυπώσεων. Οι τακτικισµοί περισσεύουν, ενώ απουσιάζει η στρατηγική επιλογή που θα στηρίζεται σε παραγωγικές πρωτοβουλίες.
Η προοπτική µιας δίκαιης και βιώσιµης λύσης, δεν νοείται να στηρίζετε σε βερµπαλισµούς και ανέξοδες διακηρύξεις. Ούτε να εξαντλείται στον καταγγελτικό λόγο για την αδιάλλακτη Τουρκία. Πόσο µάλλον να διαπνέεται από την αντίληψη εθνικής ρεβάνς. Απεναντίας χρειάζεται µια νέα στρατηγική που στο επίκεντρο της θα βρίσκεται η ευρωτουρκική ατζέντα, όπως συνέβη µε τη συµφωνία του Ελσκίνκι, θέτοντας συγκεκριµένους όρους και επιδιώξεις. Η διασύνδεση του Κυπριακού µε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις που επιζητεί σήµερα η Λευκωσία, δεν έχει την παραµικρή σχέση µε τη φιλοσοφία του Ελσίνκι. Μάλλον δείχνει αδυναµία κατανόησης της πολιτικής που τότε ακολουθήθηκε, αλλά και εξάρτησης από µυωπικές προσεγγίσεις. Επιπροσθέτως επιβάλλεται η κριτική αποτίµηση των αδιεξόδων που µέχρι τώρα έχουν δηµιουργηθεί, υπερβαίνοντας τους ύµνους για τα κατορθώµατα και τους θρήνους για τα πάθη.
Όπως πολύ εύστοχα υποστήριξε µε ανοιχτή δηµόσια επιστολή της, προς τους Ελληνοκυπρίους και τους Τουρκοκύπριους, η απεσταλµένη του Γενικού Γραµµατέα του ΟΗΕ, Μαρία Άνχελα Όλγκιν, «Οι εορτασµοί και τα µνηµεία δεν µας υπενθυµίζουν τη δόξα, αλλά την αποτυχία των προσπαθειών για επίτευξη συµφωνίας επανένωσης. Η Κύπρος δεν θα παραµένει παγωµένη στο χρόνο και οι δύο κοινότητες µπορούν να έχουν µια λαµπρή και θετική προοπτική, αν ξεπεράσουν την ιστορία του πόνου».
Στην ίδια επιστολή η απεσταλµένη του Γκουτέρες, προτείνει το αυτονόητο: « Να σκεφτούµε διαφορετικά, παραµένοντας πεπεισµένοι πως ένα κοινό µέλλον Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, θα φέρει µεγάλες ευκαιρίες σε όλους τους Κυπρίους»
*Ο Γιώργος Πανταγιάς είναι σύµβουλος Στρατηγικής
και Επικοινωνίας