Μέρος Α’
Μια ενδιαφέρουσα οικονομική και πολιτική ανάλυση με θέμα την παραγωγή και το εμπόριο του ελαιολάδου στην τουρκοκρατούμενη Κρήτη υπάρχει στην εφημερίδα «Εσπερινός Ταχυδρόμος». Σε πέντε συνεχόμενα πρωτοσέλιδα (18/9/1933 – 23/9/1933) με τίτλο «Το λάδι της Κρήτης επί Τουρκοκρατίας» ο γεωπόνος Γ. Μιχάλας αναλύει την πορεία της ελαιοπαραγωγής και διάθεσης του βασικού αγροτικού προϊόντος της Κρήτης. Τον πρώτο αιώνα της τουρκικής κατάκτησης (1645-1745, ο Μιχάλας υπολογίζει τις ημερομηνίες από την κατάληψη των Χανίων) οι Τούρκοι γαιοκτήμονες, οι αγάδες, χρησιμοποιούσαν ως δούλους τους Κρητικούς αγρότες για την καλλιέργεια και τη συγκομιδή του ελαιοκάρπου. Οι φτωχοί καλλιεργητές πλήρωναν και επαχθείς φόρους στο σουλτάνο με αποτέλεσμα την περαιτέρω εξαθλίωσή τους. Στις αρχές του 18ου αιώνα, η Κρήτη παρήγαγε περίπου 300.000 μεζούρες λάδι από τις οποίες τις 250.000 αγόραζαν Γάλλοι έμποροι και τις προωθούσαν στα σαπωνοποιεία της Μασσαλίας. Οι Γάλλοι έμποροι είχαν έδρα τα Χανιά από όπου ξεκινούσαν τα εμπορικά πλοία γεμάτα πιθάρια λάδι, ενώ μια μικρή ποσότητα αγόραζαν οι Άγγλοι έμποροι και την προωθούσαν στο Λονδίνο και το Αμβούργο πάντα από το λιμάνι των Χανίων. Όλες αυτές οι πληροφορίες βασίζονταν στις διηγήσεις των ξένων περιηγητών, οι οποίοι είχαν επισκεφθεί την Κρήτη, όπως ο Turnefor το 1799, ο Savary το 1779, κ.ά.
Στα τέλη το 18ου αιώνα μέχρι και το 1808 ιδρύθηκαν στην Κρήτη εργοστάσια σαπωνοποιείας, τα οποία απορρόφησαν μεγάλη ποσότητα του παραγόμενου λαδιού, με αποτέλεσμα την μείωση της εξαγωγής του στο εξωτερικό. Τα σαπωνοποιεία ιδρύθηκαν από Γάλλους εμπόρους, οι οποίοι έφεραν τεχνίτες από τη Γαλλία και δίδαξαν στους μουσουλμάνους Κρήτες την τεχνική παρασκευής σαπουνιού. Στο Ηράκλειο υπήρχαν 25 σαπωνοποιεία μουσουλμάνων Κρητών, τα οποία απορροφούσαν σχεδόν όλο το λάδι των Ανατολικών Επαρχιών της Κρήτης. Το κρητικό λάδι δεν ήταν ραφιναρισμένο με αποτέλεσμα να είναι χαμηλής ποιότητας, γι’ αυτό η χρήση του περιοριζόταν στη σαπωνοβιομηχανία. Επίσης, η προτίμηση του λιμανιού των Χανίων για εξαγωγές στο εξωτερικό οφειλόταν στην κακή κατάσταση των λιμένων Ηρακλείου και Ρεθύμνου, στα οποία δεν είχαν γίνει έργα εκβάθυνσης και καθαρισμού, με αποτέλεσμα τη δυσκολία στην προσέγγιση των πλοίων, σύμφωνα με τον Savary. Σύντομα και τα Χανιά απέκτησαν 20 σαπωνοποιεία, τα οποία χρησιμοποιούσαν το χανιώτικο λάδι, ειδικά το σεληνιώτικο που θεωρούνταν ως το καλύτερο. Αυτή η εμπορική δραστηριότητα προσέλκυσε πολλούς εμπόρους λαδιού στα Χανιά, με αποτέλεσμα η πόλη των 5-6 χιλιάδων κατοίκων να φτάσει τον πληθυσμό των 16 χιλιάδων στο τέλος του 18ου αιώνα.
Οι περιηγητές ανέφεραν και τις ποσότητες της ελαιοπαραγωγής. Σύμφωνα με τον περιηγητή Ολιβιέ το 1794 περίπου η Κρήτη παρήγαγε περίπου 1.285.000 κιλά λάδι, ενώ η κατανάλωση από τον ντόπιο πληθυσμό έφτανε τα 3.000.000 κιλά κατά τον περιηγητή Palsey (1834). Ο Hifer (1856) υποστήριζε ότι η κατανάλωση έφτανε τα 2.000.000 κιλά. Ο Ολιβιέ υποστήριζε ότι το ¼ του παραγόμενου ελαιολάδου εξαγόταν στη Γαλλία, ένα μικρό μέρος στην Ιταλία και τη Γερμανία, ένα άλλο χρησιμοποιούταν στην τοπική σαπωνοποιεία και το μεγαλύτερο μέρος καταναλωνόταν από τον πληθυσμό. Από τα παραπάνω είναι φανερό ότι όλες αυτές οι υποκειμενικές εκτιμήσεις είχαν αρκετό περιθώριο λάθους.
* Ο κ. Αγησίλαος Κ. Αλιγιζάκης είναι ιατρός ορθοπεδικός, πολιτισμολόγος