Κάθε λιμάνι έχει τη δική του ιστορία… Το ίδιο και η Σούδα το σημαντικότερο, ίσως, φυσικό λιμάνι στη Μεσόγειο. Μοναδικός σε αξία κόλπος από την αρχαιότητα μέχρι και σήμερα και με οργανωμένες λιμενικές εγκαταστάσεις και Ναύσταθμο από το 19ο αιώνα.
Παράλληλα, όμως, απάγκιο για τους πρόσφυγες της Μικρασιατικής καταστροφής και, όπως κάθε τόπος δίπλα στη θάλασσα, καταφύγιο και ορμητήριο για τους εργάτες της θάλασσας, ψαράδες και ναυτικούς.
Ο ιστοριοδίφης Μιχάλης Ποταμιτάκης, εργαζόμενος για χρόνια στο Ναύσταθμο Κρήτης μελέτησε όσο κανένας άλλος την ιστορία του κόλπου της Σούδας και της ευρύτερης περιοχής, περπάτησε κάθε γωνία του, κατέγραψε, φωτογράφισε, αξιολόγησε, πιστοποίησε στοιχεία και σε αυτόν οφείλεται ένα εξαιρετικό σύγγραμα: “Το λιμάνι της Σούδας στο πέρασμα του χρόνου”.
Με τον κ. Ποταμιτάκη -έναν αληθινό θησαυρό γνώσεων- περπατήσαμε στο λιμάνι της Σούδας μιλώντας μας για την περιοχή από την εποχή των “Απτεραίων” μέχρι και σήμερα.
ΟΙ “ΑΠΤΕΡΑΙΟΙ”
Η πιο σπουδαία αρχαία πόλη της περιοχής και από τις σημαντικότερες στη Δυτ. Κρήτη ήταν η αρχαία Απτέρα. «Ο κόλπος της Σούδας από την αρχαιότητα χρησιμοποιούνταν ως κέντρο διακίνησης εμπορευμάτων αλλά και ως σταθμός για τα πλοία. Η Απτέρα παρέμεινε ως πόλη μέχρι τον 7ο μ.Χ. αιώνα όταν και καταστράφηκε από τους σεισμούς και την πειρατεία», λέει ο κ. Ποταμιτάκης. Η Απτέρα είχε δύο επίνεια την “Κίσαμο” εκεί που σήμερα είναι οι Καλύβες και τη “Μινώα”, το σημερινό Μαράθι και ήταν από τις ισχυρότερες πόλεις της Κρήτης.
Από την εποχή εκείνη δεν υπάρχουν ευρήματα που να πιστοποιούν σημαντική οικιστική παρουσία στο χώρο όπου σήμερα είναι ο οικισμός και το επιβατικό και εμπορικό λιμάνι της Σούδας.
ΟΙ ΕΝΕΤΟΙ
Την περίοδο της βυζαντινής παρουσίας στην Κρήτη, στην ευρύτερη περιοχή του κόλπου λειτούργησαν μοναστήρια και εκκλησίες, τα περισσότερα από τα οποία δεν έχουν διασωθεί παρά ελάχιστα ίχνη. Ξεχωριστή σημασία έχει η Ενετική Περίοδος, με το αμυντικό δόγμα των Ενετών να προβλέπει την οχύρωση της νησίδας της Σούδας, ένα εξαιρετικό έργο που διατηρείται ακόμα στο μεγαλύτερο μέρος του. «Όπου είχαν σταθμούς για τα εμπορικά τους πλοία οι Ενετοί ήθελαν να τα οχυρώσουν. Έβλεπαν τον κίνδυνο από τις επιδρομές των Τούρκων και ξεκίνησαν από το 1480 να μελετούν πώς και πού θα προχωρήσουν σε οχυρώσεις. Στην αρχή έμειναν μόνο στα σχέδια αλλά μετά τις επιδρομές του Μπαρμπαρόσα και άλλων πειρατών, την πτώση της Κύπρου στους Οθωμανούς, προχώρησαν στα 1572-1573 στις πρώτες σοβαρές οχυρωματικές εργασίες στη νησίδα της Σούδας. Οι εργασίες προέβλεπαν αρκετά συνοδά έργα που θα ενίσχυαν την άμυνα του κόλπου, τα περισσότερα από τα οποία δεν πραγματοποιήθηκαν. Προβλεπόταν ακόμα και μια οχύρωση μέσα στη θάλασσα στο δυτικό μυχό του κόλπου, όπως το “Μπούρτζι” στο Ναύπλιο. Υπάρχουν συγκεκριμένα σχέδια με τον όγκο των υλικών που θα χρειάζονταν, τη διάμετρο του πύργου, τις θέσεις των κανονιών κ.λπ.», τονίζει ο κ. Ποταμιτάκης που έχει περάσει χιλιάδες ώρες στο Ιστορικό Αρχείο Κρήτης και όχι μόνο προκειμένου να αντλήσει το συγκεκριμένο υλικό. Η οχύρωση της νησίδας της Σούδας, για την οποία οι Ενετοί ξόδεψαν πολλά χρήματα και χρειάστηκε να δουλέψουν αγγαρεία χιλιάδες ντόπιοι, από μόνη της θα μπορούσε να αποτελέσει ένα ειδικό κεφάλαιο. «Την τελική μορφή είχε δώσει ο L. Orsini ένας εξαιρετικός μηχανικός που ήταν παρών στις εργασίες. Ήταν ένα μικρό θαύμα της οχυρωματικής αρχιτεκτονικής από κάθε άποψη. Το νησί της Σούδας είχε πολύ μεγάλη σημασία για τους Ενετούς που όταν έλεγαν “Σούδα” εννοούσαν πάντα το νησί και όχι το σημερινό λιμάνι. Η σημερινή περιοχή της Σούδας λεγόταν Ιnsola Suda», σημειώνει ο συνομιλητής μας. Μετά την κατάκτηση της Κρήτης (1669) από τους Οθωμανούς οι Ενετοί κατάφεραν να κρατήσουν τις νησίδες της Σούδας, της Γραμβούσας και της Σπιναλόγκας ως το 1715 όταν και τις παρέδωσαν καθώς η δύναμη της Βενετίας συνέχιζε να φθίνει.
Ο ΝΑΥΣΤΑΘΜΟΣ
Οι Τούρκοι ήταν εκείνοι που στα τέλη του 19ου αιώνα στο πλαίσιο της αναδιοργάνωσης των δυνάμεών τους στους εμπορικούς δρόμους της Μεσογείου αποφάσισαν να προχωρήσουν στη δημιουργία Ναυστάθμου για την κατασκευή, επισκευή και προστασία των σκαφών τους. Την κατασκευή ανέλαβε ο Σκωτσέζος μηχανικός Τζέιμς Λιντζ και τα εγκαίνιά του έγιναν το 1873 παρουσία και του Σουλτάνου Αμπντούλ Αζίζ. «Ο Ναύσταθμος ήταν μια πολύ μεγάλη για τα δεδομένα της εποχής κατασκευή με πολλά εργαστήρια. Στη σημερινή Κάτω Σούδα φτιάχτηκαν 90 κατοικίες και ήταν ο πρώτος οργανωμένος οικισμός στην περιοχή (Τούζλα για τους Τούρκους). Με βάση τους χάρτες της εποχής που έχω, η στεριά εκεί ήταν συν 20 εκατοστά πιο ψηλά από την επιφάνεια της θάλασσας. Όταν όμως πνέουν άνεμοι νοτιοανατολικοί η διακύμανση της θάλασσας φτάνει τα 65 εκατοστά. Και έτσι η θάλασσα έμπαινε μέσα στα σπίτια. Από τον πρώτο χρόνο οι κάτοικοι έγιναν φυματικοί και οι περισσότεροι το εγκατέλειψαν. Γύρω από το Ναύσταθμο στη σημερινή πλατεία της Σούδας έγιναν καταστήματα για την εξυπηρέτηση του προσωπικού της εγκατάστασης που κτίστηκαν από τον Τζαφέρη (Τζαφέρ Αγά)…», αναφέρει ο κ. Ποταμιτάκης.
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΠΟΧΗ
Με την απελευθέρωση της Κρήτης και την Ένωση με την Ελλάδα ο Ναύσταθμος χρησιμοποιήθηκε αρχικά από τις Μεγάλες Δυνάμεις και μετά από το Ελληνικό Ναυτικό. Στα αξιοσημείωτα της περιοχής η κατασκευή και λειτουργία αεροδρομίου από τους Άγγλους για τις ανάγκες του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου μεταξύ Πρεβαντορίου και του δρόμου της Σούδας!
«Τα πρώτα χρόνια στο Ναύσταθμο εγκαταστάθηκε πυροβολαρχία της Μεραρχίας Κρητών. Επειδή το δημόσιο είχε ανάγκη χρήματα, εκμίσθωνε εκτάσεις γύρω από το Ναύσταθμο σε ιδιώτες που τα χρησιμοποιούσαν για να εκτρέφουν ζώα και για καλλιέργειες. Κατοικίες στην περιοχή έγιναν αργότερα. Στο θαλάσσιο χώρο του Ναυστάθμου έφταναν υδροπλάνα της “Eastern Telegraph Company”. Τον χρησιμοποιούσαν ως σταθμό προς τις υπερπόντιες Βρετανικές κτήσεις. Στο μεσοπόλεμο το λιμάνι παρέμεινε σημαντικό διαμετακομιστικό κέντρο», τονίζει ο συνομιλητής μας.
Πολύ μεγάλη ήταν η σημασία του λιμανιού και του κόλπου στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Βομβαρδίστηκε αρχικά από τους Ιταλούς, ενώ πολύ ισχυροί βομβαρδισμοί έγιναν από τους Γερμανούς στη Μάχη της Κρήτης που βύθισαν περισσότερα από 28 πλοία (Αγγλικά τα περισσότερα) μέσα στον κόλπο, ενώ κατά την προέλαση των Γερμανών προς τα ανατολικά έγιναν πολύ μεγάλες μάχες στην ευρύτερη περιοχή.
Στη μεταπολεμική περίοδο το λιμάνι αξιοποιήθηκε τόσο για στρατιωτικούς σκοπούς (επέκταση του Ναυστάθμου Κρήτης), αλλά κυρίως για την εξυπηρέτηση της εμπορικής και της επιβατικής ναυτιλίας.
Παράλληλα διατήρησε το χαρακτήρα του ως τόπος εξόρμησης των αλιευτικών με τη σύγχρονη ιχθυόσκαλα, αξιοποιείται για τον ναυταθλητισμό και πρόσφατα με τα έργα σε ένα τμήμα του για τη φιλοξενία κρουαζιερόπλοιων. Στο πλαίσιο του εκσυγχρονισμού του προβλέπεται η επέκταση της βασικής του προβλήτας “Αδρίας” αλλά και η κατασκευή μαρίνας.
Οι Μικρασιάτες στο μεγάλο λιμάνι
Τη Σούδα ως τόπο υποδοχής εκατοντάδων ξεριζωμένων προσφύγων από τη Μικρά Ασία είχαν παρουσιάσει σε μια πολύ ενδιαφέρουσα εργασία τους πριν από μερικά χρόνια οι μαθητές του Λυκείου Σούδας. Την εργασία τότε την είχαν δημοσιεύσει τα “Χ.Ν.” και πραγματικά ξεχώριζε για τον πλούτο των πληροφοριών αλλά και τις συνεντεύξεις που είχαν πάρει οι μαθητές από απογόνους προσφύγων. Χαρακτηριστική η μαρτυρία της κ. Ουρανίας αναφορικά με τις σχέσεις ντόπιων και προσφύγων που σε πολλές περιοχές της χώρας ήταν πολύ κακές… “Ο πατέρας μου εμένα είναι Κρητικός και η μητέρα μου από τα Βουρλά της Μικράς Ασίας. Γνωρίστηκαν εδώ και όπως είναι λογικό αντιμετώπισαν πολλές δυσκολίες, θυμάμαι που μου είχε πει -δε θυμάμαι ποιος- ότι το σόι του πατέρα μου κοιτούσε τη μαμά μου στα πόδια για να δουν αν είναι καθαρά»… Γεγονός είναι ότι συγκριτικά με άλλες περιοχές στα Μετόχια, στη Σούδα και στην ευρύτερη περιοχή των Χανίων οι πρόσφυγες είχαν καλύτερη αντιμετώπιση, αντίθετα οι Μικρασιάτες που διέμεναν σε άλλες περιοχές δεν έχαιραν τέτοιας συμπεριφοράς.
Η κυρία Ελένη μας διηγείται με χαρά ότι οι ντόπιοι Κρητικοί, από τα χωριά ερχόντουσαν και θαύμαζαν τα σπίτια τους και την καθαριότητά τους, ενώ εξέφραζαν και την εκτίμησή τους προς το πρόσωπό τους σκεπτόμενοι ότι είναι ξεριζωμένοι και έφυγαν από την πατρίδα τους, κάτω από βίαιες καταστάσεις.
Τέλος τα γεγονότα, οι καταστάσεις, οι συμπεριφορές, οι αντιλήψεις έχουν αλλάξει ευτυχώς προς το καλύτερο, αφού η διαχωριστική γραμμή μεταξύ Ελλαδιτών Ελλήνων και προσφύγων έχει αποκατασταθεί πλήρως από το 1940.
Πλέον δεν υπάρχει τέτοιου είδους έχθρα και αντιπάθεια ανάμεσα στα νέα παιδιά. Βέβαια δεν είναι λίγες και οι περιπτώσεις κατά τις οποίες ηλικιωμένοι έχοντας ακόμη τέτοιου είδους ρατσιστικά κατάλοιπα λογομαχούν με Μικρασιάτες, ενώ τους κατηγορούν αδίκως βέβαια για την τότε κατάσταση!
Σημασία έχει, όμως, ότι κατάφεραν παρ’ όλο τον πόνο και τις δυσκολίες που αντιμετώπισαν να αντεπεξέλθουν και να επιτύχουν. Ιστορικά αποδείχθηκε ότι οι Μικρασιάτες πρόσφυγες υπήρξαν ένα ολόκληρο κεφάλαιο για την πατρίδα μας, προσέφεραν και συνέβαλαν στην οικονομική ανάκαμψη και στον εμπλουτισμό της παράδοσης».
Ξεχωριστό κεφάλαιο οι ψαράδες
Οι ψαράδες αποτελούν ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία της Σούδας και του λιμανιού της. Όπως εξηγεί μιλώντας στα «Χ.ν.» ο ερασιτέχνης φωτογράφος Σταύρος Μυριδάκης, ο οποίος διαθέτει ένα πλούσιο φωτογραφικό υλικό με πάνω από 33.000 φωτογραφίες εκ των οποίων οι 1.500 αφορούν αλιείς, καΐκια κ.λπ., το ψάρεμα ως τρόπος βιοπορισμού μπήκε δυναμικά στην κοινωνία της Σούδας μετά το 1922 με την έλευση των προσφύγων της Μικράς Ασίας. «Οι Μικρασιάτες ψαράδες έμαθαν πολλά πράγματα στους ντόπιους ψαράδες και οι ίδιοι όταν εγκαταστάθηκαν στη Σούδα άρχισαν να πηγαίνουν για ψάρεμα για βιοποριστικούς λόγους», σημειώνει και προσθέτει: «Γι’ αυτούς τους ανθρώπους μοναδική τους περιουσία ήταν η θάλασσα και το σπίτι τους η ψαρόβαρκά τους».
Το ραντεβού μας με τον κ. Σταύρο δόθηκε στο καφενείο που λειτουργεί στην Κάτω Σούδα. Στους τοίχους του καφενείου υπάρχουν μερικές από τις φωτογραφίες από το αρχείο του κ. Μυριδάκη. Ο συνομιλητής μου καθώς δείχνει τις φωτογραφίες αναφέρεται σε πρόσωπα και καπεταναίους που έζησαν στη Σούδα κι έγραψαν τη δική τους ξεχωριστή ιστορία στην αλιεία: τον Παντελή, τον Κληκλή, τον Μόσχο, τον Μυριδέ, τον Βλαντό, τον Σαρρή κ.ά. «Κοπιαστική δουλειά το ψάρεμα αλλά έζησαν από αυτή γενιές και γενιές Σουδιανών», σχολιάζει ο κ. Σταύρος.
Σταματάμε σε μια φωτογραφία όπου μια παρέα ψαράδων γλεντάει σε ένα καφενείο. «Οι ψαράδες ήταν μια ζωή χουβαρντάδες και άνθρωποι του γλεντιού», αναφέρει.
Το λιμάνι μέχρι και τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες δεν είχε έντονη εμπορική δραστηριότητα. Όπως σημειώνει ο κ. Σταύρος «έρχονταν ένα πλοίο, άντε δύο τη βδομάδα και μέσα σ’ αυτό φορτώνονταν άνθρωποι, κατσίκες, εμπορεύματα και ό,τι μπορείς να φανταστείς!».
Εντελώς διαφορετική ήταν και η γεωμορφολογία του λιμανιού. Η θάλασσα έφτανε μέχρι εκεί που είναι τα σχολεία σήμερα, παραλιακός δρόμος δεν υπήρχε φυσικά, ενώ ήταν ένας, μόλις, μόλος όπου έδεναν τα πλοία.
Κάθε φωτογραφία και μια ιστορία. Η αγωνία του κ. Σταύρου είναι όλος αυτός ο φωτογραφικός θησαυρός να φθάσει στις νεότερες γενιές ώστε να συνδεθούν με το παρελθόν του τόπου. Γι’ αυτό το σκοπό προσέφερε το φωτογραφικό υλικό του στο Λύκειο της Σούδας κι αυτή τη στιγμή βρίσκεται στην αίθουσα πολλαπλών χρήσεων του σχολείου.
Ευγνωμοσύνη στο Σταύρο Μυριδάκη και όσους τον βοηθούν στο μοναδικό και πολύτιμο έργο του,να διατηρήσει για πάντα την άφιξη,εγκατάσταση και πολιτιστική προσφορά των Μικρασιατών στη Σούδα.Μέσω του έργου του-χιλιάδες φωτογραφίες,πληροφορίες ιστορικά ντοκουμέντα-αναδύονται αγαπημένες μορφές-παπούδες,γιαγιάδες,πατεράδες,γειτόνοι,φίλοι-καθώς και …..η αφεντιά μου μετά απο…58 χρόνια,να τραβάω …τον κολοβρέχτη έξω από το Δημοτικό Σχολείο Σούδας,με επόπτη τον ..παπού μου,καπετάν Παντελή και το θείο Κυριάκο.Ούτε την ήξερα αυτή τη φωτό..Σταύρο,αδελφέ,το Ευχαριστώ είναι λίγο…