Παρασκευή, 16 Αυγούστου, 2024

Το «Μακεδονικό» και ο σύγχρονος Εθνικισμός

Η εμμονή ορισμένων ιστορικών να αναδεικνύουν τον αυτοπροσδιορισμό ως κυρίαρχο στοιχείο του ορισμού του έθνους πέρα από τον ιδεαλιστικό και μεταφυσικό του χαρακτήρα δεν απαντά στο πρόβλημα που προκύπτει όταν δύο η περισσότεροι λαοί αυτοπροσδιορίζονται κατά τον ίδιο τρόπο.
Ο γράφων εκ προοιμίου οφείλει να διατυπώσει ότι η παρούσα ανάλυση κινείται στα πλαίσια της κριτικής σκέψης και προσέγγισης για τα ζητήματα του έθνους και του εθνικισμού ως κατά βάση φαινόμενα της εποχής της μετάβασης από το φεουδαλικό σύστημα στον πρώιμο βιομηχανικό καπιταλισμό.1
Το πρόβλημα της ονομασίας της γειτονικής χώρας συνδέεται με δύο ζητήματα τα οποία σχετίζονται αφενός με το ιδεολογικό και θεωρητικό, δηλαδή της συγκρότησης του έθνους, και αφετέρου με την διαμόρφωση μίας νέας γεωπολιτικής στα πλαίσια της διεθνοποίησης των παραγωγικών δυνάμεων. Τα δύο αυτά προβλήματα ενώ έχουν μια διαφορετική αφετηρία εκκίνησης φαίνεται ότι τελικά, στη σημερινή φάση, βρίσκονται σε αλληλουχία εφόσον οι προσπάθειες συγκρότησης και κατασκευής ενός ‘μακεδονικού’ έθνους συμπίπτουν με την περίοδο της παγκοσμιοποίησης και όχι με την ιστορική φάση της εθνογέννεσης, των εθνικό-απελευθερωτικών κινημάτων και του εθνικισμού της περιόδου του 19ου αιώνα. Από την φύση της, δηλαδή, η προσπάθεια συγκρότησης ενός «μακεδονικού έθνους» είναι ιστορικά καθυστερημένη και εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία όχι μίας κλασσικής σύγκρουσης με άλλους εν τη γενέσει εθνικισμούς οι οποίοι προσπαθούν να συγκροτηθούν ως τέτοιοι, την εν λόγω περίοδο, αλλά κυρίως με διαμορφωμένες οντότητες οι οποίες μπόρεσαν πολύ προγενέστερα να συγκροτηθούν σε έθνη και εθνικά κράτη. Ο ‘μακεδονικός’ εθνικισμός, εάν και εφόσον αυτός υφίσταται με την κλασσική έννοια, διεκδικεί χώρο από ήδη διαμορφωμένες εθνικές οντότητες και για το λόγο αυτό τείνει αφενός να τις διεμβολίζει και αφετέρου να προκαλεί την εθνικιστική αναζωπύρωση και αφύπνιση τους.

Η ΣΥΓΚΡΟΤΗΣΗ ΤΟΥ ΕΘΝΟΥΣ ΚΑΙ Ο ΕΘΝΙΚΙΣΜΟΣ
Οι περισσότεροι μελετητές2 του φαινομένου τείνουν να συμφωνήσουν ότι το Έθνος είναι ένα πρόσφατο ιστορικά φαινόμενο το οποίο συγκροτείται στη βάση της νεωτερικότητας, την περίοδο δηλαδή του περάσματος από τον φεουδαρχία στον καπιταλισμό. Αν και οι προσεγγίσεις διαφέρουν κοινά αποδεκτό είναι ότι αυτό που προϋπάρχει είναι εθνοτικές ομάδες οι οποίες χαρακτηρίζονται από κάποιες περιορισμένες αντικειμενικές σχέσεις συνήθως γλωσσολογικού, πολιτισμικού, θρησκευτικού ή και γεωγραφικού χαρακτήρα. Αυτές οι εθνοτικές ομάδες μεμονωμένα ή σε συνδυασμό με κάποιες άλλες μπορούν να μετεξελιχθούν και να συγκροτήσουν ένα έθνος και στη συνέχεια μία κρατική εθνική οντότητα. Άλλες, όμως, όχι απαραίτητα. Και αυτό διότι όπως αναφέρει ο Gellner ‘δεν είναι δυνατόν να ικανοποιηθούν όλοι οι εθνικισμοί και ότι η ικανοποίηση κάποιων σημαίνει την απογοήτευση κάποιων άλλων ιδιαιτέρως για εκείνα, τα εν δυνάμει, έθνη που ζουν η ζούσαν, σε συμπαγή ναι μεν εδαφικά τμήματα αλλά αναμεμειγμένα μεταξύ τους σε σύνθετους σχηματισμούς’.3
Ο Gellner αναφέρει επίσης ότι ΄Στρατιές ολόκληρες είναι οι ομάδες οι οποίες στη βάση του επιχειρήματος της ύπαρξης προηγουμένου θα μπορούσαν να προσπαθήσουν να γίνουν έθνη, οι οποίες θα μπορούσαν να προσδιορίσουν τον εαυτό τους με ένα κριτήριο που κάπου αλλού ορίζει ένα πραγματικό και ενεργό έθνος’.4 Εν πάση περιπτώσει η παραπάνω επίκληση δεν σημαίνει σε καμία περίπτωση άρνηση του δικαιώματος των διαφόρων εθνοτικών ομάδων ή και εν δυνάμει εθνών να συγκροτηθούν ως τέτοια. Περισσότερο σχετίζεται με την κατανόηση ότι η εθνογεννετική διαδικασία εμπεριέχει όλα εκείνα τα στοιχεία μιας πιθανής αποτυχίας και ότι αυτή πραγματοποιείται εντός ενός συγκεκριμένου ιστορικού χρόνου και χώρου.
Στα Βαλκάνια η διαδικασία συγκρότησης του σύγχρονου έθνους έγινε κυρίως στη βάση της εμφάνισης εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων αρκετά από τα οποία είχαν μια επιτυχή έκβαση ως προς τους στόχους και το πρόγραμμα που αυτά είχαν θέσει. Και ενώ ο κανόνας ήταν τα πατριωτικά μαζικά εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα της πρώτης περιόδου στη Βαλκανική να μπορέσουν να συγκροτηθούν σε εθνικά κράτη, πολλές φορές ακραία συγκρουόμενα μεταξύ τους, σε μία δεύτερη φάση, μαζικό και κυρίως επιτυχές μακεδονικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα δεν εμφανίστηκε στην περιοχή. Ο Λένιν σε μία ανάλυση του για το εθνικό ζήτημα ότι ‘η οικονομική ανάπτυξη της καπιταλιστικής οικονομίας μας δίνει, σε όλο τον κόσμο παραδείγματα εθνικών κινημάτων που δεν έφτασαν σε πλήρη ανάπτυξη’.5 Η επίκληση της αποτυχημένης εξέγερσης του Ιλιντεν, τo 1903, από τους επονομαζόμενους Σλαβομακεδόνες δεν υποδηλώνει ούτε την ύπαρξη ενός μαζικού μακεδονικού απελευθερωτικού κινήματος με ξεκάθαρους στόχους ούτε πολύ περισσότερο την επιτυχή του έκβαση έτσι ώστε αυτό να οδηγήσει, κατά την περίοδο εκείνη, στη συγκρότηση μιας μακεδονικής εθνικής ταυτότητας και κυρίως ενός μακεδονικού Έθνους. Να υπενθυμίσουμε βεβαίως ότι στην ευρύτερη περιοχή της τότε πολυεθνοτικής Μακεδονίας είχαν υπάρξει και αμιγώς ελληνικές εξεγέρσεις όπως για παράδειγμα αυτές στην Χαλκιδική (1821) στον Όλυμπο και την Νάουσα (1822), στη Κολυνδρό (1878) κ.α. Ούτε βεβαίως η εξέγερση του Ιλιντεν υπήρξε πιο δυναμική η τραγική, στην κατάληξη της, από αυτή για παράδειγμα της Νάουσας όπου βρήκαν το θάνατο πάνω από 6.000 κάτοικοι της ευρύτερης περιοχής. Οι σλάβοι ιστορικοί ερευνητές τείνουν να υπερβάλλουν ως προς το συγκεκριμένο γεγονός ακριβώς διότι στο γεγονός αυτό καθ΄αυτό προσδίδεται μια εθνογεννετική σημασία και ας αποτελεί ένα μόνο συμβάν στην αλυσίδα των εξεγέρσεων και των επαναστάσεων στην ευρύτερη περιοχή της γεωγραφικής Μακεδονίας.6
Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθούν όμως και άλλα στοιχεία όπως οι εκτεταμένες αναφορές για την απουσία εθνικής ταυτότητας στους κατοίκους της ευρύτερης γεωγραφικής Μακεδονίας την περίοδο των αρχών του 20ου αιώνα. Όπως αναφέρει ο Duncan Perry ‘Σε αντίθεση με την αυξανόμενη εθνική συνείδηση μεταξύ των μορφωμένων ομάδων η εξέταση του ζητήματος της εθνικότητας και του έθνους παρέμενε μία ξένη έννοια στους μακεδόνες αγρότες’ και επίσης ότι ‘μία σειρά από παρατηρητές, όπως ο Braisoford και Abbot, σημειώνουν την απουσία μίας εθνικής συνείδησης μεταξύ των κατοίκων της Μακεδονίας’.
Την ίδια περίοδο σε μία συνέντευξη του Λ. Τρότσκι με έναν από τους επικεφαλής της IMRO σχετικά με το εάν οι κάτοικοι της Μακεδονίας υποστηρίζουν τους στόχους της οργάνωσης του αυτός απαντούσε ως εξής: ‘Όχι. Η αυτονομία της Μακεδονίας είναι ένα αφηρημένο σύνθημα για αυτούς’.7 Το τελευταίο σε συνδυασμό με άλλες εθνογραφικές στατιστικές του πληθυσμού της περιοχής της περιόδου εκείνης οι οποίες δεν αναφέρουν πουθενά κάποια εθνοτική ομάδα ‘μακεδόνων’ μάλλον επιβεβαιώνουν ότι ιδιαίτερη μακεδονική εθνική συνείδηση δεν υπήρχε την περίοδο αυτή και στο βαθμό που αυτή υπήρχε ήταν περιορισμένη σε ένα αριθμό κάποιων μικρών ομάδων χωρίς μαζική απήχηση. Με λίγα λόγια η σλαβoμακεδονική εθνοτική ομάδα δεν μπόρεσε για διάφορους ιστορικούς λόγους να μετεξελιχθεί σε έθνος την περίοδο όπου άλλα έθνη συγκροτούταν ή είχαν ήδη συγκροτηθεί ως τέτοια. Δηλαδή την εποχή του εθνικισμού και των μαζικών πατριωτικών εθνικοαπελευθερωτικών κινημάτων. Οι προσπάθειες περιορίστηκαν σε αυτό που ο Miroslav Hroch αναφέρει ως ένα υποστάδιο της δεύτερης φάσης της διαδικασίας συγκρότησης των εθνικών κινημάτων τα οποία οδήγησαν στην συγκρότηση των εθνών στην Βαλκανική.8 Αυτό βεβαίως δεν συνεπάγεται ότι εθνοτική ομάδα Σλαβομακεδόνων δεν υπήρξε ποτέ και ότι αυτή δεν είχε και εξακολουθεί να έχει κάποια ιδιαίτερα χαρακτηριστικά έτσι ώστε να την διαφοροποιεί από άλλα έθνη και εθνοτικές ομάδες. Όσοι δεν αναγνωρίζουν το γεγονός αυτό διολισθαίνουν στην άρνηση αναγνώρισης ενός λαού με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά.

ΤΟ ΔΙΚΑΙΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΥΤΟΠΡΟΣΔΙΟΡΙΣΜΟ
Πολλοί ερευνητές του ζητήματος δίνουν έμφαση στο στοιχείο της βουλήσεως μίας εθνοτικής ομάδας να αυτοκαθοριστεί ως έθνος προβάλλοντας το ζήτημα του αυτοπροσδιορισμού.9 Το στοιχείο αυτό δεν είναι αρκετό όμως για να καθορίσει ότι μία δοσμένη κοινωνική ή εθνοτική ομάδα μπορεί να συγκροτηθεί σε ένα έθνος ή ακόμα και να αποτελεί ένα εν δυνάμει έθνος. Όπως αναφέρει ο Gellner ακόμα και εάν η θέληση αποτελούσε τη βάση του έθνους (για να παραφράσω ένα ιδεαλιστικό ορισμό του κράτους) αποτελεί ταυτόχρονα βάση για τόσα άλλα πράγματα ώστε να μην είναι δυνατόν να ορίσουμε το έθνος κατ΄αυτό τον τρόπο.10 Η εμμονή ορισμένων ιστορικών να αναδεικνύουν τον αυτοπροσδιορισμό ως κυρίαρχο στοιχείο του ορισμού του έθνους πέρα από τον ιδεαλιστικό και μεταφυσικό του χαρακτήρα δεν απαντά στο πρόβλημα που προκύπτει όταν δύο η περισσότεροι λαοί αυτοπροσδιορίζονται κατά τον ίδιο τρόπο. Σε αυτή την περίπτωση αποδοχή του αυτοπροσδιορισμού του ενός σημαίνει την άρνηση του αυτοπροσδιορισμού του άλλου. Αλλά στη τελική ανάλυση το έθνος δεν είναι τίποτα άλλο παρά ένα σύνολο αντικειμενικών σχέσεων και η αντανάκλαση αυτών των σχέσεων σε μία υποκειμενική συνείδηση. Εν ολίγοις δεν αρκεί ο υποκειμενικός παράγοντας να καθορίσει την εμφάνιση και συγκρότηση ενός έθνους.

ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΕΣ ΑΛΛΑΓΕΣ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ
Η δημιουργία της «Δημοκρατίας της Μακεδονίας» το 1944 ως ένα συστατικό στοιχείο μίας διευρυμένης κρατικής ομοσπονδιακής οντότητας, δηλαδή της Γιουγκοσλαβικής, δεν διατάρασσε τους ευρύτερους και περιφερειακούς γεωπολιτικούς συσχετισμούς της περιόδου εκείνης. Άλλωστε οι γραφειοκρατικές ελίτ, συμπεριλαμβανομένης και της σλαβομακεδονικής, είχαν συναινέσει στην ιδεολογία του σλαβισμού και της διατήρησης της Γιουγκοσλαβίας ως ένα ευρύτερο κρατικό συνεκτικό μόρφωμα και όχι της συγκρότησης ανεξάρτητων εθνικών κρατιδίων. Η ίδια η πράξη δημιουργίας της Γιουγκοσλαβίας ήδη από τον μεσοπόλεμο αναιρεί την συγκρότηση ενός έθνους-κράτους και την ανάπτυξη ενός αυτόνομου μακεδονικού εθνικιστικού ιδεολογήματος. Υπό αυτή την έννοια η επονομαζόμενη «Δημοκρατία της Μακεδονίας» ως ένα ομόσπονδο κρατίδιο έτεινε πολιτικά και ιδεολογικά στην κατεύθυνση του σλαβικού ιδεολογήματος ενώ ο μακεδονισμός του αποτελούσε μια δυναμική πλην όμως περιφερειακή και εν πάση περιπτώσει δευτερεύουσα εκδοχή.
Είναι μόνο μετά την διάλυση της Γιουγκοσλαβίας και την κατάρρευση του ιδεολογήματος του πανσλαβισμού όπου αυτή η δευτερεύουσα εκδοχή αναβαθμίζεται και καταλαμβάνει σταδιακά την κυρίαρχη θέση εντός του νέου ανεξάρτητου κράτους της πρώην Γιουγκοσλαβικής Δημοκρατίας της Μακεδονίας. Αλλά ακόμα και μετά την διάλυση και κυρίως κατά την πρώτη περίοδο οι σλαβομακεδονικές πολιτικές ελίτ, παρά τις αντιθέσεις τους, εντάσσουν τον μακεδονισμό τους στα πλαίσια του υποχωρούντος σλαβισμού και όχι ενός ανεξάρτητου μη σλαβικού μακεδονισμού με ιστορικές και πολιτισμικές αναφορές στην αρχαία Μακεδονία. Είναι γνωστές άλλωστε οι παλαιότερες αναφορές Γκλιγκόροφ και άλλων αξιωματούχων του γειτονικού κράτους ότι οι Σλαβομακεδόνες δεν έχουν καμία σχέση με τον Μέγα Αλέξανδρο και ότι είναι σλάβοι οι οποίοι ήρθαν στα Βαλκάνια τον 6ο μ.χ. αιώνα.
Οι νέες όμως γεωπολιτικές εξελίξεις στα Βαλκάνια καθώς επίσης και οι νέοι συσχετισμοί και αντιθέσεις ενθάρρυναν προϋπάρχουσες τάσεις για ένα ανεξάρτητο μη σλαβικό μακεδονισμό οι οποίες σταδιακά επικρατούν έναντι των παλαιών σλαβοκεντρικών απόψεων. Υπό αυτή την έννοια η σημερινή κυρίαρχη ιδεολογία του γειτονικού κράτους αναζητεί ζωτικό χώρο από ιστορικές, πολιτισμικές και γεωγραφικές σχέσεις που χαρακτηρίζουν προϋπάρχοντα και ήδη διαμορφωμένα έθνη και εθνικά κράτη της περιοχής. Ταυτοχρόνως η νέα πολιτική ελίτ αποδομεί και όλα εκείνα τα στοιχεία του σλαβισμού εφόσον αυτά συνδέονται με μία άλλη ιστορική φάση της ύπαρξης της σλαβομακεδονικής εθνοτικής ομάδας στοιχεία τα οποία δεν ανταποκρίνονται πλέον στις νέες ανάγκες συγκρότησης ενός ‘Μακεδονικού Έθνους’.
Συμπερασματικά η εμφάνιση και ενδυνάμωση ενός ανεξάρτητου αλλά ιδιότυπου ‘μακεδονικού’ εθνικισμού προβάλλει στα Βαλκάνια καθυστερημένα, είναι εξαιρετικά συγκρουσιακός και περισσότερο ομογενοποιημένος σε σχέση με τον πρώιμο και εμβρυακό των αρχών του αιώνα αλλά και τον ελλειμματικό της μεταπολεμικής περιόδου. Ενθαρρύνεται ή και αποθαρρύνεται από τις νέες γεωπολιτικές ανακατατάξεις, αντιθέσεις και συσχετισμούς οι οποίοι διαμορφώνονται στην ευρύτερη περιοχή και παγκοσμίως. Πιθανή αποδοχή μίας σύνθετης ονομασίας σημαίνει για τη νέα Σλαβομακεδονική ελίτ πλήρη υποχώρηση αν όχι ήττα για τους στόχους οριστικής συγκρότησης ενός ανεξάρτητου μη σλαβικού μακεδονικού έθνους. Το ζητούμενο είναι η ανθεκτικότητα του, την οποία ο γράφων θεωρεί ευάλωτη, δεδομένου ότι η καθυστέρηση στην εμφάνιση και ανάπτυξη του συμπίπτει με τις γενικότερες τάσεις διεθνοποίησης και των σχηματισμό ευρύτερων οικονομικών και πολιτικών μορφωμάτων.

*Ο Αντώνης Σκαμνάκης είναι επ. καθηγητής, ΑΠΘ

1. Βλ. μεταξύ άλλων Miroslav Hroch ‘From national movements to the fully-formed nation’ στο New Left Review 198/93, Eric Hobsbawm, ‘Nations and Nationalism since 1780’ Cambridge University Press, London 1990 και Δεμερτζής Ν., ‘Ο Λόγος του Εθνικισμού’, εκδόσεις Σάκκουλα, Αθήνα 1997.
2. Βλ. επίσης Anderson B., ‘Imagined Communities’ London 1983, Deutsch K., Nationalism and Social Communication, Cambridge, 1954.
3. Gellner E., ‘Έθνη και Εθνικισμός’ Αλεξάνδρεια, Αθήνα 1992.
4. Οπ. π.
5. Β Ι Λένιν, Άπαντα, τόμος 24, Εκδόσεις Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 1986.
6. Cited στο Skamankis A., ‘The Macedonian Question’ περιοδικό Euroviews 4/94
7. Trotsky L., ‘The Balkan Wars 1912-1913’ Pathfinder, New York, 1981.
8. Hroch M., ‘Social preconditions of national revival in Europe’ Cambridge 1985.
9. Βλ. σχετικά Μισέλ Λεβί ‘Το Εθνικό ζήτημα’ εκδόσεις Στάχυ, Αθήνα 1993.
10. Οπ. π.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα