Πέμπτη, 9 Ιανουαρίου, 2025

Το Μαράκι

-Μέλπω σε παρακαλώ άνοιξε τη δεξιά πόρτα της ντουλάπας, τράβηξε το δεύτερο συρτάρι και δες τι υπάρχει πάνω-πάνω, αριστερά!
Η Μέλπω ακολούθησε τις οδηγίες της θείας της και ρώτησε, δείχνοντας ένα μικροσκοπικό άσπρο πλεκτό:
-Αυτό είναι;
-Αυτό! Αυτό θα βάλετε μαζί μου στο φέρετρο! Απάντησε η Βαγίτσα.
Η Βαγίτσα η Μπεσίρη είχε αξιωθεί να συμπληρώσει εννέα δεκαετίες ζωής, τρεις από τις οποίες χωρίς το σύζυγό της και με πολλά θέματα στο κεφάλι της.
Οι τρεις κόρες και ο γιος της είχαν πια δρομολογήσει τις δικές τους ζωές, είχαν παιδιά και εγγόνια. Τώρα η Βαγίτσα περνούσε ώρες με την τηλεόραση, μια και τα μάτια δεν τη βοηθούσαν πια στο διάβασμα ή στο πλέξιμο. Τάιζε ευλαβικά τα περιστέρια που έρχονταν στο μπαλκόνι της και έφτιαξαν εκεί τη φωλιά τους, καθώς και τους νεοσσούς, απαράλλαχτους στην εμφάνιση, που είχαν βγει πριν δυο μήνες από τα δύο αυγά που κλωσσούσε η περιστερομάνα. Είχε παρέα το γάτο της τον Πιριπίν, γκρίζο με μαύρες λωρίδες και άσπρο χρώμα στην κοιλιά, που παρουσιάστηκε ένα πρωί στο κατώφλι του σπιτιού της, σιωπηλός και άστεγος. Καθόταν πλάι της, πάνω στο μπράτσο της πολυθρόνας, και  σηκωνόταν από τη θέση του μόνο όταν η κυρά του έκλεινε την τηλεόραση. Ο γάτος δεν πείραζε τα περιστέρια, ούτε τα περιστέρια το γάτο, σ’ αυτό το  υποσύστημα του συνολικού συστήματος των ζώντων οργανισμών.
Τώρα, όμως, η άλλοτε ακούραστη Βαγίτσα μετρούσε κάθε μέρα νέες απώλειες: εξασθένηση της όρασης, ελάττωση της ακοής, δυσκολία στο περπάτημα. Σκεφτόταν πως, κάποια στιγμή, κάποια αφανής  αφορμή θα την τραβήξει στον ποταμό Αχέροντα. Για το λόγο αυτό φρόντισε να αποχωριστεί όσα από τα προσωπικά της αντικείμενα δεν της χρησίμευαν πλέον: παπούτσια, φορέματα, ζακέτες, μαντήλια, καπέλα, όλα τα διαμοίρασε με πολλή προσοχή στα κατάλληλα πρόσωπα, για να τα φορέσουν και να τα χαρούν. Έδωσε και προκαταβολικές οδηγίες για το πώς θέλει να ταφεί, τι ρούχα θα ήθελε να της φορέσουν στο φέρετρο, να μη μαυροφορεθούν τα παιδιά της: “Αρκετές πίκρες ήπιανε κι αυτά, ως τώρα…”.
Και να που σήμερα βγήκε στην επιφάνεια κι αυτό το νέο αίτημά της, για το ζιπουνάκι: “Αυτό θα το βάλετε μαζί μου στο φέρετρο!”.
-Θεία, τι είναι αυτά που λες; Αποτόλμησε η Μέλπω.
-Τελειώσανε τα ψωμιά μου, εγώ είμαι πια κινούμενο πτώμα!
-Δεν είπαμε ότι “Στο πλάι του βαρυάρρωστου, πολλοί ‘ναι πεθαμένοι;” Κανείς μας δεν ξέρει ποιος θα φύγει πρώτος! Εσύ είσαι γερό σκαρί, μη φοβάσαι! Είπε πάλι η Μέλπω.
Η Βαγίτσα δεν απάντησε, μόνο έμεινε να συλλογίζεται. Η Μέλπω τη ρώτησε:
-Και δεν μου λες, τίνος είναι αυτό το μικρό πλεκτό; Αυτό μόνο για κούκλα κάνει!
-Είναι του Μαρακιού. Του παιδιού μου του άτυχου, που γεννήθηκε πριν την ώρα του και πέθανε μέσα σε λίγες μέρες!…
Η Μέλπω αναστοχάστηκε κάποιες εικόνες που είχε κρατήσει στη μνήμη από τα χρόνια της προσχολικής ηλικίας. Είδε ξανά μπροστά της το παλιό σαλόνι της θειας Βαγίτσας, ένα μικροσκοπικό λευκό φέρετρο στη μέση του δωματίου και μέσα στο φέρετρο ένα βρέφος μικρό όσο μια κούκλα. Φορούσε ένα άσπρο μεταξωτό φορεματάκι και πάνω από τα μαύρα μαλλάκια του ένα άσπρο υφασμάτινο σκουφάκι. Ένα στεφανάκι φτιαγμένο από τεχνητά άνθη λεμονιάς στόλιζε το μικρό του μέτωπο. Γύρω καθόντουσαν κάποιες γυναίκες βουβές. Εκείνη, παρακινημένη από την παιδική περιέργεια, στεκόταν και περιεργαζόταν τη βουβή ομήγυρη. Σε μια στιγμή, ήρθε η μάνα της Βαγίτσας και την τράβηξε από το χέρι: “Έλα, πάμε στην κουζίνα να φας λίγο σταφιδόψωμο!”.  Ύστερα ο καιρός κύλισε, δίχως ποτέ η Μέλπω να ακούσει κάτι σχετικό με εκείνη τη μακρινή ανάμνηση.
-Από τι πέθανε το Μαράκι, θεία;
-Από τα προβλήματα των άλλων, παιδί μου. Γεννήθηκε “ώρμο κι άγγουρο”, που λένε. Γέννησα δυο μήνες πριν την ώρα μου. Νοέμβρης μήνας ήτανε. Είχε φέρει ο άντρας μου κάποιους συγγενείς του για να τους βοηθήσει να λύσουνε τις διαφορές τους στο σπίτι μας. Δεν βρήκανε άλλο τόπο να πάνε! Να μην τα πολυλογούμε, ένας μακρινός συγγενής του άντρα μου, η αδελφή του και ο νεαρός υποψήφιος γαμπρός ήρθαν στο σπίτι μας για να αποκατασταθεί, με κάθε τρόπο, η “τιμή” και η τάξη στην οικογένεια. Από τις κουβέντες  γρήγορα φτάσανε στις φωνές, τα μαλλιοτραβήγματα, τις απειλές και τα κλάματα. Έζησα σκηνές απερίγραπτες. Κανείς δεν μπορούσε να ηρεμήσει την κατάσταση και εγώ  ξαφνικά ένιωσα να χάνω τον κόσμο. Με πήγανε “άρον-άρον” στην κλινική και εκεί γέννησα. Το μωρό γεννήθηκε πολύ πρόωρο. Ο γιατρός είδε πως τα πράγματα είναι δύσκολα και ζήτησε να γίνει  “αεροβάφτισμα” του μωρού. Ήταν κοντά η γιορτή της Παναγίας και του έδωσαν το όνομα “Μαρία”. Ύστερα ήρθαμε στο σπίτι.  Τότε δεν υπήρχανε τα μέσα που υπάρχουν σήμερα, ο χειμώνας ήταν πολύ βαρύς, η σόμπα άναβε αδιάκοπα, το παιδί έβηχε συνέχεια. Ερχότανε οι γιατροί, λέγανε “πνευμονία”, δίνανε φάρμακα. Όλο έκανε “γκούχου” το Μαράκι, όλο έβηχε. Στο τέλος, με ένα “γκούχου” ξεψύχισε.
-Εσύ πώς ήσουνα, θεία;
-Πώς να ήμουν; Εγώ πέθαινα. Σιδερώνανε πετσέτες και μου τυλίγανε τις πατούσες, επειδή τα πόδια μου ήταν παγωμένα.
-Πήγες στην κηδεία;
-Όχι βέβαια, δεν μπορούσα. Πήγε η μάνα μου. Και έκλεισε το στόμα της, δεν μου είπε τίποτα. Το παιδί, όμως, δεν το είχανε θάψει εκείνο το απόγευμα, επειδή ο καιρός ήταν πολύ κακός και ο άνθρωπος που άνοιγε τα μνήματα έλλειπε. Έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία, ύστερα κλείσανε την πόρτα του ναού και είπανε στον άντρα μου: “Αύριο”. Έμεινε το Μαράκι μέσα στο φωταγωγημένο ναό όλη νύχτα και το άλλο πρωί το θάψανε. Ύστερα από λίγες μέρες άκουσα, εντελώς τυχαία, μια γυναίκα να μου λέει: “Το πρωί που θάβανε την κόρη σου, ζήτησε η τάδε γυναίκα να πάρει το μεταξωτό φουστανάκι της. Βέβαια δεν την άφησαν, κόντεψαν να τη “φάνε” όσοι ήταν εκεί.”
Άκουσα εγώ “πρωί” και κατάλαβα αυτά που μου είχαν κρύψει. “Κακούργα” είπα στη μάνα μου “γιατί μου το έκρυψες;” Αυτό δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ. Όπως δεν θα ξεχάσω ποτέ που ο άντρας μου έπιασε το χεράκι του Μαρακιού, που ήτανε μέσα στο φέρετρο. Το κράτησε για λίγο και ύστερα έπιασε το στεφανάκι που ήταν στο προσκεφάλι του μωρού και το πέρασε πάνω από το μέτωπό του.
-Και αυτό το ζιπουνάκι το είχες πλέξει εσύ, θεία;
-Ναι. Ήθελα να είναι το πρώτο ρουχαλάκι που θα φορέσει το μωρό. Και έτσι έγινε.
-Τι απέγινε με τα πρόσωπα που κάνανε τη φασαρία στο σπίτι σας;
-Έγινε ο γάμος και μετά εξαφανίστηκε ο γαμπρός. Έτσι, για το γινάτι των άλλων, έχασα εγώ το παιδί μου.
-Θεία μου, όπως σε ακούω νιώθω και εγώ μαζί σου θυμό και πόνο. Όμως θα σου πω κάτι: σκέφτομαι το Μαράκι όλη νύχτα μέσα στο φωταγωγημένο ναό. Θυμάσαι πώς ήταν παλιά ο ναός αυτός, με το άγρυπνο και ειρηνικό “Μάτι του Θεού ” πάνω από το τέμπλο και τον ουρανό με τ’ άστρα στο θόλο;
-Αν θυμάμαι, λέει… Όταν ήμουν μικρό παιδί, κάθε φορά που βρισκόμουν εκεί και όση ώρα άκουγα τη λειτουργία, τα μάτια μου ήταν στραμμένα σε κείνο τον ουρανό με τα χρυσά αστέρια, τον “τόπο κατοικίας του Θεού”…
-Κι εγώ το ίδιο ένιωθα, θεία μου. Σκέψου, λοιπόν, το Μαράκι κάτω από εκείνο τον συμβολικό ουράνιο θόλο, να έχει πλάι του τους Αρχαγγέλους, τον έναν με τον κρίνο της Παναγίας και τον άλλο με το σπαθί στο χέρι, να βρίσκεται  συντροφιά με τον Άη Γιάννη το Βαπτιστή, κάτω από το στοργικό βλέμμα του Χριστού και της Παναγίας. Σκέφτομαι εκείνο το τελευταίο βράδυ που πέρασε το παιδί σου πάνω στη γη και λέω πως ήτανε ένα ξεχωριστό βράδυ. Αυτά σκέφτομαι τούτη την ώρα. Υπάρχει όμως και κάτι άλλο που έχω να σου πω: Κρίμα που τότε δεν είχαν αναγνωριστεί τα δικαιώματα του αγέννητου παιδιού. Ίσως, αν είχαν γίνει συνείδηση σε όλους, αυτό να μην είχε συμβεί.
-Ποιος το ξέρει… Εσύ, βέβαια, είσαι δασκάλα και μιλάς πάντα όμορφα. Όμως υπάρχουν πράγματα που δεν μαθαίνονται, παιδί μου Μέλπω -όπως η ανθρωπιά… Αποφάνθηκε πικρά η Βαγίτσα.
Ύστερα χάιδεψε απαλά το πλεκτό. Το χέρι της στάθηκε στις άκρες των μανικιών. Της φάνηκε πως ακουμπούσε τα μικρά χεράκια, τα μικροσκοπικά, διάφανα, σαν από μαλακό ζυμάρι δαχτυλάκια του παιδιού της.  Αναστέναξε, έβαλε πάλι το πλεκτό μέσα στο συρτάρι και έκλεισε τη ντουλάπα.
-Έλα, πάμε να ακούσομε τις ειδήσεις… Είπε στη Μέλπω και προχώρησε προς το σαλόνι,  ενώ ο πιστός Πιριπίν ακολουθούσε σιωπηλά τα βήματά της.


Ακολουθήστε τα Χανιώτικα Νέα στο Google News στο Facebook και στο Twitter.

Δημοφιλή άρθρα

1 Comment

Αφήστε ένα σχόλιο

Please enter your comment!
Please enter your name here

Ειδήσεις

Χρήσιμα