«…Κι ήταν οι μαζώχτρες, οι μοναδικές εκείνες σε αντοχή και αξιοσύνη γυναίκες, οι πρωταγωνίστριες της συλλογής των ελιών με το χέρι, οι ηρωίδες που κάθε μέρα έγραφαν με τα χέρια τους στα λιόφυτα της Κρήτης την εποποιία της συλλογής των ελιών…»
Πριν από 5-6 μήνες, μέσα από τις στήλες των Χανιώτικων Νέων και με το γενικό τίτλο: «Το ψωμί της γιαγιάς» είχα την ευκαιρία να περιγράψω σε τρείς συνέχειες, όλα τα στάδια από τα οποία περνούσε το σιτάρι μέχρι να καταλήξει στο τραπέζι μας με τη μορφή του ψωμιού.
Σήμερα, παρατηρώντας την έντονη κινητικότητα που βλέπουμε κάθε μέρα στον κάμπο των Χανίων αλλά και στην ύπαιθρο του νομού μας για την συλλογή των ελιών, σκέφτηκα πως θα ήταν καλό να περιγράψω, κατά την ίδια διαδικασία, την παραγωγή ενός άλλου, το ίδιο σπουδαίου με το ψωμί προϊόντος, του λαδιού. Αυτό γιατί το λάδι ήταν και εξακολουθεί να είναι ο βασικός πυλώνας της διατροφής και της υγείας του ανθρώπου και χωρίς αυτό είναι πάρα πολύ δύσκολη αν όχι αδύνατη η επιβίωσή του.
Τα δύο αυτά προϊόντα, το ψωμί και το λάδι, κράτησαν το λαό μας όρθιο κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής αλλά και σε παλαιότερες, πιο δύσκολες εποχές με την πείνα και τις στερήσεις κατά τη διάρκεια των κρητικών επαναστάσεων.
Γενική ήταν και είναι η πεποίθηση ότι όπου υπάρχει ψωμί και λάδι εκεί η πείνα μένει έξω από την πόρτα.
Ακούω συχνά να γίνεται λόγος για το λάδι, για την ποιότητά του, για την καταπολέμηση του δάκου της ελιάς που καταστρέφει ή υποβαθμίζει την ποιότητα του λαδιού, για τα μνημειακά ελαιόδεντρα, για τη διάδοση της κατανάλωσης του λαδιού και γενικότερα για την καταξίωση εκείνου του μοναδικού σε νοστιμιά και θρεπτική αξία προϊόντος του τόπου μας. Θλίβομαι δε βαθύτατα όταν ακούω ή διαβάζω πως η εμπορία και η διάδοσή του έχει περιέλθει στα χέρια αδίστακτων εμπορικών και διατροφικών κυκλωμάτων που απομυζούν τον κόπο και τον ιδρώτα του Έλληνα ελαιοπαραγωγού.
Επισημαίνω ακόμη ότι το λάδι δεν είναι και δεν ήταν μόνο απολύτως αναγκαίο για τη ζωή και την υγεία του ανθρώπου αλλά παλιότερα έπαιζε και το ρόλο χρήματος αφού αποτελούσε σπουδαίο μέσο ανταλλαγής στις μεταξύ των ανθρώπων οικονομικές σχέσεις. Έχω πολλά παιδικά βιώματα και αναμνήσεις που σχετίζονται με το λάδι από το χωριό μου, το Λιβαδά του Ανατολικού Σελίνου, όταν παιδιά, κρατώντας ένα χαλί παξιμάδι ή ένα κουλούρι, το βουτούσαμε στο λάδι και τραγουδούσαμε το στίχο: «Λαδάκι και ψωμάκι, λιβαδιανό φαγάκι».
Με βάση αυτά ακριβώς τα βιώματα θα προσπαθήσω να περιγράψω όλα τα στάδια από τα οποία περνούσε ή διαδικασία της παραγωγής του λαδιού μέχρι το ευλογημένο αυτό προϊόν να καταλήξει στο πιάτο του ανθρώπου ή στο καντήλι κάποιου Αγίου. Έτσι θα ξεκινήσω περιγράφοντας το πρώτο στάδιο αυτής της διαδικασίας που ήταν :
Α. ΤΟ ΜΑΖΕΜΑ ΤΩΝ ΕΛΙΩΝ
Τότε δεν υπήρχαν ραβδιστικά μηχανήματα, ούτε άλλα μηχανικά μέσα, ούτε και δίχτυα ελαιοσυλλογής. Τότε η συλλογή των ελιών γινόταν μόνο με το χέρι από τις κοπελιές που άκουγαν στο γενικό όνομα «Οι μαζώχτρες». Κι ήταν οι μαζώχτρες οι μοναδικές εκείνες σε αντοχή και αξιοσύνη γυναίκες, οι πρωταγωνίστριες της συλλογής των ελιών με το χέρι, οι ηρωίδες που κάθε μέρα έγραφαν με το χέρι τους στα λιόφυτα της Κρήτης την εποποιία της συλλογής των ελιών.
Γι’ αυτό πρώτη και σοβαρότερη δουλειά που είχε ο κάθε ελαιοπαραγωγός ήταν να εξασφαλίσει μαζώχτρες. Γι αυτό, έπρεπε από το προηγούμενο καλοκαίρι ή το πολύ το προηγούμενο φθινόπωρο να αποδυθεί σ’ αυτή την προσπάθεια. Θέλω να επισημάνω ότι εκείνα τα χρόνια όλες οι οικογένειες ήταν συνήθως πολυμελείς, με πολλά παιδιά, αγόρια και κορίτσια, που ήταν έτοιμα και δυνατά εργατικά χέρια. Κι ήταν χωριά που είχαν πολλές πολυμελείς οικογένειες, αλλά όμως λόγω υψομέτρου ή άλλων λόγων, δεν παρήγαν αρκετές ποσότητες λαδιού και έτσι οι κάτοικοι τους έπρεπε να αναζητήσουν λάδι σε άλλα παραγωγικά χωριά.
Ένα τέτοιο πολύ παραγωγικό χωριό ήταν ο Λιβαδάς, ο οποίος μέχρι τις 29-9-1943 που πυρπολήθηκε από τους Γερμανούς, ήταν ένα πολυάνθρωπο χωριό, με πολλούς νέους ανθρώπους, με πολλά παιδιά στο σχολείο του και με μια ακμάζουσα οικονομία η οποία στηριζόταν κυρίως στη μεγάλη παραγωγή λαδιού την οποία είχε. Δικαιολογημένα οι κάτοικοί του πίστευαν ότι ο Λιβαδάς ήταν το πρώτο λαδοχώρι της περιοχής αναλογικά με τον αριθμό των κατοίκων του.
Οι νοικοκύρηδες λοιπόν του Λιβαδά, έπρεπε να εξασφαλίσουν χέρια για το μάζεμα των ελιών. Πολύ καλές ευκαιρίες για να εξασφαλίσει μαζώχτρες ο κάθε ελαιοπαραγωγός ήταν για την περιοχή μας τα πανηγύρια της Παναγίας της Κεράς στις 8 Σεπτεμβρίου στη Μονή και του Αγίου Δημητρίου στις 26 Οκτωβρίου στο Λιβαδά.
Θυμούμαι πως ο αείμνηστος πατέρας μου και μετά το θάνατό του, η αείμνηστη μάνα μου, έβρισκαν πολύ εύκολα μαζώχτρες, γιατί θεωρούνταν και πράγματι ήταν «Καλά αφεντικά». Έτσι δεν χρειαζόταν να ψάξουν για να βρουν μαζώχτρες γιατί συνήθως εκείνες με δική τους πρωτοβουλία ή των γονιών τους, έρχονταν στο σπίτι μας. Και οι γονείς μου αλλά και εμείς τα παιδιά τις θεωρούσαμε ανθρώπους του σπιτιού μας και δεν τις ξεχωρίζαμε από τα μέλη της οικογένειάς μας.
Γύρω στις αρχές Δεκεμβρίου ή και αργότερα έπρεπε οι μαζώχτρες να είναι έτοιμες για δουλειά. Μόλις έπιανε λοιπόν ο πρώτος βοριάς κι έπεφταν οι πρώτες ελιές, πολύβουες συντροφιές από κοπελιές με τα καλάθια στο χέρι ξεχύνονταν στα λιόφυτα του χωριού.
«Εφτασ’ ο καιρός καλέ μου, πέφτουν οι ελιές
και τα λιόφυτα θα πιάσουν πάλι οι κοπελιές»
ψάλλει ο λαϊκός τραγουδιστής.
Η εποποιία της συλλογής των ελιών
Από αυτή τη στιγμή και ύστερα άρχιζε η εποποιία της συλλογής των ελιών. Οι μαζώχτρες κουκούβιζαν και άρχιζαν το μάζεμα των ελιών με το χέρι. Οι ελιές μαζεύονταν μία μία με τα χέρια. Μόλις γέμιζαν οι φούχτες των κοριτσιών έσμιγαν τις ελιές των δύο χεριών στο ένα χέρι και τις πετούσαν στο καλάθι. Αυτή η δουλειά συνεχιζόταν ασταμάτητα μέχρι να γεμίσει το καλάθι, οπότε το άδειαζαν στο τσουβάλι και συνέχιζαν τη συλλογή με τον ίδιο τρόπο. Συνήθως κάθε μαζώχτρα μάζευε 5 ή 6 καλάθια ελιές τη μέρα αν δούλευε συνεχώς χωρίς να «ξαργεί» για να φτιάξει τα ζώα ή επειδή έβρεχε. Αν τύχαινε να ψιλοβρέχει, οι μαζώχτρες δεν σταματούσαν αλλά έριχναν κάτι πρόχειρο στην πλάτη τους και συνέχιζαν το μάζεμα. Ως το βράδυ η κάθε μαζώχτρα μάζευε συνήθως μια «μουλαρόμπαντα» δηλαδή ένα σακί που αποτελούσε μισό φορτίο ελιές. Αν οι μαζώχτρες ήταν τουλάχιστον δυο μάζευαν οι δυο τους ένα «γομάρι» δηλαδή 2 σακιά ελιές. Αν το αφεντικό είχε καθαρίσει την αυλή των δέντρων του, τότε η απόδοση της μαζώχτρας αυγάταινε και μπορούσε να διπλασιαστεί.
Συχνά οι κοπελιές ανταγωνίζονταν μεταξύ τους, ποια θα γεμίσει πρώτη το καλάθι της και πάντα συνόδευαν τη δουλειά τους με αστεία, με τραγούδια και κουτσομπολιά για να ξεχνούν την κούραση. Αυτή η μονότονη και κοπιαστική δουλειά συνεχιζόταν ως το βράδυ με μια μικρή διακοπή για να τσιμπήσουν κάτι από το «γιομα» που κρατούσαν από το σπίτι ή για να «μεταδέσουν τα ζώα» όπως έλεγαν. Όταν πια άρχιζε να σουρουπώνει, σταματούσαν το μάζεμα, έπαιρναν τα «μαρθιά» δηλαδή τα οικόσιτα ζώα και ξεκινούσαν για το σπίτι ενώ το αφεντικό φόρτωνε τις μαζεμένες ελιές στα «μουλαρογάιδουρα» και όλη αυτή η πολύβουη συντροφιά έπαιρνε το δρόμο της επιστροφής. Και όπως ο Λιβαδάς είναι χτισμένος στη νοτιοδυτική πλαγιά της μαδάρας, οι διαδρομές για τη μεταφορά των ελιών ήταν σχεδόν πάντα ανηφορικές γιατί τα πολλά λιόφυτα του Λιβαδά βρίσκοταν κάτω από τα σπίτια στις περιοχές του Ζουριδά, του Βάτση, του Αι Δημήτρη και αλλού.
Έτσι το βράδυ που όλοι αυτοί, μαζώχτρες, αφεντικά, ζώα, επέστρεφαν στο χωριό, σχημάτιζαν πολύβουα κομβόι από τα οποία ακουγόταν κάθε λογής θόρυβοι και φωνές με εντονότερο το θόρυβο που έκαναν τα πέταλα των μουλαριών και οι συνοδευτικές φωνές των αγωγιατών που τα παρότρυναν να προχωρήσουν με τη συνηθισμένη παρότρυνση «Ντε, μωρέ ντε» ή «μούλε» κ.λ.π.
Και επιστέγασμα τούτου του πολύχρωμου καραβανιού τα γέλια και τα αστεία που αντάλλασσαν οι κοπελιές μαζώχτρες. Συχνά έπιανε και καμιά μπόρα με αποτέλεσμα να γίνουν όλοι μούσκεμα. Όμως η επίγνωση ότι σε λίγο θα βρεθούν μπροστά στο αναμμένο τζάκι τούς έδινε κουράγιο και δύναμη.
Όταν κάποια στιγμή έφταναν στο σπίτι, ξεφόρτωναν τα μουλάρια στη «φάμπρικα» ή κάπου κοντά της, τα ξεσαμάρωναν και τα έβαζαν στο στάβλο. Δεν ξεχνούσαν να τα αχεροταϊσουν» για το βράδυ ώστε τα ζώα να έχουν δύναμη για την επόμενη μέρα. Η συνέχεια γραφόταν δίπλα στην καμινάδα με τα αναμμένα ξύλα και το ζεστό βραδινό φαγητό. Μετά από αυτή την κούραση αλλά και ζαλισμένοι όλοι από την ζεστασιά πήγαιναν για ύπνο.