1ο Μέρος
Οι άνθρωποι είναι θύματα των γενικών εντυπώσεων και των αποσπασματικών πληροφοριών που διαμορφώνουν μια θολή και ανακριβή εικόνα για τον κόσμο και κυρίως για τον εαυτό τους. Με βάση αυτές τις θολές εντυπώσεις λαμβάνονται αποφάσεις για τους εαυτούς τους και την κοινωνία με συχνά ολέθριες συνέπειες. Για την ορθολογική λήψη αποφάσεων χρειάζονται αναλύσεις που προβλέπουν τις εξελίξεις που έρχονται και πλήρη πληροφόρηση.
Για να γίνει πρόβλεψη του μέλλοντος της Λογιστικής και κατ’ επέκταση του λογιστικού επαγγέλματος είναι απαραίτητο να προβλέψουμε το μέλλον των επιχειρήσεων.
Μια μελλοντική τάση των επιχειρήσεων είναι η μείωση των σταθερών εξόδων και η αύξηση των μεταβλητών εξόδων ώστε να αποκτήσουν ευελιξία προσαρμογής στις νέες εξελίξεις.
Η εμφάνιση των «πολλών δεδομένων» ( big data) δίνει την δυνατότητα στις επιχειρήσεις να αναλύουν δεδομένα και να καταλήγουν σε συμπεράσματα που τους βοηθούν στη λήψη ορθολογικών, γρήγορων και αξιόπιστων αποφάσεων και επί πλέον να προβλέπουν τις μελλοντικές ευκαιρίες που θα μπορούν να αξιοποιήσουν αλλά και τις μελλοντικές απειλές που θα πρέπει να διαχειριστούν.
Σε λιγότερο από μια δεκαετία η διεθνοποίηση του εμπορίου, η ψηφιοποίηση και η τεχνολογική πρόοδος οδήγησαν σε μια μεταβολή της φύσης των οργανωτικών δομών και των ροών των επιχειρήσεων. Η μεταβολή αυτή θα γίνει τουλάχιστον 3 φορές πιο έντονη με τη σταδιακή υιοθέτηση των καινοτομιών της 4ης βιομηχανικής επανάστασης, και κυρίως της τεχνητής νοημοσύνης κατά την επόμενη 15ετία.
Ανάλογα με το επιχειρηματικό μοντέλο, τον κλάδο και τις αγορές ορισμένες επιχειρήσεις πλέον δεν εξαρτώνται από επενδύσεις σε υλικά περιουσιακά στοιχεία αλλά παρουσιάζουν ιδιαίτερη ευελιξία και ρευστότητα.
Μπορούν να σχεδιαστούν γρήγορα και στη συνέχεια να διαμορφωθούν και να αναδιοργανωθούν ώστε να αξιοποιήσουν τις μεταβαλλόμενες αγορές, τα προϊόντα, τις κατηγορίες πελατών, και τις οικονομικές ευκαιρίες. Είναι οι λεγόμενες ρευστές επιχειρήσεις.
Πέραν του ότι έχουν τη δυνατότητα να μεταβάλουν τη δομή κόστους από υψηλής εντάσεως σταθερού κόστους σε κυρίως μεταβλητού κόστους μέσα σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα, οι ευέλικτοι οργανισμοί μπορούν επίσης να κατευθύνουν την εταιρική στρατηγική σχεδόν ταυτόχρονα με τις μεταβολές κόστους, (Bhimani A. and Bromwich, M., 2016).
Οι ρευστοί οργανισμοί αποτελούν μια ριζοσπαστική μεταβολή των επιχειρήσεων του 20ού αιώνα η οποία θα πολλαπλασιαστεί με τη βοήθεια της τεχνολογίας τον 21ο αιώνα. Η ευελιξία τους προέρχεται από τη μετάβαση από μια άκαμπτη δομή με κυρίως πάγια περιουσιακά στοιχεία, η οποία έχει λειτουργικούς περιορισμούς διοικητικής φύσεως, σε μια δομή που είναι εξαιρετικά μεταβαλλόμενη και έχει τη δυνατότητα αλλαγής των προϊόντων σε πραγματικό χρόνο, διαφοροποίησης των υπηρεσιών και ανακατεύθυνσης του ανταγωνισμού.
Η διεθνοποίηση του εμπορίου έδωσε τη δυνατότητα σε πολλές εταιρίες να διεισδύουν σε μεγαλύτερες και σε πιο απομακρυσμένες αγορές. Ωστόσο, η κερδοφορία εξαρτάται από την δυνατότητα διαμόρφωσης του προϊόντος ώστε να ανταποκρίνεται στις κατά τόπους προτιμήσεις και ανάγκες. Συνεπώς, τα διαφοροποιημένα προϊόντα απέκτησαν ένα επιπρόσθετο επίπεδο διαφοροποίησης εντός των τοπικών αγορών, γεγονός που ενισχύει την ανάγκη για τεχνολογίες και διαχείριση των πόρων προκειμένου να υποστηριχθεί μια εκτεταμένη διαφοροποίηση.
Η άνοδος των ρευστών οργανωτικών δομών είναι ένα φαινόμενο που συνδέεται άρρηκτα με την άφιξη της ψηφιοποίησης και της κεντρικής διαχείρισης των δικτύων.
Παρόλο που ορισμένα ψηφιακά προϊόντα υπήρχαν και στο παρελθόν, το διαδίκτυο διευκόλυνε την παγκόσμια πρόσβαση σε αυτά από οποιοδήποτε σημείο διέθετε ευρυζωνική διαδικτυακή σύνδεση.
Επιπλέον, η διαδικτυακή οικονομία επέτρεψε τη δημιουργία νέων εφοδιαστικών αλυσίδων και εικονικών μορφών εταιρειών, ενώ οι περισσότερες δραστηριότητες διεξάγονται πλέον ψηφιακά.
Αυτές οι μεταβαλλόμενες αγορές και η διαφοροποίηση προϊόντων έχουν ιδιαίτερες προεκτάσεις για τη διαχείριση κόστους. Η αύξηση των επενδύσεων στη διαφοροποίηση των προϊόντων οδήγησε σε μια αύξηση των γενικών εξόδων.
Υψηλότερες επενδύσεις σταθερού κόστους στη βελτίωση των παραγωγικών δυνατοτήτων οδήγησαν στη δημιουργία μιας αυξανόμενης βάσης γενικών εξόδων ως ποσοστό του συνολικού κόστους προϊόντος.
Οι επενδύσεις στις αυτοματοποιημένες διαδικασίες μείωσαν την ανάγκη για άμεση εισροή εργασίας. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980 έγινε αντιληπτό ότι αυτοί οι παράγοντες αποτελούν ένα «διπλό χτύπημα» για τα κλασικά λογιστικά συστήματα, τα οποία δημιουργήθηκαν όταν το μεγαλύτερο μέρος του κόστους προερχόταν από άμεσες δραστηριότητες εργασίας. Συνεπώς, τα άμεσα εργατικά ήταν το πλέον κατάλληλο στοιχείο για τις περισσότερες διαδικασίες κατανομής, ενώ υπήρχε μια μικρότερη βάση γενικών εξόδων, η οποία μπορούσε να βασίζεται σε μηχανισμούς κατανομής με βάση το επίπεδο παραγωγής.
Στο σύγχρονο περιβάλλον θεωρείται ότι, εκ των πραγμάτων, τα κόστη παραμορφώνονται από τη χρήση των παραδοσιακών λογικών κατανομής, οι οποίες είχαν σχεδιαστεί για πολύ διαφορετικούς σκοπούς.
Οι επιχειρήσεις με αυξανόμενη διαφοροποίηση προϊόντος και πολυπλοκότητα παραγωγής αντιμετωπίζουν όχι μόνο αυξημένα γενικά έξοδα αλλά και αύξηση του κόστους, που δεν μπορεί να κατανεμηθεί αποτελεσματικά με τη χρήση των παραδοσιακών μεθόδων κοστολόγησης. Η πρόκληση για τη Διοικητική Λογιστική που θα διαχειριστεί τα παραπάνω κόστη είναι πολύ ενδιαφέρουσα.