Ω, λευκοφτέρωτο πουλί που ήρθες στα ξένα μέρη
ώσπου να φύγει η χειμωνιά και να ξαναγυρίσεις
στον τόπο σου την άνοιξη εκεί που ανθίζει η φτέρη
πάρε ένα γράμμα μου πικρό στη μάνα μου να τ’ αφήσεις.
Μ’ άλλον δεν εμπιστεύομαι ο δόλιος να το στείλω
αν θα το δώσω στην αυγή, η δροσούλα της θα σβήσει
ότι της γράφω, κι άλλονε δεν έχω έμπιστο φίλο,
κι αν θα το δώσω στο βοριά, σκιάζομαι μην το σκίσει.
Θέλω να μάθει η μάνα μου που μ’ έδιωξε στα ξένα
φαρμάκι με ποτίζουνε και καίει τα σωθικά μου
και πως τα πλούτη ένα τρανό και δόλιο είναι ψέμα…
Ξένε, μου λεν, φύγε από δω και σπαρταράει η καρδιά μου.
Χαμήλωσε μικρό πουλί, στο στερνό πέταγμά σου,
και σκίσε με το νύχι σου τη δόλια μου καρδιά
να γράψω με το αίμα της απάνω στα φτερά σου…
κι άλλα μη διώξει η μάνα μου στην ξενιτιά παιδιά.
Κι ακόμα θέλω ένα μήνυμα στ’ αδέλφια μου να στείλω
να μάθουνε της ξενιτιάς πικρό είναι το ψωμί
εδώ δεν θα βρουν μπιστικό, γλυκό κι αλέγρο φίλο
οι πλιότεροι σ’ αγριοκοιτούν δίχως καμία αφορμή.
Εδώ στη μαύρη ξενιτιά θυμάρι δεν ευωδιάζει
μήτε μυρίζει ο ασπάλαθος, μήδε φασκομηλιά
εδώ αλμυρίκι δεν θα δουν δροσούλα να σταλάζει
πάνω στην άμμο την αυγή στην ώρια ακρογιαλιά.