Ανεβοκατεβαίνω τη κλίμακα. Και είναι, λες, βυζαντινός απόηχος, θαλασσινής πορφύρας. Που πάει κι έρχεται. Επί των ενδοτέρων. Αλλά και ενίοτε, επί των συνήθων τεκταινομένων κατά τις μικρές ώρες. Όταν το φως που ακροβατεί στο εντός, είναι κάπως αμφιθυμικό, αν θα πρέπει ν’ ανατείλει επιτέλους. Και είσαι πια, ομίχλη στο σύθαμπο. Που αγκαλιάζει τους λογισμούς. Που αγκαλιάζει την ανάσα μου. Κι έχουν όλα τη ζεστασιά του χιονιού. Και τη μυρωδιά από τα τζάκια του πέτρινου δειλινού.
Που είναι σμιλεμένο λες, στης γαλήνης τη πεθυμιά. Που, τώρα, τη νιώθω. Κι είναι περίεργη αυτή η γαλήνη μακριά σου. Μακριά σου… Μεγάλη κουβέντα αυτή. Μακριά σου μοιάζω με ξέμπαρκο ναυτικό. Που φορώντας το κασκέτο του, περιδιαβαίνει, των νέφελων το θυμίαμα. Με ρωτάς αν νοσταλγώ. Δεν ξέρω. Ίσως γιατί το λιόγερμα με ζεσταίνει. Ίσως, σα προχωρήσει η νύχτα, να νοσταλγήσω. Μα πάλι, όχι. Δεν νοσταλγώ. Γιατί για μένα δεν είσαι μιά απουσία για να τη νοσταλγήσω. Στου κόσμου τ’ απόκρημνα, εγώ έχω την αητοφωλιά μου. Ψηλά, πάνω από το μπουλεβάρτο με τους δρύδες. Που σκεπασμένο συνεχώς είναι, όχι μόνο το φθινόπωρο, με πεσμένες πεθυμιές. Πολύχρωμες. Κι ασπρόμαυρες μαζί. Μοιάζουν όλα, έτσι, σα μονόπρακτο της πάχνης. Και από μέσα του, αναδύεται μετέωρη καστροπολιτεία. Που κρέμεται από όλα τα βλέμματα που είχα κατά καιρούς. Από τους τρόπους που έβλεπα, από τους τρόπους που ξεχνούσα να δω. Εδώ και μέρες τώρα φυσά Νοτιάς.
Και τρίζουν του λογισμού τ’ άλμπουρα. Μα κύμα δε σηκώνεται. Στη θάλασσα μέσα μου, υπάρχει η γαλήνη της παραδοχής. Όλων όσων μέχρι τώρα αρνιόμουν. Και μετά, γνωρίζω πια, πως μαστιχόδεντρο αρωματικό είσαι. Και ‘γω σε πλήγωσα, για να πάρω το πολύτιμο δάκρυ σου. Να το ‘χω παρηγοριά.
Όλες τις νύχτες που αγρυπνούν τα θεριά μου. Που να ‘σαι τώρα. Και ‘γω που είμαι μακριά σου; Πουθενά δεν είμαι. Πουθενά δε χωρώ. Παντού περισσεύω χωρίς εσένα. Κι έχω μαζί μου, στο σάκκο μου μέσα, τη ζεστασιά σου. Άλλα υπάρχοντα δεν έχω. Παρά μόνο αυτή τη ζεστασιά. Έχει πολύ φασαρία μέσα μου. Κι αναζητώ τη γαλήνη σου.
Έρημο κάστρο είμαι, στη νύχτα. Και περιμένω τη γαλάζια φλόγα από το πρώτο φως. Για να ξεκινήσω πάλι. Πάντα ξεκινώ. Μέχρι πότε άραγε ; Όλα μοιάζουν μιά αδυσώπητη αρχή. Όλα αρχίζουν χωρίς να κοιτούν το δικό σου σκοτάδι. Νιώθω μιά απροσδιόριστη γαλήνη. Όπως πάντα ένιωθα, κάθε που σου μιλούσα. Μα μοιάζει το ταξίδι ατέλειωτο.
Μαζί ταξιδεύουμε. Όπως πάντα επιθυμούσες. Και ‘γω αρνιόμουν. Μακριά στην Ανατολή οι κερασιές θα ‘ναι σκεπασμένες με χιόνι τώρα. Μα θα ‘ρθει η ώρα να ξανανθίσουν. Και να μας καλέσουν.
Να βγούμε από αυτή τη θεατρική παράσταση του Ιονέσκο. Στην άκρη των θρύλων ακροπατεί το ποίημα. Και ο ποιητής του, χαμένος. Χρόνους πολλούς. Κάτω από των δρύδων το ψιθύρισμα. Κάτω από το ανεκπλήρωτο ταξίδι, στο τόπο των αοράτων.