«Βαρεθήκαμε τα μουσεία που προσπαθούν να περιγράψουν την ιστορία μιας ομάδας, μιας κοινότητας, ενός έθνους, ενός κράτους, ενός λαού, ενός ιδρύματος, μιας επιχείρησης ή ενός είδους. Όλοι μας ξέρουμε ότι οι απλές ιστορίες των μεμονωμένων ατόμων θα είναι πιο πλούσιες, πιο ανθρώπινες και θα μας δίνουν περισσότερη χαρά, σε σχέση με τις ιστορίες των μεγάλων κοινοτήτων» υποστηρίζει ο Ορχάν Παμούκ.
Και καθώς σύμφωνα με τον Νομπελίστα Τούρκο μυθιστοριογράφο «το μέλλον των μουσείων βρίσκεται μέσα στα σπίτια μας» ο ίδιος, ως γνωστό έχει ιδρύσει το «Μουσείο της Αθωότητας», το οποίο και βραβεύτηκε το 2014 με το ετήσιο βραβείο του Ευρωπαϊκού Μουσείου της Χρονιάς. Σε λίγους μήνες, στις αρχές του 2016, τα εκθέματα του Μουσείου της Αθωότητας θα εκτεθούν στο «Somerset House» του Λονδίνου.Είναι μια ευκαιρία να θυμηθούμε την ιστορία του ενόψει και της επίσκεψης του Ορχάν Παμούκ στην Αθήνα, αρχές Δεκεμβρίου, προκειμένου να παρουσιάσει την ελληνική έκδοση του τελευταίου του βιβλίου «Κάτι παράξενο στο νου μου » (εκδ. Ωκεανίδα).
Σε ένα αδιέξοδο της συνοικίας Τσουκούρτζουμα στο Πέρα της Κωνσταντινούπολης, ορθώνεται εδώ και μερικά χρόνια και για την ακρίβεια από τις 28 Απριλίου 2012, το μουσείο του Παμούκ.
Μυθιστόρημα σε μορφή μουσείου; Ο έρωτας που έγινε μουσείο;Μουσείο για μια χαμένη στην ιστορία Πόλη; Νοσταλγία για όλα αυτά; Μήπως μια σχέση μεταξύ ενός μυθιστορήματος και εκθεμάτων ενός μουσείου;
Κάποιες από αυτές τις σκέψεις και ίσως όλες μαζί, περνούν απ΄το μυαλό ενός επισκέπτη στο «Μουσείο της Αθωότητας». Δημιουργήθηκε μετά τη μεγάλη επιτυχία του μυθιστορήματος του «Το Μουσείο της Αθωότητας» που πρωτοκυκλοφόρησε στην Τουρκία στις 29 Αυγούστου 2008 και στη συνέχεια μεταφράστηκε σε πολλές γλώσσες, μεταξύ των οποίων και η ελληνική.
Μια ιστορία έρωτα που καλύπτει τη χρονική περίοδο 1975-2008 είναι το βιβλίο του Παμούκ. Κι αυτό μέσα σε ένα σκηνικό που αφορά τη σχέση του τουρκικού μοντερνισμού με το παραδοσιακό. Αλλά πάντα από την οπτική του μεταμοντέρνου Παμούκ. Η κριτική που έχει ασκηθεί ιδιαίτερα στην Τουρκία στον Παμούκ, αφορά ιδιαίτερα αυτή του την οπτική. Αφορά τη συνειδητή αδυναμία του μεταμοντερνισμού να κρίνει τον λεγόμενο μοντερνισμό απλώς ως ιστορία της αστικής τάξης, παραβλέποντας τις αξίες που σχετίζονται με τον άνθρωπο.
Η κριτική αυτή θεωρεί ότι οι μεταμοντέρνοι προτάσσουν την «ισάξια ζωή» όλων των πολιτισμών και των ανθρώπων και την καθιστούν αντικείμενο προς προβολή και προς υπερηφάνεια. Συνδυάζοντάς την με την «εμπορικότητα» που έχει το μουσείο αλλά και τη σχέση μεταξύ μουσείου και μυθιστορήματος, οι επικριτές κρίνουν αρνητικά την ισοπέδωση αυτή των αξιών εκ μέρους του μεταμοντέρνου Παμούκ.
Στο βιβλίο, ο Κεμάλ, γόνος πλούσιας οικογένειας, ενώ πρόκειται να αρραβωνιαστεί, συναντά ξαφνικά τη Φισούν που είναι μακρινή συγγενής του και έχει χρόνια να τη δει. Έτσι ξενικά μια σχέση, η οποία όμως διακόπτεται όταν ο Κεμάλ αρραβωνιάζεται. Η Φισούν δεν πηγαίνει πια να συναντήσει τον Κεμάλ και αυτός βρίσκει παρηγοριά στα διάφορα μικροαντικείμενα της Φισούν. Αυτή, κάποια στιγμή παντρεύεται. Κάποια στιγμή όμως καλεί τον Κεμάλ, με σκοπό να χρηματοδοτήσει αυτός την ταινία του συζύγου της, ο οποίος είναι κινηματογραφιστής. Οι τρεις αρχίζουν να συναντιούνται και ο Κεμάλ κάθε φορά που τους επισκέπτεται κλέβει διάφορα αντικείμενα της Φισούν. Στο μεταξύ η Φισούν χωρίζει από τον κινηματογραφιστή και ανοίγει ο δρόμος για να σμίξει με τον Κεμάλ. Καθώς όμως το ζευγάρι πηγαίνει οδικώς στο Παρίσι για να γνωρίσει η κοπέλα τους γονείς του Κεμάλ, σε ένα τροχαίο δυστύχημα η Φισούν σκοτώνεται και ο Κεμάλ τραυματίζεται.
Ο Κεμάλ αποφασίζει να ανοίξει ένα μουσείο με τα αντικείμενα της Φισούν και πηγαίνει τον κατάλογο των εκθεμάτων στο συγγραφέα Ορχάν Παμούκ ζητώντας απ΄αυτόν να γράψει ένα μυθιστόρημα. Αυτή είναι με λίγα λόγια η ερωτική ιστορία του βιβλίου.
Ο Παμούκ έχει δηλώσει ότι τα αντικείμενα αυτά που αργότερα έγιναν εκθέματα στο μουσείο, είχε αρχίσει να τα συγκεντρώνει προτού αρχίσει να γράφει το μυθιστόρημα. Το βιβλίο αποτελείται από 83 μέρη κι αυτό συμβολίζεται στο μουσείο με 83 κουτιά. Συγκέντρωσε τα αντικείμενα από σπίτια γνωστών κι από παλιατζήδες. Αγόραζε για παράδειγμα ένα αντικείμενο που έκρινε ότι ταιριάζει με το μυθιστόρημα και στη συνέχεια το περιέγραφε.
Ο συγγραφέας αφού συγκέντρωσε τα αντικείμενα, άρχισε να αναζητεί χώρο για το μουσείο. Αφού έψαξε αρκετά, κατέληξε σε μια κατοικία κατασκευής 1897 στο Τσουκούρτζουμα, που είχε αγοράσει ο ίδιος. Το 2009 ίδρυσε ένα βακούφι (ευαγές ίδρυμα) και στη συνέχεια ξεκίνησε το έργο της επισκευής στο κτίριο.
Στο βιβλίο (στις νεώτερες εκδόσεις του), περιλαμβάνεται ένα εισιτήριο εισόδου και ο χάρτης που δείχνει την πρόσβαση στο μουσείο. Εκτός από τα εκθέματα που μπορεί να δει, ο επισκέπτης μπορεί να αγοράσει από το κατάστημα του μουσείου αντικείμενα, όπως τα σκουλαρίκια της Φισούν, κάρτες, αφίσα, σελιδοδείκτες κλπ.
Το μουσείο έχει και ένα «μανιφέστο» του Παμούκ, ο οποίος αναφέρει : «δεν ξεχνώ ότι χώροι όπως ο Λούβρο, το Βρετανικό Μουσείο, το Μετροπόλιταν, το Τόπκαπι, το Πράντο είναι πλούτος της ανθρωπότητας. Αλλά αντιτίθεμαι στο να είναι οι μνημειώδεις αυτοί θησαυροί, υπόδειγμα για τα μουσεία του μέλλοντος. Τα μουσεία, ιδιαίτερα στις χώρες που αναπτύσσονται γοργά στις μη Δυτικές χώρες, πρέπει να εκφράζουν τον κόσμο και την ανθρωπιά του μοντέρνου ανθρώπου».