Ροβόλησε ένα πρωί από μια ζωοφόρο άβυσσο: Τη Μήτρα. Ήλθε στο φως απ’ το σκοτάδι, απροσκάλεστος…
…Περπάτησε στο μονοπάτι που συνάντησε. Χιλιόμορφο, χιλιοπερπατημένο και τραχύ, είχε σημάδια αίμα και ιδρώτα, ίχνη από γυμνές πατούσες και τροχούς, ερειπωμένα χνάρια και καινούργια που’ μελλε να παλιώσουνε, γι’ αυτούς που πρόσμεναν σειρά να το διαβούνε. Και πάνω ένας ήλιος καυτερός έπαιζε το κρυφτό μ’ ένα φεγγάρι, ξύπναγε τους διαβάτες σαν το κέρδιζε, τους έβαζε για ύπνο όταν έχανε. Σε τούτο το αδιάκοπο παιγνίδισμα στο χιλιοκεντημένο μ’ άστρα ουρανό, οργάνωσαν οι διαβατάρηδες το χρόνο τους κι έφτιαξαν ώρες, μέρες, εποχές, μήνες και χρόνια και αιώνες, σ’ ένα καλοστημένο σκηνικό άναρχο κι ατελείωτο…
….Σ’ αυτό το σκηνικό και κείνος έπαιξε στο ίδιο έργο σαν τους άλλους κοσμικούς, μικρός κομπάρσος στο μονόπρακτο που του’ μαθαν πως λέγεται Ζωή. Σαν ρώτησε, ποιος πρωταγωνιστεί σε τούτη την παράσταση, ο Άσπρος ο κομπάρσος του είπε πως τον λέγανε Χριστό, ο Μελαμψός τ’ απάντησε Αλάχ, ο Κίτρινος τ’ απάντησε ο Βούδας κι ο Κόκκινος του έδειξε τον Ήλιο. Κοινή απ’ όλους η παραδοχή πως ήταν σκηνικό σοφά κι αρμονικά φτιαγμένο: Πράσινη φύση, γαλάζιος ουρανός και μπλε βαθύ ατλάζι μ’ άσπρα τα κρόσσια η θάλασσα η ατέλειωτη…
Κι έτσι περνούσε ο καιρός, με κάποιους παίκτες να αποχωρούν απ’ τη σκηνή παντοτινά, και άλλους να’ ρχονται.
Και πάνω ένας ήλιος καυτερός, έπαιζε το κρυφτό μ’ ένα φεγγάρι…
…Σαν βάδισε το μονοπάτι το κοινό κι έπαιζε το ρόλο που’ χε μάθει, γνώρισε κι άλλους διαβατάρηδες-κομπάρσους, στο ίδιο το μονόπρακτο συμπαίκτες. Γνώρισε φίλους έμπιστους, καλούς, και φίλους-άφιλους και καιροσκόπους. Γνώρισε ανιδιοτελείς και αδιάφθορους και άλλους ιδιοτελείς και αριβίστες. Γνώρισε κόλακες, αυλοκόλακες, σπιούνους, άλλους που παίζανε το ρόλο του φονιά κι έκαναν πράξη μ’ ευχαρίστηση το ρόλο. Γνώρισε δίγλωσσους, διπρόσωπους κι αγέλαστους και γελαστούς φτιασιδωμένους κλόουν, που’ χαν κολλήσει στο πετσί τη μασκαράτα ίσα να κρύβουν τα εσώψυχα τ’ αλλιώτικα. Κι έμενε’ κείνος με την απορία σαν τον εκόβανε στον πρώτο ρόλο, γιατί’ χε -λέει- ένα μόνο πρόσωπο (εκείνο που του έδειχνε ο καθρέφτης), μιλούσε μια μονάχα γλώσσα (τσουκνίδα για πολλούς, μολόχα γι’ άλλους), γελούσε γελαστά και αγκριμάτιστα. Μα σαν τα είχε βρει μ’ αυτόν τον ίδιο πρώτα, του έφτανε ο δεύτερος, ο τρίτος ρόλος, δε ζήλεψε ποτέ τον πρώτο…
Μα γνώρισε κι άλλους πολλούς, που’ χαν το βίτσιο να μιλούνε σε μπαλκόνια (κι είχε το σκηνικό δεκάδες ξέφρενους κομπάρσους) και όλο παίρναν…παίρναν… μ’ αντάλλαγμα να σώσουν -λέει- τους υπόλοιπους.
Βίωσε την αγάπη και την έχθρα, το ψέμα, την αλήθεια και τον εμπαιγμό, την καλοσύνη, την απάτη, γινόταν κάθε μέρα πιο σοφός. Γέλασε κι έκλαψε πολλές φορές, μα κι ερωτεύθηκε κι ενέπνευσε το ίδιο, κι έγινε ο σπόρος του η φύτρα που ροβόλησε μέσ’ απ’την άβυσσο μια μήτρας, κι ήλθαν στο φως, νέοι κομπάρσοι.
Ήταν μικρός όταν το ρώτησε, πού πάνε αυτοί π ’εγκαταλείπουν τη σκηνή; Γιατί ποτέ στα πίσω δε γυρνάνε; Του αποκρίθηκε ένας γέρος ασπρομάλλης, πως τέλειωσε για κείνους η ζωή, τέλειωσε ο ρόλος που τους έμαθαν να παίζουν. Έγινε βιωματική η εξήγησή του, σαν εσυνόδεψε μ’ άλλους μαζί το γέροντα, στην άλλη σκοτεινή την άβυσσο, τον τάφο. Πήρε πολλές φορές την ίδια στράτα, ξεπροβοδίζοντας κάθε φορά κι ένα κομπάρσο στην ταφική την άβυσσο. Κι ως έβλεπε ολόγυρα τους άλλους να’ ναι σκυφτοί κείνες τις ώρες από το δέος της στερνής φυγής, έβλεπε ισάριθμες φυγές μπροστά του, ήταν απλά για κείνους θέμα χρόνου…
Και πάνω ένας ήλιος καυτερός, έπαιζε το κρυφτό μ’ ένα φεγγάρι…
…Σαν τ’ άσπρισαν οι κοσμικές οι καταιγίδες τα μαλλιά κι έγινε ο πρωτόγερος στην πίστα, το’ νιωσε πως βραδιάζει πια για κείνον. Βίωσε το μονόπρακτο που τέλειωνε, πλησίαζε την πίσω σκάλα στη σκηνή…
Μια μέρα κράτησε ο ρόλος του, κι ήταν η μέρα ίδια η ζωή του, σε μια διαδρομή που κράτησε λίγες χρονοστιγμές, ίσαμε απ’ τη μήτρα ως τον τάφο…
Σαν έφτασε εις το στερνό σκαλί και πέρασε από το φως εις το σκοτάδι, δεν το κατάλαβε πως έγινε κομπάρσος εις το μονόπρακτο της ταφικής της νύχτας, με μόνο ρόλο εκείνο της σιωπής, στης αποσύνθεσης τη σκοτεινή σκηνή. Κι ήταν ο ρόλος τούτος ασύμμετρα μακρύς σε σύγκριση με κείνον που’ χε παίξει στη ζωή, και τέλειωνε πανομοιότυπα με όλους: Στο γυρισμό της φύσης της χωμάτινης στη Μάνα Γη, στο χώμα…
…..Κι ο θιασάρχης, αδιάκοπα ετοίμαζε νέους κομπάρσους, να ροβολούν από τη μήτρα στη σκηνή να παίξουν στο μονόπρακτο μια μέρα, και ύστερα μονόδρομα και ανεπίστρεπτα, να μπουν και κείνοι στη σιωπή της νύχτας του θανάτου…
Και πάνω ένας ήλιος καυτερός, έπαιζε το κρυφτό μ’ ένα φεγγάρι…