Με στόχο οι ηλεκτρονικές πληρωμές να φτάσουν το 2020 τουλάχιστον στα 43 δισ. ευρώ, καταγράφοντας αύξηση άνω των 7 δισ. ευρώ συγκριτικά με τη φετινή χρονιά, παρουσιάζεται την επόμενη εβδομάδα η νομοθετική διάταξη για τις υποχρεωτικές ηλεκτρονικές πληρωμές.
Όπως αναφέρει σε σχετικό ρεπορτάζ η Καθημερινή, εκτός από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους η υποχρέωση θα αφορά από το νέο έτος και τους ελεύθερους επαγγελματίες, και τους εισοδηματίες, αλλά και το σύνολο των φορολογουμένων που έχουν εισοδήματα από δύο ή περισσότερες πηγές.
Από το… κυνήγι θα εξαιρούνται μόνο τα εισοδήματα που φορολογούνται αυτοτελώς, δηλαδή τα μερίσματα και οι τόκοι. Οι ηλεκτρονικές πληρωμές θα πρέπει να αντιστοιχούν στο 30% του δηλωθέντος εισοδήματος –το άθροισμα από όλες τις πηγές που φορολογούνται βάσει κλίμακας–, ενώ σε περίπτωση μη επίτευξης του στόχου θα επιβάλλεται πρόστιμο με συντελεστή 22% επί της αξίας των ηλεκτρονικών πληρωμών που θα υπολείπονται του στόχου.
Επίσης, η νομοθετική διάταξη θα προβλέπει ανώτατο πλαφόν ηλεκτρονικών πληρωμών, το οποίο θα οριστεί σύμφωνα με πληροφορίες στις 20.000 ευρώ. Ετσι, είτε ο φορολογούμενος δηλώνει εισόδημα 67.000 ευρώ είτε 167.000 ευρώ, οι ηλεκτρονικές πληρωμές που θα υποχρεούται να προσκομίσει δεν θα μπορούν να υπερβούν το ποσό των 20.000 ευρώ.
Το νομοθετικό πλαίσιο θα εξακολουθήσει να εξαιρεί τους φορολογούμενους ηλικίας άνω των 70 ετών από την υποχρέωση πραγματοποίησης ηλεκτρονικών πληρωμών, ενώ καμία αλλαγή δεν επέρχεται στον κατάλογο των συναλλαγών που θα αναγνωρίζονται για το «χτίσιμο» του 30% του εισοδήματος. Ετσι, θα λαμβάνονται υπόψη όλες οι συναλλαγές με κάρτα (ή μέσω τραπεζικού λογαριασμού) πλην:
1. Των ενοικίων που καταβάλλει ο φορολογούμενος για να καλύψει τις στεγαστικές του ανάγκες.
2. Των ποσών για την αγορά οχημάτων, αυτοκινήτων, μοτοσικλετών κ.λπ.
3. Των τελών κυκλοφορίας.
4. Των δόσεων για αποπληρωμή στεγαστικών δανείων.
5. Των δαπανών για την αγορά ομολόγων και χρηματοοικονομικών προϊόντων.
Ο στόχος για την αύξηση των ηλεκτρονικών πληρωμών κατά 7 δισ. ευρώ τουλάχιστον μέσα στο 2020 είναι φιλόδοξος, αλλά στο υπουργείο Οικονομικών εκτιμούν ότι μπορεί να επιτευχθεί για δύο λόγους. Πρώτον, διευρύνεται αισθητά ο αριθμός των φορολογουμένων που θα πρέπει να χρησιμοποιούν υποχρεωτικά τις κάρτες τους, πιστωτικές και χρεωστικές.
Και δεύτερον, μεγαλώνει η «εισοδηματική βάση» επί της οποίας θα υπολογίζεται ο υποχρεωτικός συντελεστής του 30%. Εκτός από τους μισθωτούς και τους συνταξιούχους που και τα προηγούμενα χρόνια υποχρεούνταν να κάνουν συναλλαγές με κάρτες, από τις αρχές του 2020 θα προστεθούν όλοι οι αυτοαπασχολούμενοι (κατά κύριο λόγο οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι ιδιοκτήτες ατομικών επιχειρήσεων) αλλά και όλοι οι εισοδηματίες και οι αγρότες.
Μόνο από την προσθήκη των εισοδημάτων από ενοίκια και από άσκηση επιχειρηματικής δραστηριότητας, παράγονται κάθε χρόνο εισοδήματα της τάξεως των 11 δισ. ευρώ. Αρα αυτοί που εισπράττουν αυτά τα ποσά θα πρέπει να κάνουν ηλεκτρονικές πληρωμές τουλάχιστον 3,3 δισ. ευρώ.
Η υποχρέωση ηλεκτρονικών πληρωμών δεν θα αφορά μόνο αυτούς που έχουν ως αποκλειστική πηγή εισοδήματος το ενοίκιο ή το ελεύθερο επάγγελμα, αλλά και αυτούς που έχουν εισοδήματα από δύο ή περισσότερες πηγές. Ετσι, μισθωτός με εισόδημα 10.000 ευρώ από μισθωτές υπηρεσίες και 5.000 ευρώ από ενοίκια αλλά και 5.000 ευρώ από «μπλοκάκι» θα έχει άθροισμα φορολογητέων αποδοχών 20.000 ευρώ και θα πρέπει να κάνει ηλεκτρονικές πληρωμές τουλάχιστον 6.000 ευρώ. Αν δεν πιάσει τον στόχο και οι ηλεκτρονικές του πληρωμές φτάνουν στις 5.000 ευρώ, επί της διαφοράς των 1.000 ευρώ θα επιβάλλεται πρόστιμο 220 ευρώ. Η έκπτωση φόρου που προβλέπεται για τους μισθωτούς (και η οποία θα είναι αισθητά μειωμένη φέτος σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή) θα δίδεται κανονικά και σε αυτούς που θα πιάνουν τον στόχο των ηλεκτρονικών πληρωμών και σε αυτούς που δεν θα τον πιάνουν.
Μπόνους επιβράβευσης
Στα σχέδια του υπουργείου Οικονομικών είναι συγκεκριμένες κατηγορίες δαπανών να έχουν «μπόνους» επιβράβευσης. Δηλαδή να αναγνωρίζονται ακόμη και στο διπλάσιο για να επιτευχθεί ο στόχος του 30%. Ωστόσο δεν είναι βέβαιο αν αυτό το μέτρο θα ισχύσει από φέτος. Σε κάθε περίπτωση, οι δαπάνες που αφορούν σε παροχή υπηρεσιών επισκευής ή ενεργειακής θωράκισης ακινήτου, δεν θα ενσωματώνονται στο «καλάθι» των υπόλοιπων αποδείξεων. Ναι μεν η πληρωμή τους θα γίνεται ηλεκτρονικά αλλά γι’ αυτές θα γίνεται έκπτωση φόρου 40% επί της αξίας της συναλλαγής.
Πονοκέφαλος για την ΑΑΔΕ οι δαπάνες των επαγγελματιών
Ενα από τα προβλήματα στο οποίο θα κληθεί να δώσει λύση το υπουργείο Οικονομικών σε συνεργασία με την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων έχει να κάνει με τον διπλό χαρακτηρισμό των δαπανών που κάνουν οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι αυτοαπασχολούμενοι. Με τη χρεωστική του κάρτα ή μέσω e-banking ο επαγγελματίας μπορεί και να πληρώνει τους προμηθευτές του και να αγοράζει εξοπλισμό για την άσκηση του επαγγέλματός του, αλλά και να κάνει τα ψώνια του σπιτιού. Ετσι, δεδομένου ότι το 30% των υποχρεωτικών ηλεκτρονικών πληρωμών θα υπολογίζεται επί του καθαρού εισοδήματος όπως αυτό αποτυπώνεται στο Ε1, θα πρέπει να ληφθεί μέριμνα ώστε να μην συνυπολογίζονται οι ίδιες δαπάνες δύο φορές. Η τελική λύση θα πρέπει να δοθεί μέσα στους επόμενους μήνες. Ούτως ή άλλως, η υποχρέωση πραγματοποίησης συναλλαγών που να αντιστοιχούν στο 30% των καθαρών κερδών αφορά τα εισοδήματα ή τα καθαρά κέρδη του 2020 που θα αποτυπωθούν στις φορολογικές δηλώσεις του 2021. Οι αυτοαπασχολούμενοι ενσωματώνουν τις επαγγελματικές τους δαπάνες στα βιβλία τους –η τήρηση των οποίων θα γίνει ηλεκτρονική από τις αρχές του 2020, τουλάχιστον με βάση τον κυβερνητικό σχεδιασμό– και τις αποτυπώνουν στο έντυπο Ε3 της εφορίας. Στο έντυπο Ε1, το βασικό φορολογικό έντυπο, μεταφέρεται ουσιαστικά το καθαρό αποτέλεσμα, δηλαδή η διαφορά «έσοδα μείον δαπάνες». Αυτή τη στιγμή δεν γίνεται κάποιος χαρακτηρισμός της δαπάνης κατά την πραγματοποίηση της συναλλαγής. Ο επαγγελματίας μπορεί να ζητήσει την έκδοση τιμολογίου (σαφής ένδειξη ότι πρόκειται για επαγγελματική δαπάνη), μπορεί όμως και να ζητήσει απλή απόδειξη, καθώς συναλλαγές μέχρι 50 ευρώ με απόδειξη αναγνωρίζονται ως επαγγελματικές. Ετσι, όταν η ΑΑΔΕ θα τροφοδοτείται με τα στοιχεία από τις τράπεζες για τις ηλεκτρονικές πληρωμές, δεν θα είναι σε θέση να γνωρίζει σε ποιες περιπτώσεις έχει εκδοθεί τιμολόγιο και σε ποιες απόδειξη, η οποία πάλι μπορεί να είναι «επαγγελματική» ή «οικογενειακή».