Eάν κάνει κανείς μια αναζήτηση στο διαδίκτυο με την φράση «Inca water management» έχει να διαλέξει ανάμεσα σε εκατοντάδες χιλιάδες μικρού μήκους βίντεο με θέμα το νερό, τα οποία οδεύουν σε μια κοινή συνιστάμενη: οι Ίνκας στην μικρή σε διάρκεια αυτοκρατορία τους (1438-1533) ανέδειξαν μηχανικούς που διαχειρίστηκαν τα διαθέσιμα ύδατα (επίγεια και υπόγεια) αειφόρα, βιώσιμα και ανθεκτικά. Έτσι προκύπτει το αυτονόητο ερώτημα: πως προέκυψε αυτό?
Το νερό βρίσκεται στο κέντρο της Κοσμογονίας των Ίνκας. Οι Ίνκας θεωρούσαν ότι ο πολιτισμός τους προέρχεται από το νερό και επέκτειναν τον έλεγχό τους σε όλη την επικράτεια της νοτίου Αμερικής μέσω του νερού. Στο κοσμογονικό μοντέλο τους το κάτω μέρος του κόσμου ήταν γεμάτο με την «αυθεντική θάλασσα». Όταν η επιφάνεια αυτών των νερών έφτασε στην επιφάνεια της Γης τότε δημιουργήθηκαν οι λίμνες και τα ποτάμια. Για αυτό και η θάλασσα θεωρείται η Μητέρα (Mama Cocha) και οι λίμνες, τα ποτάμια και οι λιμνοθάλασσες οι κόρες (Cochas). Αυτά τα «βαθειά νερά» ακολουθώντας μια φυγόκεντρο κίνηση ξεκινούσαν ως υπόγεια ποτάμια στο εσωτερικό της Γης που έφταναν στην επιφάνεια της ως πηγές, οι οποίες τροφοδοτούσαν τα επίγεια ποτάμια, που με την σειρά τους κατέληγαν στην θάλασσα1. Με την απλουστευτική αυτή κοσμογονική προσέγγιση οι Ίνκας θεωρούσαν ότι και τα επιφανειακά αλλά και τα υπόγεια νερά καταγόταν από την θάλασσα.
Μέχρι τον δέκατο έβδομο αιώνα, στην Ευρώπη ήταν γενικά αποδεκτό ότι τα νερά των ποταμών και των πηγών δεν σχετιζόταν με τα ατμοσφαιρικά κατακρημνίσματα, τις βροχοπτώσεις και τις χαλαζο/χιονοπτώσεις. Αυτές θεωρήθηκαν ανεπαρκείς να «γεμίσουν» τα ποτάμια. Επιπλέον θεωρούσαν παρατηρώντας την έντονη πολλές φορές επιφανειακή απορροή ότι η επιφάνεια της Γης ήταν αδιαπέρατη από το νερό. Αυτό μας αποκαλύπτει ότι στην Ευρώπη είχαν ξεχαστεί οι πρώτες υδρογεωλογικές θεωρίες που αναπτύχθηκαν χιλιετίες πριν από τους αρχαίους Έλληνες: Ο Θαλής ο Μιλήσιος γύρω στο 650 π.Χ., θεωρούσε ότι τα ποτάμια και οι πηγές «τρέφονταν» με νερό του Ωκεανού που μέσω της γήινης διήθησης έφτανε στις πηγές που τροφοδοτούσαν τους ποταμούς, μια προσέγγιση η οποία στοιχειοθετήθηκε χιλιετίες πριν από αυτήν των Ίνκας.
Κατά τη Ρωμαϊκή περίοδο, ο Λουκρήτιος και ο Πλίνιος ενέκριναν τις ελληνικές θεωρίες. Ο Λουκρήτιος, στο διδακτικό του ποίημα De Rerum Natura (Περί της φύσεως των πραγμάτων) από το 57 π.Χ. στο οποίο αναφέρεται λεπτομερώς στη θέση του ανθρώπου απέναντι στο σύμπαν χωρίς την επιρροή των θεών, περιγράφει για πρώτη φορά τον υδρολογικό κύκλο: το νερό εξατμίζεται από την επιφάνεια της ξηράς και της θάλασσας και πέφτει πίσω ως βροχή!!
Κάτι αντίστοιχο όμως υπάρχει και στις δοξασίες των Ίνκας. Ο θεός Βιρακότσα (Huiracocha, «αυτός που γεννιέται από τον αφρό της θάλασσας») ταξίδεψε από τη λίμνη Τιτικάκα μέχρι τον ωκεανό, που συμβόλιζε τη ροή του νερού των ποταμών (mayu στα κέτσουα) μέχρι τις εκβολές τους. Ο αστερισμός των Λάμα (Yacana) ήπιε το νερό και με αυτόν τον τρόπο ξεκίνησε η διαδικασία ροής μέσω του Γαλαξία (που ονομάζεται επίσης mayu όπως τα ποτάμια) και από αυτήν την διαδικασία το νερό θα επέστρεφε τελικά στη Γη ως βροχή.
Αυτό που φαίνεται από την παράθεση των προσεγγίσεων στις δύο περιοχές του πλανήτη μας που δεν είχαν εμφανή τουλάχιστον στοιχεία επικοινωνίας είναι μια σχετικά παραπλήσια προσέγγιση για το ίδιο θέμα, που ξεκινάει από την περιοχή της κοσμογονίας μέχρι την διατύπωση θεωριών. Δυστυχώς υπάρχει μια διακοπή στην σταδιακή μετάβαση της ιστορικής αυτής μνήμης στις επόμενες γενιές. Για τους Ίνκας αυτό συνδέεται με την κατάρρευση της αυτοκρατορία τους. Κατά τον Μεσαίωνα η Ευρώπη μέχρι τα τέλη του 16ου αιώνα, εξακολουθούσε να πιστεύει ότι όλο το νερό προήλθε από τη θάλασσα. Αυτή η ιδέα βασίστηκε σε μια σειρά από βιβλικά αποσπάσματα, τα οποία ελήφθησαν και ερμηνεύτηκαν αυτούσια, όπως τα ακόλουθα: «Όλα τα ποτάμια ρέουν προς τη θάλασσα»; «…όμως η θάλασσα δεν είναι γεμάτη»; «.. στον τόπο από όπου έρχονται τα ποτάμια, εκεί επιστρέφουν ξανά »(Εκκλησιαστής 1: 7–9). Αυτές οι ιδέες διατηρήθηκαν μέχρι τον δέκατο έβδομο αιώνα. Επιστήμονες όπως ο Κέπλερ (1571–1630) και ο Ντεκάρτ (1596–1650) υποστήριξαν ότι όλο το νερό προήλθε από τη θάλασσα.
Ας ξαναγυρίσουμε όμως στην χώρα μας θέτοντας τα κρίσιμα ερωτήματα: Πόσοι Νεοέλληνες γνωρίζουν για την τεχνολογία διαχείρισης του υδατικού δυναμικού στον ελλαδικό χώρο που χάνεται στα βάθη της προϊστορίας; Πόσο φρόντισε η πολιτεία αν όχι για την συνέχιση της παράδοσης τουλάχιστον για την διάδοση της τεχνολογίας που ανέπτυξαν από τα μέσα της 2ης χιλιετίας π.Χ., που είναι πολύ εντυπωσιακή για τον ορθολογισμό της, τη μεγάλη κλίμακα των εφαρμογών της καθώς και για την αποδοτικότητά της σε μεγάλης κλίμακας έργα που εκτελέστηκαν στον Φενεό, την Τίρυνθα, τη Θίσβη και την Κωπαΐδα από τους Μινύες, που ο βασιλιάς τους Μινύας (ή Μινύης) ήταν είτε γιος του Ποσειδώνα ή του Ωκεανού, είτε εγγονός του Ποσειδώνα2; Πόσοι έχουν κατανοήσει ότι αυτές οι πρώτες τεχνολογικές δραστηριότητες των προϊστορικών κατοίκων του ευρύτερου αιγαιακού χώρου σχετίζονται άμεσα με την φυσικογεωλογική εξέλιξη του όπως τα περιγράφει ανεπανάληπτα γλαφυρά, απλοϊκά και κατανοητά στο πρόσφατο σύγγραμμα του3 ο αγαπημένος μας δάσκαλος Ομοτ. Καθηγητής Ηλίας Μαριολάκος; Πόσοι γνωρίζουν ότι πολλοί από τους άθλους του «μηχανικού» Ηρακλή σχετίζονται με διαχείριση υδάτων; Πόσοι πραγματικά έχουν παρατηρήσει το εντυπωσιακό υδροδοτικό και αποχετευτικό σύστημα που αναπτύχθηκε στην Κνωσό, στην Φαιστό αλλά και σε πολλές άλλες πόλεις και τόπους του αρχαίου κόσμου; Πόσοι γνωρίζουν πού βρίσκεται το Ευπαλίνειο Όρυγμα, το θαύμα της αρχαιοελληνικής μηχανικής; Πόσοι έχουν κατανοήσει την σημαντικότητα του νερού στη Ιπποκράτεια Ιατρική? Πόσοι πραγματικά έχουν συνδέσει την Επίδαυρο με ένα από τα μεγαλύτερα θεραπευτικά κέντρα της αρχαιότητας και το μεγάλο της θέατρο με θεραπευτική αγωγή; Και πόσοι έχουν κατανοήσει ότι το νερό ήταν στο επίκεντρο όχι μόνο στο Ασκληπιείο της Επιδαύρου αλλά των πολλών εκατοντάδων Ασκληπιείων, κατανεμημένων σε όλες της περιοχές του αιγιακού χώρου, που ήταν πολλά περισσότερα συγκρινόμενα με το σήμερα, αναλογικά με τον τότε συνολικό πληθυσμό. Αν και σχετικά ανθεκτικά συγκρινόμενα με άλλες δομές του αρχαίου κόσμου, τα Ασκληπιεία και ότι αυτά αντιπροσώπευαν και μετέφεραν και σε σχέση με την χρήση αλλά και διαχείριση των υδάτινων πόρων, υπέκυψαν σταδιακά τους πρώτους μ. Χ. αιώνες στον Χριστιανισμό. Η λίστα είναι ατέρμονη….
Κλείνω με αναφορά στην σκληρή πραγματικότητα: Τα τελευταία πενήντα εξήντα χρόνια εγκαταλείφτηκαν τα πηγάδια και οι πηγές ανά την επικράτεια. Όσα και όσες δε στέρεψαν από τις χιλιάδες παράνομες γεωτρήσεις που βοήθησαν τους παραγωγούς να αυξήσουν την σοδειά και το εισόδημά τους, μολύνθηκαν από την κατάχρηση ζιζανιοκτόνων και λιπασμάτων. Όσα προγράμματα ενημέρωσης και να ακολουθήσουν δεν πρόκειται να αλλάξει το παραμικρό εάν ο μέσος Νεοέλληνας δεν αντιδράσει άμεσα και ουσιαστικά σε πολλά παράλογα, ξεκινώντας από κάτι απλό και «αθώο», μια σκηνή που διαδραματίζεται καθημερινά σε πολλές χιλιάδες παραλιακά θέρετρα της χώρας μας: το μικρό πιτσιρίκι των «συνειδητοποιημένων» παραθεριστών μας, ξένων και ντόπιων, που τους περιμένουμε με τόση λαχτάρα, να παίζει αμέριμνο «με τις ώρες» σπαταλώντας κυβικά νερό, δροσίζοντας τα ποδαράκια του, με το πολύτιμο νερό που το «φέρνουμε» στην ντουζιέρα της πλαζ, τις περισσότερες φορές με υπεράντλιση του ήδη υφάλμυρου υδροφόρου ορίζοντα, για να ξεβγάλουμε απλά το αλάτι από τους ώμους και τα μαλλιά μας…